Στην γκαλερί Artshot – Sophia Gaitani πραγματοποιείται μια ιδιαίτερη και καλλιτεχνικά γόνιμη «συνάντηση» τεσσάρων δημιουργών, οι οποίοι/ες, μέσα από συγγενείς εικαστικές γραφές και τεχνικές, συνυπάρχουν σε έναν κοινό εκθεσιακό χώρο, συνομιλώντας μέσω της τέχνης τους.
Ο Στάθης Φώτης, η Ρόζα Ζεϊντάν, η Έλενα Κυρκιλή και η Σοφία Παπαδοπούλου παρουσιάζουν έργα που, ενώ φέρουν το προσωπικό τους στίγμα, διασταυρώνονται αισθητικά και θεματολογικά, συνθέτοντας ένα πολυφωνικό αλλά αρμονικό σύνολο.
Επιμέλεια – Κείμενο: Κωνσταντίνος Θ. Σπυρόπουλος
Επιμελητικό Κείμενο
Η ταινία Zabriskie Point του 1970 σε σκηνοθεσία του Michelangelo Antonioni, αποτελεί το σημείο συναρμογής αυτής της ομαδικής έκθεσης. Μέσα από τα έργα τεσσάρων εικαστικών, συγκροτείται ένα μετα-ερμηνευτικό πεδίο ανασύνθεσης της πολυσήμαντης εικαστικής γλώσσας του φιλμ, αναδεικνύοντας όλα εκείνα τα αθέατα νήματα που την υφαίνουν.
Τοποθετημένη μέσα στη σκληρή ομορφιά των νοτιοδυτικών πολιτειών της Αμερικής, η ταινία αναδεικνύει την απογοήτευση της αντικουλτούρας, τις εντάσεις μεταξύ ατόμου και κοινωνίας και τις καταστροφικές δυνάμεις που διαμορφώνουν τη σύγχρονη ζωή. Η τελική της σκηνή –μια έκρηξη σε αργή κίνηση ενός πολυτελούς, μοντερνιστικού κτιρίου– έχει αναγνωριστεί ως μία από τις πιο εμβληματικές στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου. Ένα εκπληκτικό κρεσέντο βίαιης κίνησης και χάους διατρέχει τη σεκάνς, με συντρίμμια και καθημερινά αντικείμενα να εκσφενδονίζονται ορμητικά παντού στον αέρα, λες και ξεπηδούν από τους πίνακες του Francis Bacon ή τις σελίδες του Jean Genet, του François Villon και του Georges Bataille.
Κάθε έργο της έκθεσης απελευθερωμένο από οποιαδήποτε αισθητική και αφηγηματική σύμβαση, αντλεί από τη συναισθηματική ένταση και το συμβολικό βάθος της καταλυτικής αυτής εικόνας του Antonioni —μια έκρηξη που δεν σηματοδοτεί απλώς μια φυσική πράξη καταστροφής, αλλά αποκαλύπτεται ως δύναμη αποδόμησης όλων αυτών των στοιχείων που συνθέτουν την ‘ανθρώπινη πρόοδο’. Ωστόσο είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι τα έργα που εκτίθενται εδώ δεν αποσκοπούν στην αναδημιουργία της οπτικής γλώσσας του Zabriskie Point, αλλά μάλλον στην εκ νέου νοηματοδότηση των θεμάτων που αυτή πραγματεύεται. Οι συνθέσεις λειτουργούν έτσι ως εξερευνήσεις της δύναμης και της ποίησης που ενυπάρχει στην καταστροφή ως γενεσιουργού πράξης και της ευθραυστότητας του σύγχρονου κόσμου. Ως εξιχνίαση των ισχυρών αυτών φυσικών δυνάμεων που βρίσκονται ακριβώς κάτω από την επιφάνεια της κοινωνικής συν-ύπαρξης.
