16. [Δεισιδαιμονίας[1]] Δεισιδαιμονία – Δεισιδαίμονας
Μπρος στου θεού τη δύναμη η κατάφωρη δειλία
είναι –κι απ’ όλους φαίνεται– η δεισιδαιμονία[2].
Εις των Χοών την εορτή[3] νίβει ο δεισιδαίμων
τα χέρια του με αγιασμό[4], και το κορμί ραντίζει·
μετά βάζει δαφνόφυλλα[5] στο στόμα και μασάει,
κι ολημερίς μασώντας-τα στον δρόμο περπατάει.
Αν στην οδό που περπατά, διαβεί γάτα μπροστά του,
παύει αυτός να προχωρεί άλλο τα βήματά του,
και περιμένει άλλος κανείς μπας και τον προσπεράσει·
μετά εις το σημείο αυτό τρεις πέτρες[6] θα πετάξει.
Αν φίδι χοντροκέφαλο[7] ιδεί στο σπιτικό του,
αμέσως τον Σαβάζιο[8] καλεί για το καλό του,
κι αν είναι φίδι ιερό, στήνει στην ίδια θέση,
βωμό θυσιαστήριο, γονυπετής να πέσει.ββββββββ
Όταν ο δεισιδαίμονας σταυροδρόμια[9] περάσει,
στα λίθινα ημιστύλια[10] θα κάνει μία στάση,
λάδι από τη λήκυθο, που στα χέρια κρατάει,
θα χύσει, και θα φύγει αφού πρώτα τα προσκυνάει.
Εάν κανένας ποντικός το αλευροτσουβάλι[11]
του το τρυπήσει, πάει αυτός σ’ εξηγητή[12] και πάλι,
και τον ρωτάει τι και πώς θα πρέπει για να κάνει·
και αν του πει ο εξηγητής να δώσει το τσουβάλι
σ’ έναν επιδιορθωτή, ώστε να του το ράψει,
να μη πολυσκοτίζεται κι ούτε γι’ αυτό να κλάψει.
Ο δεισιδαίμων δεν τολμά να ’χει μες στην οικία
τέτοιο σακκί· το ξωπετά, και προσφέρει θυσία[13].
Συχνά πυκνά το σπίτι του όλο το καθαρίζει[14],
μην η Εκάτη[15] έχει μπει και του το μαγαρίζει.
Όταν στον δρόμο περπατά κι ακούσει κουκουβάγια[16],
ταράζεται, δεν προχωρά· -*[λες και του κάναν μάγια.]*-
και λέει: «Δυνατότερη είν’ η Αθηνά από σένα.»
Πάνω σε μνήμα δεν τολμά το πόδι να πατήσει,
ούτε λεχώνα ή νεκρό[17] ποτέ να προσεγγίσει·
δηλώνει απερίφραστα πως έχει το μυαλό του
ποτέ του να μη μολυνθεί – το κάνει για καλό του.
Μέρα τετάρτη κι έβδομη[18] κάθε μήνα προστάζει,
δικούς του να του βράσουνε κρασί μες στο καζάνι,
κι ύστερα πάει γι’ αγορές, μυρτιές, μα και λιβάνια,
κόλλυβα –κι όπου απαιτηθεί– λογιών – λογιών στεφάνια·
μετά γυρνά στο σπίτι του κι αγάλματα ζυγώνει
Ερμαφροδίτων[19], προτομές, τη μέρα στεφανώνει.
Αν δει κανένα όνειρο σ’ ονειροκρίτες[20] πάει,
μάντεις, ορνιθοσκόπους και όλους αυτός ρωτάει,
σε ποιον θεό, σε ποια θεά την προσευχή να κάνει.
Και στους Ορφεοτελεστές[21] τον κάθε μήνα φτάνει,
να μάθει τα μυστήρια· κι αν η κυρά δεν έχει
για τέτοια πράγματα καιρό, αυτός τότε προστρέχει,
την παραμάνα, τα παιδιά, να τους πάρει μαζί του.
