Ο Όργουελ και ο δυστοπικός κόσμος του

Από τις Εκδόσεις Αργοναύτης κυκλοφόρησε πρόσφατα μια επανέκδοση του 1984. Με αυτή την αφορμή ο Χρήστος Κεφαλής, ο οποίος συνεισέφερε ένα εκτενές «Επίμετρο» στην έκδοση, συζητά τη ζωή και το έργο του Όργουελ, με επίκεντρο το διάσημο δυστοπικό του μυθιστόρημα.

  • του Χρήστου Κεφαλή*

«Εποχή των άκρων» αποκάλεσε τον «σύντομο 20ό αιώνα» ο ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ. Ο Τζορτζ Όργουελ ήταν ένα γνήσιο παιδί αυτού του αιώνα, στις εμπειρίες και την ιδιοσυγκρασία του. Βίωσε και εξέφρασε έντονα τους αγώνες, τις προσδοκίες και τις διαψεύσεις του, συχνά με τον ακραίο τρόπο που αντιστοιχούσε στο χαρακτήρα τους και τη δική του κλίση. Το 1984, το διάσημο δυστοπικό μυθιστόρημά του, αποτελεί την κατακλείδα της ταραχώδους, σχετικά σύντομης ζωής του. Θεωρείται δικαιολογημένα το κορυφαίο του έργο, το οποίο διατηρεί μια προφανή αμείωτη επικαιρότητα ως τις μέρες μας. Η πρόσφατη επανέκδοσή του από τις Εκδόσεις Αργοναύτης μάς δίνει μια αφορμή για να αναφερθούμε στη ζωή και το έργο του Όργουελ, αποτιμώντας συνοπτικά το 1984, σε στενή σύνδεση με τη Φάρμα των Ζώων, το άλλο αριστούργημά του.

Η ζωή και το έργο του Όργουελ

Ο Τζορτζ Όργουελ (πραγματικό όνομα Έρικ Άρθουρ Μπλερ) γεννήθηκε το 1903 στο Μοτιχάρι της Ινδίας, αγγλικής τότε αποικίας. Γιος ενός κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου, επέστρεψε το 1911 με τη μητέρα και τις αδελφές του στην Αγγλία. Αν και αντιπαθούσε το σχολείο είχε καλές επιδόσεις ως μαθητής και αργότερα κέρδισε υποτροφίες στο Ουέλινγκτον και στον Ίτον. Ωστόσο, αποχώρησε από το τελευταίο στο δεκαεννιά του, και με προτροπή της οικογένειάς του αναχώρησε το 1922 για τη Βιρμανία, όπου εντάχθηκε στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία. Έξι χρόνια αργότερα παραιτήθηκε από την υπηρεσία, επειδή απεχθανόταν τη βρετανική αποικιακή καταπίεση. Τότε αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Οι εμπειρίες του στη Βιρμανία τού έδωσαν το υλικό για τα πρώτα έργα του, το μυθιστόρημα Μέρες της Μπούρμα (1934) και το δοκίμιο Ένας Απαγχονισμός (1931).

Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, ο Όργουελ εγκαταστάθηκε το φθινόπωρο του 1927 στο Λονδίνο, όπου ζούσε φτωχικά, χωρίς να ασκεί κάποιο μόνιμο επάγγελμα. Επηρεασμένος από τον Τζακ Λόντον τον οποίο θαύμαζε (ιδιαίτερα το έργο του Οι Άνθρωποι της Αβύσσου), άρχισε να εξερευνά τα φτωχότερα μέρη της πόλης. Έζησε κοντά στους παρίες της, πριν φύγει για το Παρίσι στις αρχές του 1928, όπου εγκαταστάθηκε πάλι σε μια εργατική φτωχογειτονιά. Οι εμπειρίες του καταγράφηκαν στο Άστεγοι και Απένταροι στο Παρίσι και το Λονδίνο (εναλλακτικός τίτλος Οι Αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου, 1933). Το έργο κυκλοφόρησε από το ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό εκδοτικό του Βίκτορ Γκόλαντς και έλαβε ευμενείς κριτικές.

Τον Απρίλη του 1932 ο Όργουελ έγινε δάσκαλος σε ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο στο Λονδίνο. Από τις εμπειρίες του εκεί εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα Η Κόρη του Παπά (1935). Λίγο μετά βρήκε μια δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο στο Χάμπστεντ, όπου εργαζόταν τα απογεύματα, αφιερώνοντας τον ελεύθερο χρόνο του στη συγγραφή. Στη συνέχεια, μετά από πρόταση του Γκόλαντς, αναχώρησε για τη Βόρεια Αγγλία. Εκεί γνωρίστηκε με τις συνθήκες ζωής των ανθρακωρύχων και των άλλων εργατών που είχαν πληγεί δραματικά από το κραχ του 1929. Έμεινε για ένα διάστημα στο Γουίγκαν, ενώ επισκέφτηκε το Λίβερπουλ, το Μπάρνσλεϊ και το Σέφιλντ.