Στη σφαίρα της ζωγραφικής με στοιχεία κολάζ, ο Στάθης Φώτης χρησιμοποιεί το χρώμα, τη μορφή και την υφή για να μεταφράσει τη συναισθηματική και φυσική ρήξη του Zabriskie Point σε μια ενστικτώδη, άμεση εμπειρία. Μέσω της δυναμικής πινελιάς, των πλούσιων χρωματικών αντιθέσεων και της αφαιρετικής απόδοσης που θυμίζει την τεχνοτροπία stencil, ο καλλιτέχνης αποτυπώνει την πρωταρχική δύναμη της έκρηξης και την απρόβλεπτη φύση της, ενσαρκώνοντας παράλληλα το εσωτερικό χάος που βιώνουν οι χαρακτήρες του σκηνοθέτη κατά την εξέγερσή τους ενάντια σε μια καταπιεστική κοινωνία.
Τα έργα αυτά παραπέμπουν σ’ αυτό που θα ονομάζαμε ‘διπλή διαμεσολάβηση’ —πρώτα μέσα από τον κινηματογραφικό φακό του Antonioni και στη συνέχεια μέσα από τη ζωγραφική παρέμβαση. Αυτή η πολυεπίπεδη διαμεσολάβηση θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναφέρεται στη ‘γεωλογική’ φύση της μεταμοντέρνας πολιτιστικής παραγωγής, όπου το νόημα αναδύεται μέσω στρωματοποιημένων επιφανειών αναπαράστασης. Η παχιά τεχνική παστώματος δεν είναι απλώς μια αισθητική επιλογή αλλά και ένα επιστημολογικό όπλο, το οποίο διαρρηγνύει τη σχέση μεταξύ επιφάνειας και βάθους, αναπαράστασης και υλικότητας.

Παρατηρώντας τα έργα της Ρόζας Ζεϊντάν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ φωτογραφίας και ζωγραφικής, που ανατρέπει τον τεκμηριωτικό χαρακτήρα της φωτογραφίας μέσω εκφραστικών, χειρονομιακών παρεμβάσεων. Στρώνοντας παχιά, ρευστή πάστα χρωστικών πάνω σε τυπωμένες εικόνες, διαταράσσει την αμεσότητα της φωτογραφικής αναπαράστασης, προσδίδοντάς της σωματικότητα και μετατρέποντας οικείες σκηνές σε αφηρημένες, υποβλητικές συνθέσεις. Αυτή η διαδικασία ταυτόχρονα αποκρύπτει και αποκαλύπτει, προσκαλώντας τον θεατή σ’ έναν αναστοχασμό σχετικά με έννοιες όπως είναι η μνήμη και η απώλειά της, ο χρόνος, η αλλοίωση της πραγματικότητας και η φαντασία. Η επεμβατική, πολλές φορές μέχρι και σπλαχνική εφαρμογή του χρώματος, υποδηλώνει μια επανεξέταση της φωτογραφικής αντικειμενικότητας, τονίζοντας την υποκειμενικότητα που ενυπάρχει στην οπτική αντίληψη του ατόμου. Μέσα από αυτή τη συγχώνευση των μέσων, αμφισβητούνται τα συμβατικά όρια, αναδεικνύοντας θέματα όπως είναι η μεταμόρφωση, η παροδικότητα και η συναισθηματική απήχηση αυτών των επικαλυμμένων εικόνων.

Στο ίδιο επίπεδο αλλά με χρήση διαφορετικών εικαστικών μέσων, βλέπουμε να κινούνται και τα έργα της Έλενας Κυρκιλή. Τα κολάζ της όπως και η ταινία είναι δομημένα γύρω από την αρχή του κατακερματισμού, όπου διαφορετικά στοιχεία ενώνονται για να σχηματίσουν ένα ενιαίο όλον, κάτι που επιτυγχάνεται μέσω του φυσικού διαχωρισμού και ανασυνδυασμού των εικόνων με βάση το αναπάντεχο και το απροσδόκητο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα διαστρωματικές συνθέσεις από υφές, χρώματα και σύμβολα.