Είν’ απ’ αυτούς που το κορμί εις τα ρηχά το λούζει,
εκεί στην ακροθαλασσιά[22], όπου το κύμα σκούζει.
Σε σταυροδρόμι όταν βρει σκορδοστεφανωμένο[23],
τεμπέλικα να τριγυρνά, στα σκόρδα του αραγμένο,
πίσω γυρνά και λούζει-το όλο του το κορμάκι,
και προσκαλεί ιέρειες με σκορδοσκελιδάκι[24],
σκυλάκι για να σφάξουνε και να τον εξαγνίσουν.
Σεληνιασμένο ή τρελό τα μάτια αν αντικρύσουν,
φτύνει μέσα στον κόρφο του – κακό μην του κομίσουν[25].
Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ
[1] «Η δεισιδαιμονία παρά μεν τοις αρχαίοις ελαμβάνετο επί ευσεβείας, παρά δε τοις μεταγενεστέροις επί ασεβείας. Δεισιδαίμων παρ’ εκείνοις ωνομάζετο ο θεοφοβούμενος, ο θεοσεβής, ο ευσεβής, ως: “Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους (ευσεβεστέρους) υμάς θεωρώ.” (Πράξ. Κεφ. ιζ’, στ. 22). Παρά τούτοις δε δεισιδαίμων καλείται ο αλόγως φοβούμενος τον Θεόν. Διά τούτο δικαίως ήθελεν απορήσει τις, αν ο Χαρακτήρ ούτος είναι του Θεοφράστου, ή νεωτέρου τινός, το οποίον είναι και πιθανόν, ως εκ πολλών δύναται τις να συμπεράνη.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).
[2] «Κατὰ τοὺς Ἀριστοτελικοὺς μεταξὺ ἀθεΐας καὶ δεισιδαιμονίας (ὡς κακιῶν) μεσότης (ὡς ἀρετὴ) ἦτο ἡ εὐσέβεια. Περὶ δεισιδαιμονίας ἔγραψε καὶ ὁ Πλούταρχος καὶ ὁρίζει αὐτὴν ὡς ‘δόξαν ἐμπαθῆ καὶ δέους ποιητικὴν ὑπόληψιν ἐκταπεινοῦντος καὶ συντρίβοντος τὸν ἄνθρωπον, οἰόμενον μὲν εἶναι θεοὺς, εἶναι δὲ λυπηροὺς καὶ βλαβερους’. Φαίνεται ὅτι καὶ ὁ χαρα-κτὴρ οὗτος εἰσήχθη εἰς τὴν Κωμῳδίαν· ἓν ἔργον τοῦ Μενάνδρου, τοῦ ὁποίου ἀποσπάσματα σώζονται, φέρει τὸν τίτλον Δεισιδαίμων.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[3] «Κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Χοῶν, δευτέραν ἡμέραν τῶν Ἀνθεστηρίων [μέσα Ιανουαρίου έως μέσα Φεβρουαρίου], ἐγίνοντο σπονδαὶ ὑπὲρ τῶν νεκρῶν· ἐθεωρεῖτο λοιπόν ἡμέρα ἀποφράς.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Τη θεωρούσαν ημέρα δυσοίωνη και επίστευαν πως τα φύλλα της ελιάς, το νερό της θάλασσας και το σκόρδο είχαν εξαγνιστική δύναμη, καθώς κι αν έφτυνε κανείς μέσα στον κόρφο του.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939)
[4] «Πλησίον της θύρας του ναού ήτον ένα κακάβι ή λεκάνη με νερόν, εις το οποίον έσβυναν οι Έλληνες έναν δαυλόν αναμμένον, τον οποίον επαίρναν από τον βωμόν, όπου έκαιαν την θυσίαν. Με τούτο λοιπόν το νερόν αυγαίνοντες από τον ναόν ερραντίζοντο μόνοι, ή από τους ιερείς των.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).
[5] «Τα φύλλα της δάφνης ου μόνον καθάρσια και της ζωής προφυλακτικά, αλλά και των κακών αποτρεπτικά ενομίζοντο.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845). – «Ἡ δάφνη, ἀφιερωμένη εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, ἐθεωρεῖτο ὡς μέσον πρὸς ἀποτροπὴν κακοῦ διὰ τοῦτο ἐρραντίζοντο μὲ κλάδον δάφνης, τὸν ὁποῖον ἐβύθιζον εἰς ἀγγεῖον ὕδατος ποὺ εὑρίσκετο πρὸ τοῦ ναοῦ καὶ ὅπου προηγουμένως εἶχον σβήσῃ δαυλὸν ἀναμμένον ἀπὸ τὸν βωμόν.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[6] «Τουτέστι, διά να γυρίση το κακόν εις την κεφαλήν του διαβαίνοντος, ή και αυτής της γάτας.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).
[7] «τῶν ἐν ταῖς τριόδοις παριὼν»: «Ὁ παρείας ἦτο ὄφις ἀβλαβής, ἱερὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα, ὡς λέγει ὁ Αἰλιανὸς (περὶ ζῴων ἰδιότητος 8,12) ἀπὸ τὸ πλατὺ στόμα του· οἱ δὲ ἱεροὶ λεγόμενοι ὄφεις ἦσαν μικροὶ καὶ δηλητηριώδεις· ἐνίοτε ὁ ὄφις ἐνομίζετο καὶ καλὸς οἰωνός· εὑρι-σκόμενος εἰς ναὸν ἢ ἄλλο κτίριον ἐθεωρεῖτο φύλαξ καὶ προστάτης αὐτοῦ, ὡς ὁ ἱερὸς ὄφις τῆς Ἀθηνᾶς εἰς τὸν Παρθενῶνα. Καὶ σήμερον ὁ λαὸς τοιοῦ-τον ὄφιν θεωρεῖ φύλακα τοῦ σπιτιοῦ.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Το φίδι αυτό το έλεγαν “όφις Ιερός” ή “ασπίς Ιερά”. Άν το σκότωνε κανένας, έσυρε την οργή του ουρανού.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).
[8] «Ὁ Σαβάζιος ἦτο θεότης Ἀσιατική, τῆς ὁποίας ἡ λατρεία εἰς τὴν Ἑλλά-δα ἐταυτίσθη μὲ τὴν λατρείαν τοῦ Διονύσου καὶ ἐτιμᾶτο, ἰδίως ὑπὸ γυναι-κῶν μὲ νυκτερινὰς τελετάς.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Ο Σαβάζιος ήταν φρυγικός θεός που τον ελάτρευαν και στην Ελλάδα, ξένοι και μερικοί εντόπιοι. Τα μυστήριά του τα ετελοΰσαν τη νύχτα, με όργια και καθαρμούς, άντρες και γυναίκες μαζί· κι ήταν ατιμωτικό να πηγαίνει κανένας εκεϊ.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).
[9] «Εις τα σταυροδρόμια εσυνείθιζον να ρίπτουν τα περικαθάρματα της πόλεως. Όθεν ο δεισιδαίμων νομίζων τον τόπον αποτρόπαιον, πηγαίνει πρώτον εις καμμίαν βρύσιν, και λούει την κεφαλήν του, και έπειτα επιστρέφει εις το οσπίτι του.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).