Καρπός αυτής της φάσης ήταν το Ο Δρόμος προς την Αποβάθρα του Γουίγκαν (1937). Το έργο καθρεφτίζει την εξέλιξη των ιδεών του Όργουελ από έναν αρχικά ασαφή αναρχικό ριζοσπαστισμό προς το σοσιαλισμό, είχε δε ως συνέπεια να τεθεί από το 1936 επί μια 11ετία σε επιτήρηση από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.

Το 1935 ο Όργουελ γνώρισε τη Βρετανίδα ποιήτρια Αϊλίν Ο’Σόνεσι, με τη σχέση τους να καταλήγει σε γάμο το 1936, που κράτησε μέχρι τον θάνατό της το 1945 (αργότερα υιοθέτησαν και έναν γιο). Λίγο μετά το γάμο τους ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία, που υπήρξε μια αποφασιστική καμπή στη ζωή και την καριέρα του Όργουελ. Σύντομα αποφάσισε να μεταβεί στη χώρα για να συμμετάσχει στον εμφύλιο στο πλευρό των Δημοκρατικών, αλλά χωρίς να πάρει θέση υπέρ κάποιας πτέρυγας του κινήματος προτού δει από κοντά την κατάσταση. Το ΚΚ Βρετανίας, στο οποίο απευθύνθηκε αρχικά, απέρριψε το αίτημά του, λόγω της καχυποψίας της φιλοσταλινικής ηγεσίας του για τις πολιτικές του απόψεις.

Ο Όργουελ εξασφάλισε τελικά τη συνδρομή του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος (ILP) και στις αρχές του 1937 έφτασε στη Βαρκελώνη. Εκεί συνάντησε το στέλεχος του ILP Τζον ΜακΝάιρ και εντάχτηκε στο ΠΟΥΜ, με το οποίο συνδεόταν αυτό το κόμμα. Μετά στάλθηκε στο μέτωπο της Αραγώνας, όπου λόγω της πρότερης εμπειρίας του στη Βιρμανία έγινε δεκανέας. Κατά την παραμονή του εκεί ο Όργουελ εντυπωσιάστηκε από τις τρομερές στερήσεις και την έλλειψη πυρομαχικών και τροφίμων των μαχητών.

Στη συνέχεια επέστρεψε στη Βαρκελώνη, θέλοντας να σταλεί στο μέτωπο της Μαδρίτης, το επίκεντρο των μαχών. Έπεσε όμως στα αιματηρά γεγονότα της πόλης, με την εξέγερση και κατάπνιξη του ΠΟΥΜ το Μάη του 1937. Επέστρεψε στο μέτωπο της Αραγώνας όπου τραυματίστηκε βαριά από σφαίρα στο λαιμό και νοσηλεύθηκε σε σανατόριο του ΠΟΥΜ στη Βαρκελώνη.

Στο ίδιο διάστημα εξαπολύθηκε ένας άγριος διωγμός ενάντια στο ΠΟΥΜ, που εξέθεσε σε κίνδυνο και τον ίδιο τον Όργουελ. Σε κάθε περίπτωση, η καμπάνια στον Τύπο του ΚΚ Ισπανίας ότι το ΠΟΥΜ συνεργαζόταν με τους φασίστες είχε ένα δραματικό αντίκτυπο πάνω του. Αυτός και η σύζυγός του αναχώρησαν τελικά με τρένο από την Ισπανία και τον Ιούλιο του 1937 επέστρεψαν στο Λονδίνο. Αργότερα, τον Οκτώβρη – Νοέμβρη του 1938 δικάστηκε in absentia, στη δίκη των ηγετών του ΠΟΥΜ στη Βαρκελώνη.

Το 1939 ο Όργουελ προσβλήθηκε από ελονοσία και νοσηλεύθηκε. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε το Σεβάσματα στην Καταλονία, ένα φόρο τιμής στην αγώνα του ισπανικού λαού και ταυτόχρονα μια οξεία καταδίκη του σταλινισμού. Το βιβλίο ήταν μια εκδοτική αποτυχία, ωσότου επανήλθε στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1950, γνωρίζοντας έκτοτε πολλές εκδόσεις.

Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Όργουελ προσφέρθηκε να κάνει πολεμική δουλειά. Το 1941 δημοσίευσε μια μπροσούρα για την αγγλική κουλτούρα, φοβούμενος την εξάλειψη της βρετανικής ταυτότητας από μια κεραυνοβόλα ναζιστική εισβολή, ενώ την ίδια χρονιά προσλήφθηκε στην Ανατολική Υπηρεσία του BBC. Από τα τέλη του 1942 ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εβδομαδιαία Τρίμπιουν, μια αριστερή φιλολογική έκδοση.

Το Σεπτέμβρη του 1943 ο Όργουελ παραιτήθηκε από το BBC, θεωρώντας ότι λίγοι άκουγαν τις εκπομπές του και ότι η προπαγάνδα του συνέτεινε στη διαιώνιση της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε τη συγγραφή της Φάρμας των Ζώων, μιας αλληγορίας για τον εκφυλισμό της ρωσικής επανάστασης. Οι εμπειρίες του στην Ισπανία και οι αιματηρές Δίκες της Μόσχας είχαν κάνει δικαιολογημένα τον Όργουελ να θεωρεί τον Στάλιν αιμοσταγή δικτάτορα, μια θέση που εξέφρασε σε διάφορες περιστάσεις. Στη Φάρμα των Ζώων προσωποποίησε τον Στάλιν στη μορφή του Ναπολέοντα, του κυνικού, εξουσιομανή σφετεριστή της επανάστασης και εξολοθρευτή των συντρόφων του ζώων που είχαν εξεγερθεί ενάντια στην ανθρώπινη καταπίεση. Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1945 στη Βρετανία και ένα χρόνο αργότερα στις ΗΠΑ, σημειώνοντας άμεσα επιτυχία.

Στην επόμενη τριετία ο Όργουελ δημοσιογραφούσε στην Τρίμπιουν, τον Ομπζέρβερ και τη Μάντσεστερ Ίβνινγκ Νιουζ, συνεισφέροντας επίσης σε πολιτικά και λογοτεχνικά περιοδικά. Η υγεία του επιδεινώθηκε το 1947, όταν διαγνώστηκε πάλι με φυματίωση. Αυτό δεν εμπόδισε την εργασία του για το 1984, το οποίο ολοκληρώθηκε το Δεκέμβρη του 1948 (παίρνοντας τον τίτλο του από τον αναγραμματισμό της χρονιάς). Το βιβλίο, μια προειδοποίηση για έναν επερχόμενο εφιαλτικό ολοκληρωτισμό, περιγράφει μια αστυνομοκρατούμενη κοινωνία κομφορμισμού και ομοιομορφίας που έχει επικρατήσει παγκόσμια το 1984.

Από το 1949 ο Όργουελ νοσηλευόταν σε σανατόριο στο Γκράναμ σε άσχημη κατάσταση. Εκεί τον επισκέφτηκε το Μάρτη του 1949 η Σίλια Κίρουαν, η οποία εργαζόταν για μια μονάδα του Φόρεϊν Όφις, το IRD, δημιουργημένη από την κυβέρνηση των Εργατικών για τη δημοσίευση αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Ο Όργουελ της έδωσε μια λίστα με άτομα που θεωρούσε ακατάλληλα ως συγγραφείς του IRD λόγω των φιλοκομμουνιστικών τους τάσεων, όπως οι Ε.Χ. Καρ, Γκ. Τσάιλντ, Ι. Ντόιτσερ, κ.ά. Αυτή του η στάση συνδέεται με την κατάθλιψη στην οποία είχε περιέλθει προς το τέλος της ζωής του και δεν είχε συνέπειες στους αναφερόμενους, η αριστερή τοποθέτηση των οποίων ήταν έτσι κι αλλιώς γνωστή. Δεν παύει όμως να αποτελεί μια μελανή στιγμή της ζωής του.

Η υγεία του Όργουελ συνέχισε να επιδεινώνεται το 1949, στα μέσα του οποίου αρραβωνιάστηκε με τη Σόνια Μπράουνγουελ. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1950, σε ηλικία 46 χρονών, μετά από μια ρήξη αρτηρίας.

Φάρμα των Ζώων και 1984

Σε μια πρώτη ματιά η Φάρμα των Ζώων και το 1984, φαίνονται πολύ διαφορετικά μεταξύ τους έργα. Ενώ η Φάρμα των Ζώων είναι μια αλληγορία για το πρόσφατο παρελθόν και το παρόν –ουσιαστικά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα– που προαναγγέλλει ένα ολοκληρωτικό μέλλον, το 1984 μιλά για ένα μέλλον όπου ο ολοκληρωτισμός έχει επικρατήσει. Επιπλέον, η Φάρμα των Ζώων έχει μια εντελώς πρόδηλη αναφορά σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, από τη νίκη και τη σταλινική εξαλλαγή της ρωσικής επανάστασης ως την άνοδο του φασισμού και τη ναζιστική επίθεση στην ΕΣΣΔ, ενώ η ολοκληρωτική κοινωνία του 1984 δεν έχει μια άμεση ιστορική αντιστοιχία. Αν και το αυταρχικό μονοκομματικό καθεστώς που αναπαριστά ο Όργουελ παραπέμπει στις εμπειρίες του σταλινισμού και του φασισμού, δεν ταυτίζεται με αυτές ούτε εμφανίζεται ως άμεση συνέχειά τους.

Οι ιστορικές αντιστοιχίες της Φάρμας των Ζώων είναι σαφείς και έχουν αναλυθεί εκτενώς στη φιλολογία. Η εξέγερση των ζώων είναι η Οκτωβριανή Επανάσταση και η Φάρμα η ΕΣΣΔ· ο γέρο-Στρατηγός, ο πρώτος ηγέτης των ζώων, έχει στοιχεία από τον Μαρξ και τον Λένιν· η επίθεση του παλιού ιδιοκτήτη Τζόουνς είναι η ξενική επέμβαση στο νεαρό σοβιετικό κράτος· ο Ναπολέων και ο Σνόουμπολ, τα γουρούνια που αναλαμβάνουν την ηγεσία μετά το θάνατο του Στρατηγού, αντιστοιχούν στον Στάλιν και τον Τρότσκι· η οικοδόμηση του ανεμόμυλου και η σφαγή των ζώων από τα σκυλιά του Ναπολέοντα μετά την εκδίωξη του Σνόουμπολ παραπέμπουν στα πεντάχρονα πλάνα και τις σταλινικές εκκαθαρίσεις· ο Φρέντερικ και ο Πίλκινγκτον, οι δυο γειτονικοί κτηματίες, είναι οι Δυτικοί και ο Χίτλερ, με την επίθεση του Φρέντερικ να αντιστοιχεί στη ναζιστική επίθεση στην ΕΣΣΔ. Μέσα από την πλοκή του έργου, ο Όργουελ μας παρουσιάζει ευρηματικά και με ακρίβεια, εξαντλώντας τις δυνατότητες του μύθου, τη σταδιακή νόθευση και εξαλλαγή των αρχών και των στόχων της επανάστασης από τον Ναπολέοντα και την ακολουθία του, ως την ολοσχερή ακύρωσή τους, εκφρασμένη στην τελική σκηνή του έργου: τα ζώα, παρακολουθώντας έναν καυγά ανάμεσα στον Ναπολέοντα και τον Πίλκινγκτον, βλέπουν τον Ναπολέοντα και τα άλλα γουρούνια να έχουν μεταμορφωθεί σε ανθρώπους, ενώ στον τοίχο με τις εφτά εντολές της επανάστασης έχει μείνει μόνο μια: «Όλα τα ζώα είναι ίσα αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα».

Η Φάρμα των Ζώων έχει παρουσιαστεί συχνά, τόσο από συστημικούς σχολιαστές όσο και από απολογητές του σταλινισμού, ως ένα αντικομμουνιστικό έργο. Σύμφωνα με τους πρώτους, ο Όργουελ μάς δείχνει τα αναπόφευκτα αποτελέσματα κάθε επανάστασης, που ακόμη κι αν ξεκινά αλλιώς, καταλήγει μοιραία σε μια βαρβαρότητα χειρότερη από αυτή που επεδίωκε να καταπολεμήσει· οι δεύτεροι, από τη μεριά τους, εκτιμούν πως πρόκειται για μια συκοφάντηση των επιτεύξεων της ΕΣΣΔ και της καταλυτικής συμβολής του Στάλιν, του οποίου οι ενέργειες, ακόμη και οι πιο βάρβαρες, αποσκοπούσαν στην υπεράσπιση του σοσιαλισμού. Και οι δυο κριτικές, ωστόσο, είναι μεροληπτικές και προκατειλημμένες, χάνοντας το στόχο.

Σε πείσμα των κάθε λογής κριτικών και συκοφαντών της, δεν υπάρχει κάτι στη Φάρμα των Ζώων που να στρέφεται ενάντια στη ρωσική επανάσταση. Πουθενά ο Όργουελ δεν χάνει από το οπτικό του πεδίο τη ρίζα του κακού στην καταπίεση των ζώων από τους ανθρώπους, των εργαζόμενων από τους καπιταλιστές· πουθενά δεν αρνείται τη θερμή του συμπάθεια και τη δέσμευσή του στην υπόθεσή των καταπιεσμένων. Αν ο Ναπολέων και η αυλή του είναι ένοχοι για κάτι είναι ακριβώς ότι μετατρέπονται βαθμιαία σε νέους δυνάστες όπως ο Τζόουνς, ο παλιός ιδιοκτήτης της Φάρμας· επομένως το φταίξιμο δεν πέφτει στην επανάσταση αλλά στη διαστροφή της από τους σφετεριστές της.

Ο ίδιος ο Όργουελ δεν έπαυσε ποτέ να τονίζει τη δέσμευσή του στο δημοκρατικό σοσιαλισμό και το κίνητρό του στη συγγραφή της Φάρμας των Ζώων ήταν σαφώς να αναδείξει την ανάγκη κάθαρσης της επανάστασης από την επίπλαστη επίκληση των τύπων της για να απεμποληθεί η ουσία της, την οποία σωστά διέκρινε ως πυρήνα του σταλινισμού. Βέβαια, ως ένα βαθμό, ο Όργουελ υποτιμά την εσωτερική ικανότητα της επανάστασης για αυτοκάθαρση, με συνέπεια η διαστροφή της να φαίνεται οριστική. Δυνατότητες όπως η μερική έστω κριτική του σταλινισμού, που εκπληρώθηκε το 1956 στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, δεν διαφαίνονται κάπου στο έργο. Από δω απορρέει και μια ορισμένη αίσθηση πεσιμισμού που αποπνέει, ορατή επίσης στο 1984.

Το 1984 αποτελεί ένα ορόσημο στην εξέλιξη του δυστοπικού είδους. Πρέπει, λοιπόν, να εξεταστεί σε σύνδεση με την πρότερη πορεία του αλλά και τις μετέπειτα εξελίξεις του, στις οποίες επέδρασε καταλυτικά.

Η δυστοπία προέκυψε από την αντιστροφή της προηγούμενης ουτοπικής, σοσιαλιστικής βασικά παράδοσης –μιας παράδοσης που ξεκινά ήδη από τον Μορ και τον Καμπανέλα στο 16ο αιώνα για να ολοκληρωθεί με τους ουτοπικούς σοσιαλιστές στο 19ο– όταν έγινε ορατή η απειλή για τον ανθρώπινο πολιτισμό από το σχηματισμό στα τέλη του 19ου αιώνα μιας αδηφάγας πλουτοκρατίας. Αυτή η πλουτοκρατία, ουσιαστικά ο συνασπισμός των μεγιστάνων του κεφαλαίου με τους τραπεζίτες, απέκτησε τη μέγιστη ισχύ της στις ΗΠΑ. Δεν ήταν, λοιπόν, τυχαίο ότι εκεί επίσης παρατηρήθηκε πιο καθαρά η μεταστροφή της λογοτεχνίας από την ουτοπία στη δυστοπία, αντανακλώντας την αλλαγή στην πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής.

Τα δυο πρώτα έργα που, παρμένα από κοινού, τυποποίησαν τη μεταστροφή, το Κοιτάζοντας Πίσω του Έντουαρντ Μπέλαμι και Η Στήλη του Καίσαρα του Ιγκνάτιους Ντόνελι, εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ με διαφορά δυο μόλις χρόνων, το πρώτο το 1888 και το δεύτερο το 1890. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς δυο πιο αντιθετικά μεταξύ τους λογοτεχνήματα. Το Κοιτάζοντας Πίσω είναι για μια ιδανική σοσιαλιστική πολιτεία του μέλλοντος, με τον πρωταγωνιστή να αφυπνίζεται μετά από μια νάρκη ενός και πάνω αιώνα στο έτος 2.000 και να θαυμάζει τα επιτεύγματά της. Στη Στήλη του Καίσαρα, αντίθετα, ο πρωταγωνιστής, ταξιδεύοντας στις ΗΠΑ το 1988, διαπιστώνει ότι έχουν μετατραπεί σε μια στυγνή πλουτοκρατική δικτατορία, καλυπτόμενη με τους τύπους της δημοκρατίας, και παρακολουθεί την εξέγερση των επαναστατών, η οποία οδηγεί στη διάλυση του πολιτισμού.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να δει κανείς τα δυο έργα σαν αντίποδες και να ανιχνεύσει στο δεύτερο μια μηδενιστική άρνηση του πρώτου. Και τα δυο εντοπίζουν τη ρίζα της προκλητικής κοινωνικής ανισότητας και της μαζικής ένδειας που διακρίνει τις σύγχρονες κοινωνίες στον καπιταλισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, η δυστοπία του Ντόνελι –η πρώτη του είδους– μπορεί να διαβαστεί ως μια αντίδραση στην ανέφελη αισιοδοξία των σοσιαλιστών της Β΄ Διεθνούς και μια υπερτονισμένη προειδοποίηση ότι ο δρόμος της προόδου δεν θα είναι τόσο εύκολος. Παρόμοιο είναι το πνεύμα της Σιδερένιας Φτέρνας του Τζακ Λόντον (1907), όπου ωστόσο η επανάσταση δεν παρουσιάζεται ως δεινό αλλά ως φάρμακο και διέξοδος απέναντι στη βαρβαρότητα και τον εκφασισμό. Η αντικαπιταλιστική αιχμή είναι επίσης ευδιάκριτη στο Γενναίο Νέο Κόσμο του Χάξλεϊ (1932), όπου παρουσιάζεται μια ιεραρχικά οργανωμένη, τεχνοκρατική φορντιστική κοινωνία, παρότι ο Χάξλεϊ αναζητά την απάντηση στα αδιέξοδά της στο παρελθόν, ενώ ανάλογη είναι η αίσθηση που προκαλεί η γραμμένη στη διάρκεια του φονικού πολέμου του 1914-18 και πιο ανοικτή στο μέλλον Δίκη του Φραντς Κάφκα.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η μετέπειτα γραφειοκρατική, σταλινική διαστροφή της σοσιαλιστικής μετάβασης στην ΕΣΣΔ τροποποίησε την ιστορική εικόνα, θέτοντας νέα ζητήματα στους συγγραφείς δυστοπιών. Αν η επανάσταση οδήγησε σε μια νέα καταπίεση δεν φανέρωνε αυτό την ακαταλληλότητά της ως μέσου κοινωνικής αλλαγής, όπως το είχε προαναγγείλει ο Ντόνελι; Και αν ο Στάλιν δικαιολογούσε τα μαζικά του εγκλήματα με αναφορές στους Μαρξ και Λένιν, δεν έδειχνε αυτό τη διάψευση του μαρξιστικού σοσιαλισμού;

Το Εμείς του Εβγκένι Ζαμιάτιν, το πρώτο έργο που εξέφρασε το νέο πνεύμα, είναι μια προσπάθεια να δοθεί, εν είδει προφητείας, μια καταφατική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Γραμμένο στα 1920-21, όταν δεν υπήρχε ακόμη ο σταλινισμός, και κυκλοφορημένο στις ΗΠΑ το 1924, παρουσιάζει μια μετεπαναστατική κοινωνία, στην οποία κυριαρχούν η ομοιομορφία και η μαζική χειραγώγηση. Ο Ζαμιάτιν επιτίθεται στις παραδόσεις του επιστημονικού λόγου και του διαφωτισμού, αλλά και στην Οκτωβριανή Επανάσταση, ανιχνεύοντας σε αυτές τους αυτουργούς του αποπνικτικού αυτού κόσμου. Είναι αλήθεια ότι τους αντιτάσσει μια νέα επανάσταση, η οποία όμως κινείται καθαρά στη σφαίρα της «αίρεσης», του θρησκευτικού και υποκειμενικού ευρύτερα συναισθήματος.

Το 1984 έχει συχνά κατηγορηθεί ή εκτιμηθεί ότι εμφορείται από μια ανάλογη οπτική. Συστημικοί σχολιαστές το έχουν εμφανίσει σαν μια καταγγελία του κομμουνισμού, ενώ πέρα από φιλοσταλινικούς κριτικούς, αξιόλογοι μαρξιστές όπως οι ιστορικοί Ισαάκ Ντόιτσερ και Άρθουρ Μόρτον (συγγραφείς αντίστοιχα μιας τρίτομης ογκώδους βιογραφίας του Τρότσκι και μιας αξιόλογης μελέτης για τη βρετανική ουτοπική φιλολογία) το έχουν επικρίνει ως «αντικομμουνιστικό». Ωστόσο, οι κριτικές αυτές αποδεικνύονται σε μια προσεκτική εξέταση λαθεμένες και παραπλανητικές.

Στο 1984 ο Όργουελ δεν ενοχοποιεί σε κανένα σημείο την επανάσταση, ως πηγή του εφιαλτικού ολοκληρωτισμού του καθεστώτος του Μεγάλου Αδελφού. Απεναντίας, το ίδιο το γεγονός ότι το καθεστώς διαστρεβλώνει συστηματικά την ιστορία της επανάστασης παρέχει μαρτυρία ότι και εδώ –όπως στη Φάρμα των Ζώων– δεν πρόκειται για τις συνέπειες της επανάστασης, αλλά του γραφειοκρατικού σφετερισμού και της εξαλλαγής της. Ακόμη περισσότερο, ο Όργουελ τοποθετείται σταθερά στο έδαφος της ιστορίας, καταλογίζοντας στη δικτατορική εξουσία την άρνησή της. «Η ιστορία», γράφει, «έχει σταματήσει. Δεν υπάρχει τίποτα εκτός από ένα ατέρμονο παρόν, κατά το οποίο το Κόμμα έχει πάντα δίκιο». Κυρίως όμως, στο μέρος για τη Νεομιλία, ο Όργουελ υπερασπίζει τις παραδόσεις του διαφωτισμού, της επιστήμης και του μαρξιστικού σοσιαλισμού. Αναφέρεται θετικά στις θεμελιώδεις προοδευτικές έννοιες, που ενέπνευσαν τα σοσιαλιστικά κινήματα, όπως ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, διεθνισμός, δημοκρατία, επιστήμη. Στον κόσμο του Μεγάλου Αδελφού όλες έχουν καταταγεί στην «εγκλημοσκέψη», ενώ οι λέξεις που αναφέρονται στην αντικειμενικότητα και τον ορθολογισμό στην «παλαιοσκέψη» (απηχώντας την κριτική του Λένιν στους μαχιστές, μέμφεται μάλιστα το σολιψισμό της κομματικής ιδεολογίας που αρνείται τον αντικειμενικό χαρακτήρα της πραγματικότητας). Όροι όπως η «Κομμουνιστική Διεθνής» έχουν εξαλειφθεί «γιατί έφερναν στο νου τη σύνθετη εικόνα της παγκόσμιας αδελφοσύνης των ανθρώπων, των κόκκινων σημαιών, των οδοφραγμάτων, του Καρλ Μαρξ και της Κομμούνας του Παρισιού».

Είναι έτσι σαφές ότι ο Όργουελ υπερασπίζει τις προοδευτικές αρχές και τις αξίες, με το έργο να αποτελεί όχι μια μηδενιστική τους άρνηση αλλά μια προειδοποίηση ενάντια στους ιστορικούς κινδύνους και τις εκτροπές πάνω στο έδαφος αυτών των αρχών. Η έννοια της διπλοσκέψης, αποτυπωμένης στο αυτοαντιφατικό σύνθημα του κόμματος «Ο πόλεμος είναι ειρήνη. Η ελευθερία είναι σκλαβιά. Η άγνοια είναι δύναμη», ανιχνεύει με οξυδέρκεια τα θεμέλια των σταλινικών και ολοκληρωτικών ευρύτερα λογικών, δεν κατευθύνεται όμως ενάντια στο μαρξιστικό σοσιαλισμό.

Η αδυναμία που μπορεί να καταλογίσει κανείς στο 1984, όπως και στη Φάρμα των Ζώων, είναι η διαπεραστική πεσιμιστική του αίσθηση. Αν και ο Όργουελ βάζει τον Ουίνστον Σμιθ, τον πρωταγωνιστή του έργου, να διακηρύσσει ότι «Οι προλετάριοι είναι η ελπίδα», οι προλετάριοι απεικονίζονται σαν μια άκριτη, απλοϊκή και χειραγωγήσιμη μάζα, ώστε η ελπίδα να παραμένει μια καθαρά υποκειμενική προσδοκία. Η παντοδύναμη εξουσία ισοπεδώνει κάθε αντίσταση, έτσι που στο τέλος οι δυο πρωταγωνιστές, ο Ουίνστον και η Τζούλια, προδίδονται αμοιβαία και ο Ουίνστον ανακαλύπτει ότι αγαπά τον Μεγάλο Αδελφό.

Αυτή η πεσιμιστική διάθεση διορθώνεται σε μετέπειτα μυθιστορήματα, όπως Η Ώρα των Τρυφίδων του Γουίνταμ και σε ταινίες όπως το Ζουν Ανάμεσά μας του Κάρπεντερ και ο Τζόκερ του Φίλιπς, που απηχούν μια θεμελιωμένα αισιόδοξη οπτική για τις απελευθερωτικές δυνατότητες της εργατικής τάξης και της ανθρωπότητας. Πρέπει όμως να πούμε, μαζί με τον Έριχ Φρομ, ότι το προβληματικό στοιχείο στο 1984 δεν βρίσκεται στην προειδοποίηση που απευθύνει, διαβλέποντας ένα ζοφερό μέλλον του δυτικού πολιτισμού αν συνεχιστούν οι τωρινές του κατευθύνσεις, αλλά στην απουσία μιας χειροπιαστής νύξης για οποιεσδήποτε εναλλακτικές δυνατότητες.

Η επικαιρότητα του Όργουελ

Η επιρροή του έργου του Όργουελ αυξήθηκε μεταθανάτια ως τις μέρες μας, καθώς οι εξελίξεις επιβεβαίωναν την προβλεπτικότητά του. Το 1984 δεν έγινε μόνο ταινία αλλά και – δείγμα της προσέγγισης της εφιαλτικής κοινωνίας που προφήτευσε και του εθισμού μας σε αυτή– ένα δημοφιλές τηλεπαιχνίδι, οι συμμέτοχοι στο οποίο παρακολουθούνταν με κάμερες όλο το 24ωρο. Και φυσικά ο ολοκληρωτισμός που προφήτευσε, πέρα από τις σύγχρονές του πραγματικότητες του φασισμού και του σταλινισμού, βρήκε πολλές απομιμήσεις αργότερα σε πολυάριθμα δικτατορικά καθεστώτα αλλά και στη μαζική τεχνολογική χειραγώγηση των νεοφιλελεύθερων δημοκρατιών επί των ημερών μας.

Το 1984 και το Φαρενάιτ 451, ένα δυστοπικό μυθιστόρημα του Ρέι Μπράντμπερι, τιμήθηκαν το 1984 με το Βραβείο Προμηθέα για τη συμβολή τους στην παγκόσμια λογοτεχνία. Το 2011 η Φάρμα των Ζώων έλαβε το ίδιο βραβείο. Σε μια δημοσκόπηση του BBC το 2003 το 1984 πήρε την 8η και η Φάρμα των Ζώων την 46η θέση. Το 2021, οι αναγνώστες της Επισκόπησης Βιβλίων των Νιου Γιορκ Τάιμς ανέδειξαν το 1984 τρίτο σε μια λίστα με τα καλύτερα βιβλία των τελευταίων 125 χρόνων.

Αυτές οι διακρίσεις και η αναγνώριση του 1984 ως ενός από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα δεν είναι υπερβολικές. Ούτε η προειδοποίηση που απευθύνει διαψεύστηκε από τα γεγονότα· απεναντίας, μια ματιά γύρω μας θα δείξει ότι ο ζοφερός, δυστοπικός οργουελικός κόσμος έχει έρθει πιο κοντά. Το πρόσφατο βίντεο με τον Τραμπ και τον Νετανιάχου να διασκεδάζουν σε μια Γάζα αναπλασμένη όπως το Λας Βέγκας κάτω από μια πλειάδα αγαλμάτων του Τραμπ και με τον Ίλον Μασκ να σκορπά γύρω δολάρια παρέχει τη σύγχρονη εικόνα του εφιαλτικού ολοκληρωτισμού ενάντια στον οποίο προειδοποίησε με πάθος ο Όργουελ. Και η αξία της προειδοποίησής του υπογραμμίζεται από την ισχυρή επίδραση του 1984 σε μετέπειτα μυθιστορήματα και ταινίες, στην οποία δεν είναι δυνατό να επεκταθούμε εδώ.

Ένας αυστηρός κριτής θα μπορούσε ίσως να επισημάνει κάποιες ακόμη αδυναμίες και κενά στο 1984 όπως και στην προσωπική διαδρομή του Όργουελ, πέραν όσων επισημάναμε ήδη. Ιδιαίτερα η μορφή του Γκολντστάιν, του αντίπαλου δέους του Μεγάλου Αδελφού, έχει την πρόθεση να εμπνέεται από τον Τρότσκι (έκδηλη είναι η συνήχηση με το εβραϊκό του όνομα, Μπρονστάιν), όμως η έννοια του γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού που του αποδίδεται αντιστοιχεί περισσότερο στις απόψεις του Μπάρναμ, τις οποίες επέκρινε ο Τρότσκι. Αν όμως ο κριτής μας ήταν και δίκαιος δεν θα αποτύχαινε να διακρίνει, ακόμη και στα πιο σκοτεινά προαισθήματα του Όργουελ, την αγωνία και την ελπίδα για το καλύτερο ανθρώπινο μέλλον. Από αυτή την αγωνία και την ελπίδα για το μέλλον εμπνέεται το 1984.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι συγγραφέας.

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή