«Ο χρόνος, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία…»

Οι Πρωτοχρονιές είναι στα όνειρά μας, στο ρολόι του νου μας, στις μνήμες που έμειναν ολοζώντανες, στις σωματικές, πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις , τις οποίες διαθέτουμε. για να επιτύχουμε έναν σκοπό…

«Ζούμε με συναισθήματα, όχι με τις ώρες στο ηλιακό ρολόι. Θα έπρεπε να μετράμε το χρόνο με τους χτύπους της καρδιάς.» ( Αριστοτέλης)

  • Της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου

Λίγες ηµέρες µένουν για να υποδεχτούµε με λαμπερά ρεβεγιόν το νέο έτος. Κατ΄ουσίαν η πρώτη του χρόνου δεν διαφέρει από τις άλλες ημέρες.
Οι Πρωτοχρονιές είναι στα όνειρά μας, στο ρολόι του νου μας, στις μνήμες που έμειναν ολοζώντανες, στις σωματικές, πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις , τις οποίες διαθέτουμε. για να επιτύχουμε έναν σκοπό…
Ώσπου έρχονται οι ποιητές να μας προσγειώσουν στην πραγματικότητα. Άλλοτε λοιδορώντας τα σμόκιν και τις πανάκριβες τουαλέτες και άλλοτε μιλώντας για τις Πρωτοχρονιές του φτωχού και του πλούσιου, των μοναχικών και των ανέργων. Ενώ ηγέτες πολλών κρατών ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να υψώσουν τείχη, προκειμένου να χωρίσουν τις πλούσιες από τις φτωχές περιοχές.
Καλή χρονιά να έχουμε…
Ας δούμε, όμως, τι λένε αγαπημένοι ποιητές για το νέο χρόνο. Κάποιοι πιο παλιά, κάποιοι πιο πρόσφατα.

Ο Νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης λέει για το χρόνο στους «Προσανατολισμούς»:

«Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Γύρω απ’ την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες
Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η Ζωή.»
(Ο. Ελύτης, Προσανατολισμοί, εκδόσεις Ίκαρος).

Ο πρίγκιπας της ελληνικής ποίησης , ο Τάσος Λειβαδίτης στο ποίημά του με τον τίτλο «Ιανουάριος» αναρωτιέται:

«Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει;
Τι θα μας φέρει; Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.»
(Από τη συλλογή «Τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδόσεις Κέδρος, 1990. Συγκεντρωτική έκδοση «Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τρίτος τόμος, 1979 – 1990», εκδόσεις. Μετρονόμος, 2015.)

Και στη ραψωδία της Οδύσσειας ο Λειβαδίτης εκφράζει μια άλλη άποψη:

«…Αηδίες— ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό
ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ό,τι ζήσαμε χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε αυτά μας ανήκουν…»
(Τάσος Λειβαδίτης, 25η ραψωδία της Οδύσσειας, εκδόσεις Κέδρος.)

Ο ίδιος ποιητής στο Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο καταθέτει την παρακάτω σκέψη:

«Ο χρόνος, σκέφτομαι, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία – για ποιο πανάρχαιο σφάλμα! Βράδιαζε. Άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου.
Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ….»
(Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο – Τάσος Λειβαδίτης, εκδόσεις Μετρονόμος.)

Ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς στη δική του «Πρωτοχρονιά» στέκεται απόμακρα:

«Αγάπες πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί,
τώρα και χτες, πληγές, χαρές, ω ριζικά του κόσμου,
κι εσείς που κάπου ζήσατε, και λιώνετε νεκροί,
κι εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα εμπρός μου,

πατρίδα μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι, νιάτα,
κι εσείς ονείρατα άστρεχτα, κι η ελπίδα εσύ, και ο τρόμος
κι η ορμή, κι εσείς που απάντησα και σύντυχα στη στράτα,
ή καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος,
καρποί που μαραγκιάσατε κι εσείς βλαστοί δροσάτοι,

φαντάσματα και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή.
Της ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το παλάτι,
διάπλατα σας ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί.
Ρήγας κι εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω
το θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει…»
(«Πρωτοχρονιά» του Κωστή Παλαμά. Δεύτερη έκδοση, επιμέλεια “Ιδρύματος Κωστή Παλαμά”, Αθήναι, χ.χ.ε., τόμοι 16. Βιομηχανική βιβλιοδεσία, σχήμα 8ο (21×14,5), σε πολύ καλή κατάσταση)