[10] «Πρὸς τιμὴν τῆς Ἑκάτης οἱ ἀρχαῖοι ἔστηναν λίθους εἰς τὰς τριόδους, τοὺς ἤλειφον μὲ λᾷδι, τοὺς ἐστόλιζον μὲ στεφάνους καὶ τοὺς ἐπροσκύ-νουν· ‘οἱ αὐτοὶ πᾶν ξύλον καὶ πάντα λίθον, τὸν δὴ λεγόμενον λιπαρόν, προσκυνοῦσι’ (Κλήμης Ἀλεξανδρ. Στρωματεῖς βιβλ. 7, 4, 24).» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[11] «Ἐὰν ποντικὸς διετρύπα σάκκον, ἐθεωρεῖτο κακὸς οἰωνός. Χαριέστατον εἶναι τὸ λεγόμενον περὶ τοῦ Βίωνος ποὺ εἰς μίαν τοιαύτην περίπτωσιν σκώπτων τὸν δεισιδαίμονα εἶπε· ‘δὲν εἶναι παράδοξον ὅτι ὁ ποντικὸς ἐτρύπησε τὸν σάκκον τὸ παράδοξον θὰ ἦτο, ἂν ὁ σάκκος ἐτρύπα τὸν ποντικόν’.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[12] «Ἐξηγηταὶ ἐλέγοντο οἱ γνῶσται τοῦ ἱεροῦ δικαίου καὶ φροντίζοντες διὰ τὸν καθαρμὸν τοῦ φόνου καὶ ἄλλων ἐγκλημάτων. Τὴν ἀρχὴν ταύτην εἶχον κατ’ ἀρχὰς οἱ εὐπατρίδαι, κατόπιν ἐδόθη εἰς τρεῖς ἄνδρας ὀνομαζομένους πυθοχρήστους, διότι ὑπεδεικνύοντο ὑπὸ τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνος.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[13] «Ένας δεισιδαίμων ηύρε τα βρακκία του φαγωμένα από τους ποντικούς. Ταραχθείς δε δι’ αυτό το παράδοξον, ηρώτησε τον Κάτωνα, τι κακόν, άραγε να επρομήνυεν αυτό; Και εκείνος τον απεκρίθη· Δεν είναι παράδοξον οπού οι ποντικοί, μην ευρόντες τι να φάγουν, έφαγαν τα βρακκία, αλλ’ εάν τα βρακκία έτρωγαν τους ποντικούς, τούτο ήθελεν είναι παράδοξον.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).
[14] «Συνείθιζαν οι Έλληνες να καθαρίζουν πυκνά τα οσπήτιά των, καπνίζοντες τα με θειάφι. Ο δε αρχηγός και ευρετής τούτου του καπνισμού ιστορείται από τον Λαέρτιον ο Επιμενίδης.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).
[15] «Εἰσβολὴ ἡ ἐπιδρομὴ τῆς Ἑκάτης ἐλέγετο ἡ ὀλεθρία ἐπίδρασις, τὴν ὁποίαν ἐπίστευον ὅτι ἐξήσκει ἡ Σελήνη· διότι ἡ Ἑκάτη ἐλατρεύετο ὑπὸ τρεῖς μορφάς, δηλ. ὡς Σελήνη, ὡς Ἄρτεμις καὶ ὡς Περσεφόνη. Κατὰ πᾶσαν νέαν Σελήνην οἱ πλούσιοι Ἀθηναῖοι ἐπρόσφεραν ὡς θυσίαν διάφορα φαγητά, τὰ ὁποῖα ἔθετον εἰς τὰς τριόδους τὴν νύκτα, ἐλάμβανον δὲ αὐτὰ οἱ πτωχοί· ἦσαν τὰ λεγόμενα δεῖπνα Ἑκάτης.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Η κακή επήρεια της σελήνης. Οι αρχαίοι επίστευαν ότι με τη δύναμη κάποιων φίλτρων μπορούσαν να κάμουν την Ε κ ά τ η να κατέβει στο σπίτι του εχθρού των.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).
[16] «Τη γλαύκα γενικώς εθεωροΰσαν κακόν οιωνόν, στην Αθήνα όμως επίστευαν πως ήταν προάγγελος της νίκης. Για το νικητήν είχαν την παροιμία: “γλαύξ ϊπταται”.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).
[17] Οι δεισιδαιμονίες αυτές –όπως και οι άλλες εδώ αναφερόμενες από τον Θεόφραστο– υπάρχουν μέχρι και σήμερα στον ελληνικό λαό, και το γνωρίζουν άριστα οι γνώστες της λαογραφίας μας. – «Οι δεισιδαιμονίες αυτές ήσαν κοινές στούς Έλληνες και κατόπι στούς Ιουδαίους και Χριστιανούς. Στην Ινδίαν οι κάτοικοι του σπιτιού όπου γέννησε μια γυναίκα εθεωρούνταν μολυσμένοι και δεν έπρεπε να συγκοινωνήσουν με κανένα πριν περάσουν δέκα μέρες.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).
[18] Πρόκειται για αποφράδες ή γρουσούζικες ή καταραμένες μέρες, λόγω ενός καταστροφικού γεγονότος που συνέβηκε τέτοια μέρα (π.χ. Τρίτη 29 Μαΐου 1453, ημερομηνία άλωσης της ΚΠολης) ή λόγω δεισιδαιμονίας (π.χ. Τρίτη και 13, Παρασκευή και 13). Ο Ησίοδος τις ξεχωρίζει συστηματικά στο Έργα και Ημέραι, και θεωρεί καλό να αποφεύγονται οι σημαντικές ασχολίες. Ο Λουκιανός γράφει πως «Όταν μήτε αι αρχαί χρηματίζωνται, μήτε εισαγώγιμοι δίκαιώσι, μήτε τα ιερά ιερουργήται, μηθ’ όλως τι των αισίων τελήται» (Λουκιανού, Ψευδολ., 12). Οι Ρωμαίοι πίστευαν στην καταστροφική επίδραση των αποφράδων ημερών, που τις ονόμαζαν dies nefasti. Στην παράδοσή μας διασώζονται μέχρι σήμερα διάφορες μέρες ως αποφράδες, όπως η Τρίτη, συνδεδεμένη με το γεγονός της Άλωσης της ΚΠολης. Αποφράδες μέρες –κατά τη λαϊκή παράδοση– είναι οι εξής: Ιανουάριος 2, 4, 6, 14, 24, 27· Φεβρουάριος 6, 11, 14, 16, 27· Μάρτιος 4, 19, 22· Απρίλιος 6, 8, 19, 25-30· Μάιος 1, 6, 7, 8, 16-25· Ιούνιος 3, 6, 9, 12, 18, 25· Ιούλιος 3, 6, 8, 19, 20, 22· Αύγουστος 2, 4, 10, 15, 19, 22· Σεπτέμβριος 1, 4, 8, 9, 23· Οκτώβριος 3, 7, 17, 23· Νοέμβριος 1, 6, 11, 21, 25· Δεκέμβριος 1, 3, 6, 14, 21, 23. Απαιτείτο –αυτές τις μέρες– να είναι κάποιος πιο προσεκτικές στα επαγγελματικά και στις αποφάσεις του.
[19] «Ἑρμαφρόδιτοι ἦσαν ἀνδριάντες τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[20] «Ο Διογένης έλεγε στούς συγχρόνους του ότι ενώ είναι απρόσεχτοι σε όσα κάνουν την ημέρα, καταγίνονται με τα όνειρα της νύχτας. Οι δεισιδαίμονες, λέγει ο ΙΙλούταρχος, δεν εννοούν ότι δεν υπάρχει τίποτε αληθινόν στα όνειρα που τους βασανίζουν.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).
[21] «Ὁ Ὀρφεὺς ἀοιδὸς καὶ φιλόσοφος ἐκ Θρᾴκης εἰσήγαγεν εἰς τὴν Ἑλλάδα θρησκευτικὰς τελετὰς καὶ τὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια. Οἱ ὀπαδοί του, ἱερεῖς καὶ μύσται τῶν τελετῶν τούτων, ἐλέγοντο Ὁρφεοτελεσταί. Αἱ γυναῖκες ἐγίνοντο δεκταὶ εἰς τὰ Ὀρφικά, τὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια καὶ τὰς τελετὰς τοῦ Σαβαζίου.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Ορφεύς ο Θραξ πρώτος έδειξεν εις τους Έλληνας τας τελετάς, τας οποίας και αγιωτάτας και όργια του Ορφέως ονομάζουσιν. Εις αυτά τας τελετάς εδιδάσκετο η αθανασία της ψυχής, και οι Έλληνες επίστευαν αδιστάκτως ότι όσοι ήθελαν διδαχθή αυτά τα όργια του Ορφέως, θέλουν απολαύσει μεγάλα αγαθά μετά θάνατον εις τον άδην. Οι διδάσκαλοι αυτών των οργίων ωνομάζοντο Ορφεοτελεσταί, οί τινες υπέσχοντο εις τους μυσταγωγουμένους ευδαιμονίαν εις τον άδην.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).
