Καλύπτω: αρχαία ελληνική καλύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱel- (κρύβω, καλύπτω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική couvrir ή την αγγλική cover Καλύπτρα: θηλυκό …
Tag:
Καλύπτω: αρχαία ελληνική καλύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱel- (κρύβω, καλύπτω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική couvrir ή την αγγλική cover Καλύπτρα: θηλυκό …
Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή