25. [Δειλίας[1]] Δειλία – Δειλός
Της φοβισμένης της ψυχής –χωρίς αμφιβολία–,
η κάθε υποχώρηση φαίνεται κι είν’ δειλία.
Σαν ταξιδεύει ο δειλός σε θάλασσα γαλήνια,
νομίζει πως τ’ ακρόβραχα πειρατικά ’ναι πλοία[2].
Αν έχει κύμα η θάλασσα και αεράκι πιάσει,
ρωτά, ποίος ταξιδευτής δεν έχει θυσιάσει[3].
Κοιτάζει προς τον ουρανό, ρωτά τον καπετάνιο,
αν το ταξίδι θα ’ν’ καλό, γιατί δεν ξέρει μπάνιο.
Καλοζυγίζει τον καιρό και λέει στον διπλανό του,
φοβάται μην αληθινό βγει τώρα τ’ όνειρό του·
γιατί τόνε φοβίζουνε όσα είδε στον ύπνο,
βγάζει όλα τα ρούχα του και τα δίνει στον δούλο
και, στη στεριά, παρακαλεί, αμέσως να τον βγάλουν[4].
Όταν είναι στον πόλεμο κι οι πεζικάριοι[5] βάλλουν
και στον εχθρό επιτίθενται, στους στρατιώτες[6] κράζει,
να ελέγξουνε τον χώρο τους, ο εχθρός μην τους τρομάζει·
είναι κομμάτι δύσκολο αυτός να καταλάβει,
αν είν’ αλήθεια αυτοί οι εχθροί, ώστε για να το μάθει!
Όταν ακούσει αυτός φωνές και δει άντρες να πέφτουν,
λέει τότε στους διπλανούς και σ’ όσους τόνε βλέπουν,
πως πάνω στη βιασύνη του ξέχασε το σπαθί του,
κι ότι θα πάει τρέχοντας να το ’βρει στη σκηνή του·
στέλνει τον υπηρέτη του για να κατασκοπεύσει,
να δει πού βρίσκεται ο εχθρός, τον έχει ορμηνέψει·
και τότε κρύβει το σπαθί κάτω απ’ το προσκεφάλι,
καμώνεται πώς –τάχα μου– τ’ αναζητά – το ψάχνει.
Αν δε στο αναμεταξύ φέρουνε στη σκηνή του
κανένα φιλαράκι του, μ’ ανοιχτή την πληγή του,
τρέχει κοντά του γρήγορα, με θάρρος τον γεμίζει,
τον μεταφέρει, τον κρατά, το αίμα του σφουγγίζει,
κάθετ’ εκεί στο πλάι του, τις μύγες κυνηγάει,
και προτιμάει αυτό αντί εχθρούς να συναντάει.
Όταν ακούει τη σάλπιγγα έφοδο να σημάνει,
μες στη σκηνή του κάθεται ο δειλός και τσαμπουνάει:
«Για πήγαινε στ’ ανάθεμα, που τα σαλπίσματά σου,
άνθρωπο δεν αφήνουνε να κοιμηθεί κοντά σου.»
Από των άλλων τις πληγές είν’ αίματα γεμάτος,
κι από τη μάχη όσοι γυρνούν, πάει να τους βρει τρεχάτος·
και αφηγείται, δυνατό αγώνα έχει δώσει,
με κίνδυνο δε της ζωής, τον φίλο του να σώσει.
Τους συντοπίτες και γνωστούς –μετά– καλεί, να δούνε
τον πληγωμένο φίλο του, ώστε να επισκεφθούνε·
και στον καθένα ιστορεί το ανδραγάθημά του,
πώς στη σκηνή τον φίλο του τον πήγε αγκαλιά του.
Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ
[1] «Ὁ Ἀριστοτέλης ὁρίζει τὴν δειλίαν ὡς ἑξῆς ‘περὶ φόβους καὶ θάρ-ρη ἀνδρεία μεσότης· (. . .) ὁ δὲ ἐν τῷ θαρρεῖν ὑπερβάλλων θρασὺς· ὁ δὲ τῷ μὲν φοβεῖσθαι ὑπερβάλλων τῷ δὲ θαρρεῖν ἐλλείπων δειλός·— καὶ ἀν-δρεία μὲν ἐστιν ἀρετή, δι’ ἣν πρακτικοὶ εἰσι τῶν καλῶν ἔργων ἐν τοῖς κινδύνοις, δειλία δὲ τοὐναντίον’ (Ἠθικ. Nικ. Β’, 7, 2 πρβλ. καὶ Γ’ 9 ἑξ.) Ὁ χαρακτὴρ τοῦ δειλοῦ ἐχρησίμευσεν ὡς θέμα εἰς τοὺς κωμικοὺς ποιητάς· μία τῶν κωμωδιῶν τοῦ Μενάνδρου φέρει τὸν τίτλον ψοφοδεής. Πρβλ. καὶ Ὁμ. Ἰλ. 279 κἑ. καὶ Σαίξπηρ (Falstaff). Ὁ Θεόφραστος περιγράφει τὴν ψυχι-κὴν κατάστασιν τοῦ δειλοῦ εἰς δύο μόνον περιστάσεις, ὅταν ταξιδεύη ἐντὸς τῆς θαλάσσης καὶ ὅταν παρευρίσκεται ὡς στρατιώτης εἰς μάχην.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[2] «οἷος πλέων τὰς ἄκρας φάσκειν ἡμιολίας εἶναι·…»: «Ἡμιολία (ναῦς) ἦτο μακρόν. ἐλαφρὸν πλοῖον, τὸ ὁποῖον εἶχε μίαν καὶ ἡμίσειαν σειρὰν κωπῶν, διὰ τὴν ταχύτητά του δὲ ἐχρησιμοποιεῖτο ὑπὸ τῶν πειρατῶν. Τὸ γελοῖον πάθημα τοῦ δειλοῦ ἔπαθον πραγματικῶς οἱ Πέρσαι, ὡς διηγεῖται ὁ Ἡρόδοτος· ὅτε δηλ. ὁ στόλος τοῦ Ξέρξου μετὰ τὴν ναυμαχίαν τῆς Σαλαμῖνος ἔφευγε τὴν νύκτα πρὸς τὸν Ἑλλήσποντον, ἐξέλαβον τὰς ἄκρας τῆς Ἀττικῆς ὡς πλοῖα ἐχθρικὰ καὶ κατετρόμαξαν (Ἡρόδ. 8, 107).» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[3] «Ασεβής δηλαδή. Διότι όσοι εδιδάσκοντο τα Μυστήρια, ενομίζοντο ευσεβείς, και μετά θάνατον ηξιούντο θείας τιμής· διά τούτο όοι έσπευ-δον εις την μύησιν, δηλονότι εις την κατήχησιν των Μυστηρίων. Παρά-βαλε, ει δοκεί, και τα εν τω πλοίω του Ιωνά συμβάντα.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845). – «Οἱ ἀρχαῖοι ἐπίστευον ὅτι ὅσοι εἶχον μυηθῆ τὰ μυστήρια τῶν Καβείρων εἰς τὴν Σαμοθράκην, διεσώζοντο ἀπὸ τοὺς θαλασσίους κιν-δύνους.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[4] Έχει βγάλει τα ρούχα του να πέσει στη θάλασσα, ώστε κολυμπώντας να σωθεί.
[5] «Τὴν μάχην ἤρχιζον οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι καὶ οἱ ἱππεῖς, κατόπιν ἐξώρμα τὸ πεζικὸν πρὸς βοήθειαν αὐτῶν.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[6] «Τὸ πεζικὸν ἦτο συντεταγμένον κατὰ φυλάς, ἑπομένως οἱ τῆς αὐτῆς φυλῆς καὶ τοῦ αὐτοῦ δήμου εὑρίσκοντο εἰς τὸ αὐτὸ τάγμα.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).