Σάμος, ο τόπος μου είναι μια ζωγραφιά!

Η δημιουργική μουσική των εργαλείων, δεν υπάρχει πια. Δεν σκαρώνονται καΐκια, ούτε βάρκες, ούτε τρεχαντήρια. Έχουν μείνει τα παλιά, είτε ζωγραφισμένα στους τοίχους, είτε καρφωμένα στη μνήμη των παλαιότερων.

by Times Newsroom
  • Γράφει ο ΑΛΕΞΗΣ ΚΟΛΥΒΑΣ

Ο τόπος μου είναι ζωγραφιά. Οχι μία, αλλά πολλές. Πριν λίγα χρόνια ήρθαν καλλιτέχνες , ζωγράφοι, μάζεψαν παλιές φωτογραφίες με τους ταρσανάδες, τους μαστόρους, τα εργαλεία τους και τα θαμαστά δημιουργήματά τους που στόλιζαν κατόπιν τα λιμάνια και τα μπουγάζια του Αιγαίου, σκαρφάλωσαν πάνω στα μεγάλα άψυχα ντουβάρια των σπιτιών και άρχισαν με τα πινέλα τους να τους δίνουν ζωή. Μια ζωή που πέρασε, αλλά δεν έχει ξεχαστεί και έχει καταλυτική επίδραση στο γίγνεσθαι αυτού του τόπου. Καθόρισε στο μέγιστο βαθμό την εξέλιξή του. Τις χαρές, τις λύπες, τον πλούτο, τη φτώχεια, τις επιτυχίες, τις απώλειες, τα πένθη. Ολα δημιουργήματα ενός αγώνα που ξεκινούσε από μια στενή λωρίδα γης μπροστά στη θάλασσα στη νοτιοανατολική Σάμο κι έφτανε στα πέρατα του κόσμου.

Με θέα, τέσσερα κομμάτια ενός κατεστραμμένου, από τους Γερμανούς λιμανιού, που το ναρκοθέτησαν φεύγοντας και μια θάλασσα με αμέτρητα χρώματα και ακόμη πιο πολλά ρεύματα, στέκονταν λίγες ναυτικές αποθήκες και λίγα σπίτια. Γι’ αυτό τον τόπο, τον τόπο μου, που δεν τον λέγαμε ποτέ χωριό και πραγματικά χωριό δεν ήταν. Τον έλεγαν γιαλό γιατί αυτό ήταν. Ένας γιαλός στον οποίο βρέθηκαν όσοι περίσσευαν από τα χωριά. Αρχισαν να κάνουν τα ξύλα βάρκες, καΐκια και καράβια. Στάθηκαν γενναία απέναντι στη θάλασσα που τους «χτυπούσε» απ’ έξω κι από μέσα και ρίζωσαν.

Η θάλασσα ήταν τα πάντα γι’ αυτούς. Το ψάρεμα, τα μπάρκα στα καράβια και το εσωτερικό εμπόριο. Οι ναυτικοί ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο έφερναν σιγά-σιγά μαζί με τα προϊόντα, από παντού, στοιχεία και συνήθειες από διάφορους πολιτισμούς. Μπόλιασαν τον τόπο με αυτές δημιουργώντας έναν ιδιότυπο κοσμοπολιτισμό ακατανόητο για τα χωριά του νησιού. Κάθε ναυτικός κουβαλούσε τον δικό του εξωτικό κόσμο. Οσοι έμεναν πίσω, σκάρωναν καΐκια για να ψαρεύουν, γιατί έπρεπε να επιβιώσουν πότε παλεύοντας με τη θάλασσα και τα κύματα που απειλούσαν τα σπίτια, τις βάρκες και τα καΐκια τους και πότε ψαρεύοντας τους θησαυρούς της. Ο αγώνας τους ήταν δύσκολος και σκληρός, αλλά ταυτόχρονα ωραίος και μοναδικός. Ανδρες που σήκωναν στις πλάτες, τεράστια ξύλα και δούλευαν βαριά εργαλεία με αποτέλεσμα τα χέρια τους να είναι «σιδερένια» και οι δυνάμεις τους απεριόριστες. Με αυτά τα σκληρά χέρια χάιδευαν τα ξύλα και έφτιαχναν αριστουργήματα. Ολημερίς από τη στιγμή που έφεγγε, μέχρι που νύχτωνε «από νύχτα σε νύχτα», οι ταρσανάδες έσφυζαν από ζωή.

