- Γράφει η ΒΕΡΑ ΤΙΚΑ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στη δίνη μιας πολιτικής και κοινωνικής μεταβολής που αναδιαμορφώνει ριζικά τη φυσιογνωμία της δεξιάς. Η επιστροφή του Τραμπ στο προσκήνιο, η συμμαχία του με ισχυρούς τεχνο-οικονομικούς παράγοντες όπως ο Έλον Μασκ και η διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών μέσω ενός διαρκούς πολέμου κατά του «βαθέος κράτους» σηματοδοτούν μια νέα εποχή στην αμερικανική πολιτική. Η παλιά, νεοφιλελεύθερη-συντηρητική δεξιά δίνει τη θέση της σε ένα εθνολαϊκιστικό, αυταρχικό και αντισυστημικό μοντέλο διακυβέρνησης, όπου η σύγκρουση με τους θεσμούς, τα μέσα ενημέρωσης και τις διεθνείς συνεργασίες δεν αποτελεί απλώς στοιχείο πολιτικής τακτικής, αλλά κεντρικό δόγμα. Μέσα σε αυτό το νέο πολιτικό περιβάλλον, το Συνέδριο Πολιτικής Δράσης των Συντηρητικών (CPAC) δεν είναι απλώς ένα ετήσιο γεγονός, αλλά ένα σύμβολο αυτής της ριζικής αλλαγής. Από μια συνάντηση της αμερικανικής δεξιάς, εξελίχθηκε σε παγκόσμιο σημείο συνάντησης ακροδεξιών κινημάτων, πολιτικών και επιχειρηματιών που προωθούν έναν λόγο εχθρικό προς τη μετανάστευση, τον φιλελευθερισμό και τις υπερεθνικές δομές διακυβέρνησης. Η φετινή του διοργάνωση, από τις 19 έως τις 22 Φεβρουαρίου στην Ουάσιγκτον, επιβεβαίωσε αυτή τη μετατόπιση, καταδεικνύοντας ότι η σύγχρονη δεξιά συγκροτείται πλέον σε μια ενιαία, διεθνή πολιτική πλατφόρμα με σαφή αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά.
Η επιρροή του CPAC πλέον εκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Η παρουσία ηγετικών προσωπικοτήτων της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς στο συνέδριο – όπως η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι και ο (ακυρωθείς) Ζορντάν Μπαρντελά, πρόεδρος του Εθνικού Συναγερμού στη Γαλλία – επιβεβαιώνει ότι το CPAC έχει μετατραπεί σε ένα διεθνές φόρουμ για τη σύγκλιση εθνικιστικών και λαϊκιστικών κινημάτων. Το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ακροδεξιά βλέπει πλέον τις ΗΠΑ όχι μόνο ως γεωπολιτικό εταίρο, αλλά και ως ιδεολογικό και οργανωτικό πρότυπο, αναδεικνύει τη διεύρυνση του ακροδεξιού πολιτικού δικτύου. Με αντίστοιχες εκδηλώσεις να διοργανώνονται στην Ουγγαρία (CPAC Europe), τη Βραζιλία και την Αυστραλία, καθίσταται σαφές ότι οι δεξιές λαϊκιστικές δυνάμεις επιχειρούν μια αμφίδρομη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης μεταξύ της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής δεξιάς.
Κομβικός παράγοντας σε αυτή τη δυναμική είναι η μεταμόρφωση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Από τον νεοφιλελεύθερο συντηρητισμό των Ρέιγκαν και Μπους, το κόμμα έχει στραφεί προς έναν απομονωτικό, εθνοκεντρικό και αντιθεσμικό λαϊκισμό, με κεντρική μορφή τον Ντόναλντ Τραμπ. Το CPAC δεν αποτελεί πλέον φόρουμ της κλασικής δεξιάς, αλλά λειτουργεί ως χώρος ενοποίησης και πολιτικής οργάνωσης ενός νέου ακροδεξιού μετώπου που αμφισβητεί τον φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό και τις διεθνείς συνεργασίες.