[22] «Τὸ θαλάσσιον ὕδωρ ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων ἐθεωρεῖτο καθαρτικὸν παντὸς μολύσματος· “θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακὰ” (Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 1167).» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[23] «Τὰ σκόροδα λαμβανόμενα ἀπὸ τὰ δεῖπνα τῆς Ἑκάτης ἐθεωροῦντο μολυσμένα.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).
[24] «καὶ ἱερείας καλέσας σκίλλῃ ἢ σκύλακι κελεῦσαι αὑτὸν περικα-θᾶραι.»: «Εἰς τὴν σκίλλην (σκυλοκρόμμυδο) ἀπέδιδον οἱ ἀρχαῖοι δύναμιν ἐξαγνιστικήν· “ἐκάθηρέ τέ με καὶ περιήγνιζε δᾳδὶ καὶ σκἰλλῃ καὶ ἄλλοις πλείοσι” (Λουκ. Ἐπισκοποῦντες). Τοιαύτην δύναμιν ἀπέδιδον καὶ εἰς κυνάριον, τὸ ὁποῖον ἐθυσίαζον καὶ ἔπειτα περιέφερον τρεῖς φορὰς τὸ πτῶμα του πέριξ ἐκείνου ποὺ ἤθελαν νὰ ἐξαγνίσουν τοῦτο ἐλέγετο περι-σκυλακισμός· “τῷ δὲ κυνὶ πάντες ὡς ἕπος εἰπεῖν Ἕλληνες ἐχρῶντο καὶ χρῶνταί γε μέχρι νῦν ἔνιοι σφαγίῳ πρὸς τοὺς καθαρμοὺς καὶ τῇ Ἑκάτη σκυλάκια μετὰ τῶν ἄλλων καθαρσίων ἐκφέρουσι καὶ περιμάττουσι σκυλακίοις τοὺς ἁγνισμοῦ δεομένους, περισκυλακισμὸν τὸ τοιοῦτο γένος τοῦ καθαρμοῦ καλοῦντες”. (Πλουτ. κεφαλ. καταγραφὴ § 68).» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Το σκυλοκρόμμυδον ενομίζετο καθαρτικόν χόρτον, διά τούτο το εμεταχειρίζοντο εις τους αγνισμούς. Ωσαύτως και το σκυλάκι, ως λέγει ο Πλούταρχος, Ρωμ. Κεφαλ. και τούτο το γένος του αγνισμού ελέγετο Περισκυλισμός.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845). – «Οι αρχαίοι για να ξεβασκαίνουν μεταχειρίζονταν σκυλάκια που τα θυσιάζανε στην Εκάτη, και ύστερα τα στριφογύριζαν ολόγυρα στον αβασκαμένον. Αυτό ήταν ο “περισκυλακισμός”. Χρησιμοποιούσαν όμως και αλάτι, θειάφι, μαλλί, πηλό, πίτυρα και αναμμένη λαμπάδα. Έτσι έκαναν ένα μαγικό κύκλο που μέσα του δεν μπορούσε να μπει κανένα κακό.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).
[25] Φρονώ πως με αυτόν τον Χαρακτήρα, του Δεισιδαίμονος, ο Θεόφραστος κάνει την ωραιότερη «σύνοψη» της ελληνικής λαογραφίας, σε ό,τι αφορά στον συγκεκριμένο «κεφάλαιο».