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημά του με τον τίτλο «Μονοτονία» έχει να μας πει:

«Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —
η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Aυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει•
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.»
(Κ. Π. Καβάφης, Τα ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος)

Ο Νίκος Καρούζος εκφράζει τις δικές του αλήθειες:

«Ο χρόνος είναι γενικός.
Δεν μπορούμε να εντοπίζουμε τα οράματα.
Δεν μπορούμε να μοιράζουμε τις αστραπές
απ’ τα κλωστήρια τ’ ουρανού με δόσεις…
Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός.
Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση «Παρωδία της άχραντης διάρκειας ο χρόνος
κορσέδες τα δευτερόλεπτα»
(Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Α΄ & Β’, Ίκαρος)»

Ο Γιάννης Βαρβέρης μας καλεί στο δικό του «Ρεβεγιόν»:

«Στις δώδεκα στο φώτο φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.
Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι.
Τι λέτε ρε, το ξέρετε πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;
Κι αυτό τον τύπο να τόνε κεράσετε
μια ελίτσα με κουκούτσι
για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δωσ’ το μαχαίρι:
Ένα της ποίησης
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης…»

Η Κική Δημουλά εμπνεύστηκε από το παραμύθι

«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» και μας συγκίνησε:
«Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.

Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες
μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω- γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες
όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ’ εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.
Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.»

Η Αριστέα Παπαλεξάνδρου, καλώντας «Άπαντες απόντες» κατέγραψε:

«Είχε καλόν καιρό και μαύρη θλίψη στην Αθήνα
Χριστούγεννα του εννιά
Πρωτοχρονιά του δέκα
Κινητικότητα πολλή
Γιορτές που κλήθηκαν
κι οι πεθαμένοι να γιορτάσουν
Δείπνα μ’ ευχές και προτροπές
να σας ξεχάσω κάποιες μέρες
όλοι το λέγαν κι έλιωνα πως ίσως κάτι ξέραν
τόσο πικρό κι ανείπωτο
σαν νά ’ναι θάνατός μας
Ώσπου μου τό ’στειλες κι εσύ
το λυπημένο γράμμα
κι ό,τι κι αν πω θά ’ναι ϕαιδρό
σαν όλα τα θλιμμένα
Και θα κρατούν αιώνια
οι νύχτες που θα έρθουν
με δίχως την ανάσα σου
με δίχως την ϕωνή σου
σαν τις παλιές τις εποχές
Πρωτοχρονιές του κόσμου
Έξω να βγω κόσμο να δω κι εσένα να ξεχάσω
Λες κι η ζωή μου δόθηκε
για να την διαγράψω.» (Από τη συλλογή «Υπογείως», εκδόσεις . Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ, 2012)

Ο Σωτήρης Παστάκας, γράφει για την «Πρωτοχρονιά των ξένων»

«Τη φετινή Πρωτοχρονιά, για δώρο θέλω να μου πεις ένα ωραίο παραμύθι, από τα παιδικά σου χρόνια, σε κάποιο χωριό της νότιας Ιταλίας. Ως μικρότερη από τις πέντε αδερφές της μητέρας σου. Χωρίς πατέρα και παππού, μ’ έναν λιμοκοντόρο θείο. Η γιαγιά, οι καλόγριες, στίξη κι αντίστιξη των παιδικών σου χρόνων. Ένα χρόνο προτού σε συναντήσω, αντίκρισα την Αδριατική κατάματα, τη νύχτα διασχίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη με το τρένο. «Χαίρε Απουλία» φώναξα, «και θάλασσα δική μας»… Κάθε ελαιόδεντρο κι ένας κήρυκας που έστελνε η πατρίδα μου να με προϋπαντήσει. Κι η ποίηση απέκτησε για μια στιγμή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, μικρής παιδίσκης που έπαιζε στο χώμα με τους σβόλους. Σε ξαναβρήκα, αλλά στο μεταξύ μεγάλωσες πιο γρήγορα από μένα, μες στη βιασύνη σου και με ξεπέρασες: Σ’ αντάμωσα γυναίκα. Φέτος την Πρωτοχρονιά. που πίσω σου ξέμεινα οριστικά και πια δε σε προφταίνω, θύμισέ μου, σε παρακαλώ, τι μεγάλος ποιητής υπήρξα, όταν δεν έγραφα ποιήματα.
(Από τη συλλογή «Η μάθηση της αναπνοής σε τρεις κινήσεις», εκδόσεις Μελάνι, 2006)