Ωστόσο, η ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση αυτού του μετώπου έχει δημιουργήσει εσωτερικές αντιφάσεις και εντάσεις, οι οποίες έγιναν εμφανείς στο φετινό συνέδριο. Ο Στιβ Μπάνον, πρώην στρατηγικός σύμβουλος του Τραμπ και ιδεολογικός αρχιτέκτονας του κινήματος MAGA, προκάλεσε διεθνή κατακραυγή όταν, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, έκανε χειρονομία που ερμηνεύθηκε ως ναζιστικός χαιρετισμός, συνοδευόμενη από το σύνθημα «Πολεμήστε, πολεμήστε, πολεμήστε». Ο Ζορντάν Μπαρντελά απέσυρε τη συμμετοχή του, επιχειρώντας να διαχωρίσει τη θέση του από ακραίες εκδηλώσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη στρατηγική «εξευγενισμού» της γαλλικής ακροδεξιάς. Το περιστατικό ανέδειξε τη στρατηγική απόκλιση μεταξύ της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς: ενώ η πρώτη επιλέγει μια όλο και πιο ριζοσπαστική ρητορική, η δεύτερη επιχειρεί να αποκτήσει θεσμική κανονικοποίηση και μεγαλύτερη εκλογική διείσδυση.
Σημαντική ήταν και η παρέμβαση του Έλον Μασκ, η οποία επιβεβαίωσε τη σύζευξη της ακροδεξιάς με συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα. Ο Μασκ, κρατώντας αλυσοπρίονο – δώρο του Αργεντινού προέδρου Χαβιέρ Μιλέι – και φορώντας καπέλο «Make America Great Again», κατήγγειλε τη γραφειοκρατία και το «βαθύ κράτος», προωθώντας τη ρητορική της αντισυστημικής, αντι-ελιτίστικης πολιτικής. Η θερμή υποδοχή του από το κοινό του CPAC καταδεικνύει ότι ο δεξιός λαϊκισμός ενσωματώνει πλέον ισχυρά αντι-τεχνοκρατικά στοιχεία, παρουσιάζοντας τους θεσμούς ως εχθρούς της λαϊκής βούλησης.
Η μετατόπιση του CPAC προς μια πιο ανοιχτά ακροδεξιά, εθνολαϊκιστική και αντισυστημική ατζέντα δεν αποτελεί απλώς ένα αμερικανικό φαινόμενο, αλλά έχει σημαντικές επιπτώσεις και για την Ευρώπη. Στη Γηραιά Ήπειρο, ο συντηρητικός χώρος βρίσκεται σε μια φάση στρατηγικής αναπροσαρμογής, όπου η παραδοσιακή κεντροδεξιά παλεύει να διατηρήσει τον έλεγχο απέναντι στην άνοδο των εθνικιστικών και λαϊκιστικών κομμάτων. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της κλασικής συντηρητικής δεξιάς και της ακροδεξιάς γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτη, καθώς κόμματα όπως το ισπανικό Vox και το γαλλικό Εθνικό Συναγερμός προσπαθούν να κερδίσουν θεσμική αποδοχή, χωρίς όμως να αποκοπούν πλήρως από τις πιο ακραίες εκδοχές του εθνολαϊκισμού. Έτσι, η αλληλεπίδραση μεταξύ αμερικανικού και ευρωπαϊκού ακροδεξιού λόγου δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, όπου η ριζοσπαστικοποίηση στις ΗΠΑ δίνει ώθηση στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά, ενώ οι εκλογικές επιτυχίες της τελευταίας νομιμοποιούν περαιτέρω τον αντιφιλελεύθερο λόγο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με τις επερχόμενες εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις σε κομβικές χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία, το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς θα εξελιχθεί η αμερικανική δεξιά, αλλά και αν η ευρωπαϊκή συντηρητική παράταξη θα καταφέρει να αντισταθεί στην πλήρη απορρόφησή της από την ακροδεξιά ή αν θα ακολουθήσει το παράδειγμα του CPAC, μετατρέποντας τη ριζοσπαστικοποίηση σε οργανικό μέρος του πολιτικού της DNA.