Οι ήχοι από το πελέκημα το πριόνισμα, την κορδέλα που έσκιζε τα ξύλα, το κάρφωμα, οι φωνές των μαστόρων τα γέλια και οι βλαστήμιες συνέθεταν μοναδικές «συμφωνίες» που διαρκούσαν μέχρι την ολοκλήρωση κάθε σκαριού, όταν τα βιολιά, οι τσαμπούνες και τα σαντούρια, έπαιρναν φωτιά για να το βαφτίσουν με όλους παρόντες, αυτούς, που έμεναν σε αυτόν τον τόπο για να το ξεπροβοδίσουν στο πρώτο του ταξίδι.

Η δημιουργική μουσική των εργαλείων, δεν υπάρχει πια. Δεν σκαρώνονται καΐκια, ούτε βάρκες, ούτε τρεχαντήρια. Έχουν μείνει τα παλιά, είτε ζωγραφισμένα στους τοίχους, είτε καρφωμένα στη μνήμη των παλαιότερων. Οι ψαράδες είχαν άλλους χρόνους, οι νύχτες ήταν σχεδόν ολόκληρες δικές τους και γύριζαν στη στεριά το πρωί να «ξεψαρίσουν» τα δίχτυα τους, να τα καθαρίσουν και να τα πλύνουν για να είναι έτοιμα, για την επόμενη νύχτα που θα έβγαιναν ξανά να ψαρέψουν. Νετάριζαν και δόλωναν τα παραγάδια τους για να είναι και αυτά έτοιμα.

Η φτώχεια μεγάλη, αλλά ακόμη πιο μεγάλη η ελπίδα πως θα είναι καλύτερα την άλλη μέρα. Έκαναν όλες αυτές τις δύσκολες δουλειές γελώντας δυνατά, με την καρδιά τους, ακόμη κι αν δεν είχαν πιάσει λέπι, ακόμη και αν δεν είχαν μπουκιά να βάλουν στο στόμα τους. Τα γέλια σιγοντάριζαν την «μουσική» των εργαλείων, στους ταρσανάδες και ήταν σα να ήθελαν να δείξουν στην κακή τους μοίρα, ότι δεν την φοβούνται, ότι δεν τους γονατίζει, αλλά τους διασκεδάζει. Από όλα αυτά έχουν μείνει οι ζωγραφιές, το ψάρεμα, οι μνήμες και η μουσική…

Κάθε χρόνο, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, στον τόπο μου, έχει καθιερωθεί το «Φεστιβάλ Γυαλού», για την διοργάνωση του οποίου, συνεργάζονται ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος με διάφορους μουσικούς του νησιού. Καλούνται καθηγητές μουσικής για να κάνουν μαθήματα στο σαντούρι, στο βιολί, στο ούτι, στο μπουζούκι στο κλαρίνο, στην κιθάρα, στο χορό και στο τραγούδι σε ανθρώπους, κυρίως νέους, από την Έλλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο, οι οποίοι έρχονται να μάθουν ή να εμπλουτίσουν τις γνώσεις μουσικής που έχουν.

Έίναι απίστευτο το θέαμα, να περπατούν έχοντας στην πλάτη τους ένα μουσικό όργανο δεκάδες νέες και νέοι, να τα βγάζουν και να παίζουν παντού, εκεί που πίνουν καφέ, που τρώνε, στον περίπατό τους, με πίστα κάποια πεζούλα κάτω από την τεράστια ζωγραφιά ενός «Λίμπερτυ» του περασμένου αιώνα. Και κάθε βράδυ η συναυλία με διάφορες μουσικές, που τις παίρνει το μελτεμάκι, που τις πάει παντού, με πιο τυχερούς τους ψαράδες οι οποίοι ψαρεύουν ανοιχτά στη θάλασσα, όπου το μελτέμι τις απλώνει στο πέλαγος και μαζί με τα δικά του σφυρίγματα, που βγάζει το πέρασμά του, από τις αρματωσιές παλιών και νέων σκαφών που είναι δεμένα στο λιμάνι, την φτάνει μέχρι τα αυτιά τους σπάζοντας γλυκά την απόλυτη ησυχία της πελαγίσιας νύχτας. Μια μουσική πανδαισία για μια εβδομάδα κάθε χρόνο, τη οποία, όποιος την ζήσει δεν την ξεχνά ποτέ.

Ο τόπος μου δεν είναι απλά όμορφος, αλλά όλα αυτά που παραθέτω τον κάνουν μαγικό.

Ο Γυαλός. Το «Όρμος Μαραθοκάμπου» δεν είναι παρά ένας τυπικός διοικητικός προσδιορισμός. Ο Γυαλός ανήκει σε όσους τον περπάτησαν ξυπόλητοι και σε αυτά που έχει μπροστά του την θάλασσα μέχρι τον ορίζοντα και στο σύμπαν που οπτικά είναι η συνέχειά του.

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή