- ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
Θα προσπαθήσω να συζητήσω μερικά κρίσιμα ζητήματα της περιόδου που ζούμε. Φανταστείτε αν σας έλεγε κάποιος πριν δύο χρόνια ότι η Νέα Δημοκρατία θα ήταν εκλογικά στο 22% ή στο 27% και τα άλλα δύο κυβερνητικά κόμματα, το μεν ένα θα κινούνταν μεταξύ 12 και 15% ενώ το άλλο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε πέσει κάτω από διψήφιο αριθμό. Θα θεωρούσατε ότι υπερβάλλει.
Τι συμβαίνει όμως και παρ’ όλη τη φθορά της Νέας Δημοκρατίας, έχουμε και στην Ελλάδα πλέον την κατάρρευση αυτού που ονομάζεται χώρος της σοσιαλδημοκρατίας και της κέντρο-αριστεράς; Είναι απλό, είναι ό,τι ακριβώς συμβαίνει και στην Ευρώπη. Ο χώρος της κεντρο-αριστεράς, δεν προσφέρει μια διαφορετική πρόταση για την κοινωνία σε σύγκριση με τον χώρο της κεντρο-δεξιάς.
Η σοσιαλδημοκρατία έπαψε να μεταδίδει ένα θετικό μήνυμα προς τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα
Η Λούκα Κατσέλη αναφέρθηκε στην ισχύ των μεγάλων εταιρειών, θέμα το οποίο πολλοί εξ ημών έχουν θίξει κατ’ επανάληψη. Θα σας βάλω όμως τώρα για λίγο στο χώρο της τέχνης: Σε ένα έργο του 1976 του Σίντνεϊ Λιούμετ, Το Δίκτυο, ένας παρουσιαστής τύπου τηλε-ευαγγελιστή απευθύνεται στο κοινό του και αρχίζει να το προσβάλει, να το απαξιώνει, υποστηρίζοντας ότι κανείς πλέον δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τη δημοκρατία στην Αμερική γιατί οι μόνες που μπορούν να επηρεάσουν είναι οι μεγάλες εταιρείες.
Αυτός ο άνθρωπος χάνει τελικά τη δουλειά του, όχι γιατί στο Δίκτυο, στον τηλεοπτικό σταθμό στον οποίο δούλευε, διαφωνούσαν με αυτά που έλεγε, αλλά γιατί η εκπομπή του έχασε την θεαματικότητά της. Το κοινό δεν ήθελε να ακούει αρνητική κριτική, δεν ήθελε να ακούει κακές ειδήσεις. Ήθελε να ακούει μόνο καλές ειδήσεις, και όσο ο τηλε-ευαγγελιστής μετέδιδε καλές ειδήσεις όλα πήγαιναν καλά και η θεαματικότητα ήταν τεράστια. Όταν όμως έπαψε να προσφέρει καλές ειδήσεις έχασε τη δουλειά του.
Τι θέλω να πω με αυτό; Ότι η σοσιαλδημοκρατία έχοντας πλέον ξεπεράσει, έχοντας ξεφύγει από το πλαίσιο των εθνικών πολιτικών όπου μπορούσε να ασκήσει πραγματική πολιτική επιρροή και έχοντας οδηγηθεί στο πεδίο της παγκοσμιοποίησης , όπως ολόκληρος ο κόσμος, αδυνατεί να διαμορφώσει διαφορετική, εναλλακτική, πρόταση. Αν και υπάρχουν διαφορετικά κυβερνητικά κόμματα η πολιτική πρόταση είναι μία: Συσσωρεύστε πλούτο στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και αυτός σιγά-σιγά θα κατέβει προς τα κάτω. Αλλά εδώ υπάρχει μια κατ’ αρχήν διαφορά μεταξύ κέντρο-αριστεράς και κέντρο-δεξιάς. Η κέντρο-δεξιά λέει ότι αυτό θα το κάνει η αγορά. Η σοσιαλδημοκρατία λέει ότι αυτό θα γίνει με τον ενεργό ρόλο του κράτους.
Στην Ελλάδα ούτε καν αυτή η διαφοροποίηση δεν υφίσταται. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, όλοι οι δυνητικοί κυβερνητικοί πολιτικοί σχηματισμοί, είτε εξ αριστερών, είτε εκ δεξιών, ουσιαστικά, αποδέχονται την πρόταση Μητσοτάκη: συσσώρευση πλούτου στα υψηλά εισοδήματα και από κει και πέρα, ό,τι ήθελε προκύψει για τα χαμηλά.
Να γιατί είναι αναγκαίες και απαραίτητες τέτοιες συζητήσεις, να γιατί πρέπει να ξανασυζητήσουμε τα βασικά ιδεολογικά και πολιτικά στοιχεία και αναφερθώ σε τρία από αυτά, τα πιο ουσιαστικά τα οποία προδίδουν το πώς έχει συρθεί η σοσιαλδημοκρατική πρόταση να ταυτιστεί , όχι με τον νεοφιλελευθερισμό, αυτό κατά τη γνώμη μου είναι λίγο τραβηγμένο, αλλά έχει οδηγηθεί στο σημείο το να έχει σε πολλά πράγματα ίδιες προτάσεις με την κεντρο-δεξιά.
Οι τρεις βασικές υποχωρήσεις της κεντρο-αριστεράς
Θα αναφερθώ εδώ σε τρεις βασικές υποχωρήσεις της κεντρο-αριστεράς:
– Η αναδιανομή είναι προϋπόθεση της ανάπτυξης
Πρώτη υποχώρηση. Το κλασικό στοιχείο της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας -εντός του έθνους-κράτους, γιατί τώρα είναι μεγαλύτερο το πρόβλημα στο πλαίσιο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης χωρίς αντίστοιχη παγκοσμιοποίηση της πολιτικής- ήταν η ενίσχυση της εργασίας και του κράτους πρόνοιας ως βάση για την ανάπτυξη της παραγωγής.
Τελείως λανθασμένα όμως έχει επικρατήσει ο μύθος ότι και η σοσιαλδημοκρατία ανέκαθεν πίστευε ότι προηγείται η ανάπτυξη της παραγωγής και έπεται η αναδιανομή μέσω των μηχανισμών του κράτους. Όχι, η ουσία των σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής ήταν πάντα τελείως διαφορετική.
Αυτή είναι η πρώτη υποχώρηση, η οποία μπορεί να φαίνεται θεωρητικής φύσης, είναι όμως πάρα πολύ πρακτικής σημασίας και είναι μια διαφοροποίηση η οποία θα έπρεπε να ληφθεί υπόψιν στα προγράμματα που διαμορφώνουν τα κόμματα της κεντρο-αριστεράς και της αριστεράς.
– Διαρθρωτικές αλλαγές και κοινωνικές τομές υπέρ των αδυνάμων
Δεύτερη υποχώρηση. Όλοι σήμερα μιλούν για μεταρρυθμίσεις και πολλοί θεωρούν ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι συστατικό στοιχείο και της κεντρο-αριστεράς και της αριστεράς. Ωστόσο ιστορικά η αριστερά και η κεντρο-αριστερά δεν μιλούσαν για «μεταρρυθμίσεις» γενικώς αλλά για διαρθρωτικές αλλαγές, για κοινωνικές τομές και ρήξεις. Γιατί οι σημερινές «μεταρρυθμίσεις» ουσιαστικά είναι μεταρρυθμίσεις υπερ των ισχυρών και σε βάρος των αδυνάμων. Εάν η κεντρο-αριστερα και η αριστερά δεν προτείνουν διαρθρωτικές αλλαγές και κοινωνικές τομές τότε δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν και να πείσουν ότι πρεσβεύουν μιαν άλλη πολιτική.
– Εξορθολογισμός των δαπανών αλλά και αύξηση των δημοσίων εσόδων
Η τρίτη υποχώρηση αφορά την προγραμματική συζήτηση εντός του προοδευτικού χώρου όπου ουσιαστικά όλοι αναφέρονται σε πρόγραμμα κοστολογημένο: κάθε πράξη, κάθε ενέργεια θα πρέπει να είναι κοστολογημένη. Όλοι μιλούν ότι για κοστολόγηση των δαπανών, κανείς όμως δεν μιλά για τα έσοδα, για το από ποιες πηγές και με ποιους τρόπους θα διασφαλίσουμε περισσότερα έσοδα. Γιατί αν έχεις 50 δισεκατομμύρια δαπάνες και 35 δισεκατομμύρια έσοδα είναι πρόβλημα τεράστιο, αν έχεις όμως 50 δισεκατομμύρια δαπάνες και 60 δισεκατομμύρια έσοδα, είναι διαφορετική κατάσταση.
Προ κρίσης, ουσιαστικά εμείς είχαμε τις ίδιες κοινωνικές δαπάνες με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γύρω στο 45 με 48% του ΑΕΠ, και το μεγάλο μας πρόβλημα ήταν βέβαια τα έσοδα. Βέβαια η τρόϊκα μέσα στην τιμωρητική της λογική για την υποτιθέμενη ασυδοσία των δαπανών, καθόλου δεν ελάμβανε υπόψη της αυτά τα στοιχεία. Το άγχος λοιπόν των κοστολογημένων προτάσεων είναι αυτό που ταλανίζει τη σημερινή διεθνή Σοσιαλδημοκρατία και όχι το πώς θα φορολογηθεί δίκαια ο παγκόσμιος πλούτος.
Έχουν ακουστεί πολλές προτάσεις για το θέμα. Παραδείγματος χάρη τα κόμματα της αριστεράς εστιάζουν στην φορολόγηση των υπερκερδών. Είναι ο εύκολος δρόμος για να μην πεις την αλήθεια, γιατί είναι αυτονόητη η ανάγκη αυξημένης φορολόγησης των υπερκερδών. Αλλά στην πραγματικότητα αυτό που λείπει δεν είναι η φορολόγηση των υπερκερδών, αλλά η προοδευτική φορολογία.
Για να υπάρξει όμως προοδευτική φορολογία πρέπει να λειτουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν μπορείς να επιβάλεις προοδευτική φορολογία και να αυξήσεις τα δημόσια έσοδα μόνο στην Ελλάδα, ή μόνο στη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, ακόμα ούτε και στη Γερμανία, όταν παγκοσμίως οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να φορο-αποφεύγουν και να φοροδιαφεύγουν και γενικά να μη φορολογούνται καθόλου.
– Να μην επιβεβαιώσουμε την Μάργκαρετ Θάτσερ
Συμπερασματικά, το μεγάλο μας πρόβλημα είναι το ότι δεν έχουμε μια διαφορετική κεντρική αφήγηση και μια εναλλακτική συνολική πρόταση απέναντι στην αφήγηση της κεντρο-δεξιάς. Και τα πρόσωπα έχουν μεγάλη σημασία και οι θεσμοί και τα κόμματα έχουν μεγάλη σημασία και η απαξίωσή τους έχει μεγάλη σημασία. Το μεγάλο πρόβλημα που έχει προκύψει με την γελιοποίηση των διαδικασιών και της πολιτικής στον ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγάλη σημασία. Στην δε Γερμανία βλέπουμε πώς οδηγούνται τα πράγματα με την άνοδο της ακροδεξιάς.
Παρόλα αυτά όμως, και σε αυτό επιμένω, όλοι πρέπει να συμβάλουμε στο να διαμορφωθεί μιά σύγχρονη εναλλακτική πρόταση, ούτως ώστε να μην εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να επιβεβαιώνεται η Μάργκαρετ Θάτσερ όταν έλεγε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στην νεοφιλελεύθερη πολιτική.