Οι αποσπασματικές διατάξεις και οργανώσεις των κολάζ συνηχούν με τη διερεύνηση της αποσύνδεσης και της αποξένωσης στην ταινία. Αίφνης, μια κλασική γυμνή φιγούρα που συναντάμε στη ζωγραφική των Κάτω Χωρών, περιβάλλεται από τριαντάφυλλα και πεταλούδες, σύμβολα της οργανικής ομορφιάς και μεταμόρφωσης. Μπορεί να παραλληλιστεί με τον συναισθηματικό και κοινωνικό αποπροσανατολισμό των δύο χαρακτήρων, αλλά και την εφήμερη σχέση τους με τον φυσικό κόσμο όταν αντιστέκονται στην απορρόφησή τους από τη στειρότητα του αστικού τους περιβάλλοντος.
Η Σοφία Παπαδοπούλου τέλος, καταγίνεται με μια αναδιοργάνωση του κόσμου διαπερνώντας με τα έργα της το φάσμα της ανοίκειας οικειότητας, προβάλλοντας άμεσα τη δυαδικότητα του τεχνητού έναντι του φυσικού. Η διαδικασία των επάλληλων στρώσεων στο κολάζ εισάγει μια αίσθηση βάθους και χρονικότητας, αντανακλώντας την πολυπλοκότητα της μνήμης και της εμπειρίας. Δημιουργεί μια ένταση μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού —της νοσταλγικής, ιστορικής καταγραφής και της συναισθηματικής απήχησης του παρόντος. Μας φέρνει στο νου την ενασχόληση του ίδιου του Antonioni με τη διασταύρωση της φυσικής υπεροχής και της ανθρώπινης παρέμβασης.
Οι ζωηρές αποχρώσεις δίνουν φρέσκια ζωή σε αυτά τα έργα, παραπέμποντας στις σύγχρονες ανησυχίες και διατηρώντας παράλληλα το ιστορικό βάρος της στιγμής. Με τον χρωματισμό μιας σκηνής, η καλλιτέχνιδα περιπλέκει την απλή διχοτόμηση παρελθόντος και παρόντος, επικαλούμενη μια αίσθηση χρονικής θραύσης. Ο ίδιος ο χρωματισμός γίνεται μια μεταφορά για το πώς προσπαθούμε να επικαλύψουμε τις δικές μας αντιλήψεις και αξίες πάνω στο παρελθόν, αλλοιώνοντας το νόημά του, ακόμη και όταν παραμένουμε στοιχειωμένοι από την αναπόφευκτη κατάρρευση των συστημάτων που έχουμε δημιουργήσει.

Καθώς κινείστε μέσα στην έκθεση, αφιερώστε λίγο χρόνο για να αναλογιστείτε την έκρηξη στις πολλαπλές της διαστάσεις: ως κινηματογραφικό θέαμα, ως αλληγορία για την πολιτιστική κατάρρευση και ως μια δύναμη που συνεχίζει να αντηχεί σε όλα τα πεδία της τέχνης και της σκέψης. Αυτή η συλλογή ζωγραφικών, φωτογραφικών και κολάζ έργων, εμπνευσμένη από την ταινία Zabriskie Point, αποτελεί μια ισχυρή υπενθύμιση της πολυπλοκότητας και της ομορφιάς του κόσμου μας που βρίσκεται πάντοτε στα πρόθυρα μιας αέναης μεταμόρφωσης και εγείρει ένα ερώτημα που οφείλουμε να συγκρατήσουμε: Ουτοπία ή Βαρβαρότητα;
-Κωνσταντίνος Θ. Σπυρόπουλος, Ιστορικός Τέχνης
Κεντρική εικόνα θέματος: HELEN KYRKILIS, Can’t touch that!, 50×80, metal print