Ο Χάρης Βλαβιανός μια «Παραμονή» Πρωτοχρονιάς

«Για σένα ο μήνας θα ’ναι πάντα ο πρώτος· οι ατέλειες στο πορτραίτο – το τεθλιμμένο βλέμμα η αμήχανη σύσπαση των χειλιών – σε αφήνουν αδιάφορη. Στην πολύχρωμη σιωπή της αγαπημένης σου βραδιάς (χρυσά έλατα, πορσελάνινες κούπες) γιόρτασα την ακινησία του χρόνου. Οι αγγελιαφόροι φορώντας μάσκες και περούκες χορεύουν με τους ζωντανούς. Σκοτείνιασε νωρίς. (Από τη συλλογή «Adieu», εκδ. Νεφέλη, 1996. Συγκεντρωτική έκδοση «Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων», εκδόσεις. Νεφέλη, 2013)»

Ο Ηλίας Λάγιος, στη δική του «Πρωτοχρονιά» εμφανίζεται οργισμένος:

«Να φτάνεις ώς το 2002 μ’ ένα κοστούμι μόδας του ’30. Να λες του μεγαλόσχημου ήλιου: «Πάντα μου αρκεί να δύω». Να ’ρθείς στην γκρίζα χώρα του Σημίτη, που ένα τραπέζης κάλπικο βιβλιάριο θ’ αλλάξεις με μισθό, τζόκερ, ωράριο, T.V. και σπίτι. Μ’ αλκοόλ και νύχτα, μπάτσους κι ηρωίνη, τ’ αδέλφια σου ενοικούν πλατεία Βάθης. Σπεύσε το δίδαγμά σου να τους μάθεις. Οργή κι οδύνη. Τινάζεις απ’ τα ρούχα σου στου «Φλόκα» άμμο απ’ τους σύσκιους δρόμους της Πρεβέζης. Με τον Μαύρο μονότονα να παίζεις πικέτο ή πόκα. Περιστερές φρουρούν το Παρλιαμέντο. Φλάσαρε ν’ ανεβείς στο Κολωνάκι. Ίσκιος με ίσκιους θα πιεις σε λιγάκι φαρμάκι φρέντο. Και στην Δεξαμενή ως δεις ν’ απλώνει του κυρ Αλέξανδρου ο επενδύτης, θα τυλιχτείς πρηνής, θύμα και θύτης, λευκό σεντόνι. Να μπεις απλός πελάτης στην «Εστία» κι όπως θ’ ακούς μεταμοντέρνους ήχους να ψιθυρίσεις δυο δικούς σου στίχους, έτσι στ’ αστεία. Χλομούς δαίμονες βλέπεις υπεράνω και στα έγκατα πύρινους ανθρώπους. Ξέρεις να με πονάς με χίλιους τρόπους, πριν καν πεθάνω. Να ’χουνε σβήσει γύρω σου όλες κι όλοι, δίχως να ονειρευτούν πράσινα δάση. Ο θάνατος, μοιραίως, τους υφαρπάσσει μ’ άδειο πιστόλι. Κι αν παίξεις με τις κάργες, σαν παιδάκι, στα κεραμίδια άφωνη μια λύρα, ίσως συμμεριστείς εκ νέου, την μοίρα του Καρυωτάκη. (Δημοσιευμένο στη Νέα Εστία, τ.χ. 1741, Ιανουάριος 2002)

Ο Κώστας Μαυρουδής, στο πεζό του «ΧΕΙΜΩΝΑΣ ή Παραμονή Πρωτοχρονιάς» ξετυλίγει τις μνήμες του:

«Ώστε σ’ εσάς οφείλει το όνομά της η μικρή παρισινή οδός που με φιλοξενούσε (έβδομο διαμέρισμα τέταρτος όροφος ,νούμερο 3) βρίσκω τις λεπτομέρειες του βίου σας σε ένα τεράστιο Larousse και βέβαια κατώτερη των περιστάσεων η συγκυρία και οι πηγές θέλω να πω μια ανακάλυψη γραφείου εκεί που έπαλλε ζωή γέφυρες συζητήσεις παγωμένα βράδια (εικόνες-ζώα που εξημέρωνα γοητευμένος) ο Jean Baptiste de Gribeauval λοιπόν μηχανικός του γαλλικού στρατού γεννημένος το 1715 στην Αμιέν (κατασκευάσατε ένα νέο τύπο κανονιού που άλλαξε άρδην την ισχύ του Πυροβολικού) να διευκρινίσω ελάχιστος ο δρόμος σας (οκτώ αριθμοί) κάθετος στη μεγάλη οδό ντι Μπακ μπροστά μας η είσοδος του μετρό ο θάλαμος το κέρμα που κουδούνιζε πέφτοντας απ’ τη συσκευή διαγωνίως το Café Escorial κατά κανόνα βάδιζα προς το ποτάμι, αριστερά ο Άγιος Βλαδίμηρος των Ουκρανών, στον κήπο του η βρύση, το άδειο παγκάκι από μπετόν (μνημείο του μοντερνισμού στην Άγνωστη Γκουβερνάντα ας πούμε), εν πάση περιπτώσει στο δρόμο με το όνομά σας ξημέρωνε Πρωτοχρονιά, τρεις το πρωί (με σηκωμένο το γιακά) επιστροφή στο σπίτι, το ηλικιωμένο ζεύγος λίγο πριν φτάσουμε στην είσοδο, ο σύζυγος (μακρύ κασκόλ αμφίθυμο να πέσει) με άδειο ποτήρι της σαμπάνιας (όπως για το γουέστερν θα κρατούσε το περίστροφο) ενώ εκείνη κούμπωνε το παλτό του προστατευτική. Δεν ήταν λάθος που προέβλεψα ανακοίνωση: 1977 ! μου φώναξε με το ποτήρι του ψηλά Χωρίς αμφιβολία απάντησα Αυτός ο χρόνος κάποτε ήταν μέλλον είπε σαν να με πληροφορούσε για ένα θρίαμβο χαμένο μια ήττα που έπρεπε οπωσδήποτε να ξέρω και να με αφορά βρισκόμουν πια στη φωτισμένη είσοδο (στην πόρτα με τον τετραψήφιο κωδικό) ήθελε συμπεραίνω να μιλήσει για το χρόνο να καταγγείλει το Παρόν που είναι πάντοτε παρωχημένο (ανύπαρκτο σωστότερα να πω) σαν Εκκλησιαστής κήρυττε το εφήμερο (που οι νεότεροι και οι πανηγυριστές το αγνοούν) αυτό μας έλεγε χαιρέκακα γωνία ντι Μπακ και Γκριμποβάλ ο μελαγχολικός τριάντα χρόνια παρελθόν όπως σας είπα…»
(Από τη συλλογή «Τέσσερις εποχές», εκδόσεις Κέδρος, 2010)

Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου στο «Ντου μπι ντου μπι ντου» θυμάται ….

Κατά την πρωινή επίσκεψη
άγνωστοι κύριοι
με μακροχρόνιες σπουδές στην τρομερή
οφθαλμαπάτη της ζωής
κι άνθη βανίλιας ανάμεσα στα δόντια τους
μιλούσαν χαμηλόφωνα
για την τύχη που θα είχαν
οι ανομολόγητες αμαρτίες
τώρα που η σκάλα γινόταν επικίνδυνη
και η Αποκαθήλωση δε σήκωνε αναβολή.
Οι άλλοι μετά θα προσπαθούσαν
ν’ αποσιωπήσουν το συμβάν
και φυσικά μιλώ
για κείνη την Πρωτοχρονιά
που έγειρες απαλά για μια στιγμή στο πλάι
κι ανεξιχνίαστο έμεινε έκτοτε το αίνιγμα.
Πώς δηλαδή ενώ ήξερες τόσο καλά
ν’ ανακατεύεις χρώματα
επέλεξες το συμπαγές λευκό
κι όπως απότομα διακόπτεται η ταινία
και λες
τώρα θα πέσουν γράμματα
τώρα θ’ ακούσω μουσική
όμως ο ήρωας tableau vivant
θαρρείς και αφαιρείται
ή δεν μπορεί να θυμηθεί τα λόγια του.
Γιατί αλήθεια δεν είναι εύκολη υπόθεση
εκεί που προχωράς κι εσύ μαζί
μ’ άλλους σακατεμένους
ξάφνου στο βάθος ν’ αστράφτουν προβολείς
ο κύριος με το επίσημο κοστούμι
ν’ αφήνει το μικρόφωνο
να ’ρχεται κατά πάνω σου
το χέρι να σου απλώνει φιλικά
–με λένε Φράνκυ να σου λέει
το «Strangers in the night»
έμαθα σας αρέσει.
(Από τη συλλογή «Όροφος μείον ένα», εκδ. Καστανιώτη, 2008)

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή