- ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
Στις 12 Μαΐου 1992 έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Γκάτσος. Όσοι δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίησή του και έχουν σιγοτραγουδήσει στίχους του μελοποιημένους από έλληνες συνθέτες, μπορούν να αισθανθούν το κενό από την απώλειά του.
Γεννημένος από αγρότες γονείς το 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, ένα μικρό χωριό της κεντρικής Πελοποννήσου, έφθασε το 1929 στην Αθήνα για να γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συντροφιά του στην πρωτεύουσα είχε τη μητέρα και την αδελφή του. Ο πατέρας του είχε χαθεί, πολλά χρόνια πριν, ταξιδεύοντας ως μετανάστης για την Αμερική.
Από τα πρώτα χρόνια των φοιτητικών σπουδών του συμμετείχε στην πνευματική ζωή της εποχής δημοσιεύοντας κείμενά του (διηγήματα, ποιήματα, κριτικά άρθρα) σε γνωστά λογοτεχνικά έντυπα. Λίγο αργότερα, σχετίζεται με τον κύκλο του περιοδικού «Τα Νέα Γράμματα» και έλαβε μέρος στις θεαματικές διεργασίες που συντελούνται στον χώρο της ποίησης.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, αναφερόμενος στην πρώτη περίοδο γνωριμίας του με τον Νίκο Γκάτσο αλλά και για τους προσανατολισμούς του, έχει γράψει ένα πολύ διαφωτιστικό άρθρο στο περιοδικό «Η Λέξη», που αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο του «Εν Λευκώ»: «Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος μας είχε φτάσει στα δεκαοχτώ του από την Ασέα της Αρκαδίας. Με πλήρη εξάρτυση: με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια τη δημοτική παράδοση, που, αυτή, κυκλοφορούσε στο αίμα του και αναπηδούσε πίσω από κάθε του κρίση, κάθε του αντίδραση, αρκεί να πατούσες το κουμπί στην κατάλληλη στιγμή». Και αλλού: «Αλλ’ εμείς τη δημοτική γλώσσα και την παράδοση την “εκμάθαμε”. Σιγά-σιγά και με πολύν κόπο. Εκείνος τις βρήκε μέσα του έτοιμες μαζί με τα τραγούδια των προγόνων του, τις αφομοίωσε μαζί με “το γάλα της μητρός του” που θα ’λεγε ο Σολωμός.»
Μεγάλο ερωτηματικό για την έρευνα είναι πώς ένας μαθητής, που ζούσε στην ελληνική επαρχία του Μεσοπολέμου, είχε αποκτήσει τον αξιοζήλευτο πνευματικό οπλισμό που φαίνεται ότι διέθετε ο Νίκος Γκάτσος. Για το θέμα έχουν δοθεί ερμηνείες από ορισμένους μελετητές, κυρίως από τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο.
Στην καρδιά της Κατοχής, οι φήμες λένε μέσα σε μια νύχτα, μέσα σε στιγμές έντασης, ο Νίκος Γκάτσος συνέθεσε την «Αμοργό». Ένα ποίημα καταλύτη για τη σύγχρονη ποίησή μας. Εκδόθηκε το 1943 από τον Εκδοτικό Οίκο «Αετός». Το εξώφυλλο κοσμούνταν με ένα μανιτάρι. Στο ποίημα υπήρχε η αφιέρωση: «Σ’ ένα πράσινο άστρο». Η συλλογή κυκλοφόρησε σε 300 αριθμημένα αντίτυπα και 8 σε καλύτερο χαρτί, με ειδική αφιέρωση στο καθένα.
Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής «Αμοργός» (Αθήνα, «Αετός» Α.Ε., 1943).
Νίκος Γκάτσος, «Ελεγείο», π. «Φιλολογικά Χρονικά», τχ. 41 (Αθήνα, Μάιος 1946).
Η συλλογή αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό από τους κριτικούς. Δεν έλειψαν βέβαια και τα κακεντρεχή σχόλια από διαφόρους, που συνήθιζαν, ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, να διακωμωδούν τη νεωτερική ποίηση και τους δημιουργούς της.
Την αμέσως επόμενη περίοδο ο Νίκος Γκάτσος δημοσίευσε σε λογοτεχνικά περιοδικά δύο ακόμη ποιήματά του. Το «Ελεγείο», στα «Φιλολογικά Χρονικά» (τχ. 41, 15 Μαΐου 1946), και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος (1513)», στο «Τετράδιο» (τόμ. Β΄, τχ. 1, Ιανουάριος 1947). Και τα δύο συμπεριέλαβε, ως παράρτημα, στην τρίτη έκδοση της «Αμοργού», που εκδόθηκε από τον «Ίκαρο» το 1969. Το πρώτο, σε μια ελαφρώς διαφορετική μορφή.
Σταδιακά, άρχισαν να απορροφούν τη συγγραφική δράση του οι μεταφράσεις θεατρικών έργων για το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης και το Λαϊκό Θέατρο. Εντυπωσιάστηκε από το έργο του ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, δολοφονημένου το 1936 στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, και μετέφρασε υποδειγματικά θεατρικά έργα του. Η έκδοση το 1945 του «Ματωμένου Γάμου», από τον νεοσύστατο Εκδοτικό Οίκο «Ίκαρος», αποτελεί κορυφαίο ίσως επίτευγμα. Παράλληλα, δημοσίευε κριτικά κείμενά του σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα «Ελεύθερα Γράμματα» και την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση».
Από την επόμενη δεκαετία και ώς το τέλος της ζωής του στράφηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στη στιχουργία. Κατάφερε να μπολιάσει με μοναδικό τρόπο την ποίηση στον στίχο. Συνεργάστηκε με τους κυριότερους έλληνες συνθέτες. Ξεχωριστό χαρακτήρα έλαβε η φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι. Λιγοστά κριτικά κείμενά του παραχώρησε για δημοσίευση, κυρίως στο περιοδικό «Νέα Εστία».
Δύο φορές, την ίδια περίοδο, δημοσίευσε στίχους του. Στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» (2 Νοεμβρίου 1963), δημοσίευσε το ποίημα «Τραγούδι του παλιού καιρού». Ήταν αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη, στενό φίλο του, με τον οποίο είχαν συναντηθεί οι δρόμοι τους στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Αρχικά, προοριζόταν να συμπεριληφθεί στον συλλογικό τόμο «Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της “Στροφής”», που τυπώθηκε στα τέλη του 1961 (κυκλοφόρησε το 1962) και με τον οποίο τίμησαν τον ποιητή οι κατά καιρούς φίλοι του. Με τη γνωστή ωστόσο τελειομανία που τον χαρακτήριζε ήταν εκπρόθεσμος.
Για δεύτερη φορά δημοσίευσε στίχους τεσσάρων τραγουδιών του στο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Τραμ» (τχ. 3-4, Φεβρουάριος 1972). Προέρχονταν από την ενότητα «Της γης το χρυσάφι» που είχε μελοποιηθεί από τον Μάνο Χατζιδάκι και είχε κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά σε δίσκο. Τα τραγούδια ήταν τα ακόλουθα: «Κυκλαδίτικο», «Η μικρή Ραλλού», «Στου ήλιου το αλώνι» και «Χασάπικο σαράντα».
Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Νίκου Γκάτσου επιμένουν στον ισχυρισμό ότι η «Αμοργός» αποτελεί τη μοναδική ποιητική συλλογή του. Κατά τη γνώμη μου σφάλλουν καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη τους ένα στοιχείο. Ο ποιητής, προς το τέλος της ζωής του, επιχείρησε να συγκεντρώσει σε ένα τόμο όσους στίχους του έκρινε ότι ποιητικά τον αντιπροσώπευαν περισσότερο και χρειάζονταν να διασωθούν. Ο καταρτισμός της συλλογής, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έγινε με αυστηρά αισθητικά κριτήρια. Αντιπροσώπευε πλήρως τη βούλησή του. Στον τόμο, που εκδόθηκε από τον «Ίκαρο» στα τέλη του 1992, έδωσε τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Φύσα αεράκι φύσα με, μη χαμηλώνεις ίσαμε». Δεν πρέπει, λοιπόν, να παραλείπουμε τη συγκεκριμένη συλλογή από το ποιητικό έργο του.
Νίκος Γκάτσος, «Φύσα αεράκι φύσα με, μη χαμηλώνεις ίσαμε» (Αθήνα, Εκδόσεις Ίκαρος, 1992).
Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Νίκου Γκάτσου ο Ευγένιος Αρανίτσης πραγματοποίησε έρευνα στο προσωπικό αρχείο του ποιητή. Εκεί, εντόπισε σε ένα φάκελο, ορισμένα ολοκληρωμένα αλλά και ημιτελή ποιήματά του. Όλα, ανήκαν στην περίοδο πριν από τη γραφή της «Αμοργού». Μια επιλογή τους, με επιμέλεια και πρόλογό του, εκδόθηκε το 1994 από τον «Ίκαρο». Τιτλοφορήθηκε: «Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο».
Ακόμα, με τη φροντίδα της Αγαθής Δημητρούκα, συγκεντρώθηκαν σε ένα τόμο όλοι οι στίχοι του. Το βιβλίο, που εκδόθηκε το 1999 από τις Εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο «Όλα τα τραγούδια», γνώρισε μεγάλη απήχηση. Το 2018 κυκλοφόρησε η οριστική μορφή του.
Ο Νίκος Γκάτσος και ο Οδυσσέας Ελύτης στο Παρίσι το 1963.
- Αναδημοσίευση από το διαδικτυακό περιοδικό προβληματισμού & γενικής παιδείας ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
https://independent.academia.edu/%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82%CE%9B%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%82?fbclid=IwAR0J0_Q0TkmgEPnx1hEhYJKLJOmlk_H8eBjZVg9_2soMCH7VxfNL6cpl1Mg