- Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Χ. ΛΑΓΚΑΔΙΝΟΣ
Πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες, που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις χαμηλές τιμές, έχουν αναγκαστεί να μειώσουν την παραγωγή τους, να κλείσουν εργοστάσια και να απολύσουν εργαζόμενους. Η αδυναμία ανταγωνισμού με τα κινεζικά προϊόντα έχει οδηγήσει σε μείωση της ανταγωνιστικότητας ορισμένων ευρωπαϊκών βιομηχανιών, καθιστώντας τες πιο ευάλωτες στην παγκόσμια αγορά.
Η αυξημένη εξάρτηση από τις εισαγωγές από την Κίνα έχει δημιουργήσει ανησυχίες σχετικά με την επισιτιστική ασφάλεια και την ευπάθεια των ευρωπαϊκών οικονομιών σε διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας. Για να επιβιώσουν, οι ευρωπαϊκές εταιρείες πιέζονται να καινοτομήσουν και να διαφοροποιηθούν, εστιάζοντας σε προϊόντα υψηλότερης ποιότητας, εξειδικευμένα προϊόντα ή υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας.
Η αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η εισροή φτηνών κινεζικών προϊόντων απαιτεί μια πολύπλευρη προσέγγιση που περιλαμβάνει διάφορα μέτρα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ενθάρρυνση της καινοτομίας και της τεχνολογικής ανάπτυξης μπορεί να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες να αναπτύξουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που διαφοροποιούνται από τα κινεζικά προϊόντα.
Η εφαρμογή πολιτικών που μειώνουν το κόστος παραγωγής, βελτιώνουν την πρόσβαση στη χρηματοδότηση και ενισχύουν την ευελιξία της αγοράς εργασίας μπορεί να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Η χρήση εργαλείων εμπορικής πολιτικής, όπως οι δασμοί αντιντάμπινγκ και οι αντισταθμιστικοί δασμοί, μπορεί να βοηθήσει στην προστασία των ευρωπαϊκών βιομηχανιών από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Ωστόσο, αυτά τα μέτρα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή για να αποφευχθούν εμπορικές εντάσεις και αντίποινα.
Η ανάπτυξη στοχευμένων βιομηχανικών πολιτικών που υποστηρίζουν στρατηγικούς τομείς και προωθούν την ανάπτυξη ισχυρών ευρωπαϊκών αλυσίδων εφοδιασμού μπορεί να βοηθήσει στην ενίσχυση της βιομηχανικής βάσης της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να συνεχίσει να διαπραγματεύεται με την Κίνα για την αντιμετώπιση των ανησυχιών σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, όπως οι κρατικές επιδοτήσεις, η παραβίαση της πνευματικής ιδιοκτησίας και η έλλειψη πρόσβασης στην αγορά.
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μπορούν να διαφοροποιηθούν δίνοντας έμφαση στην υψηλή ποιότητα, την ανθεκτικότητα, την ασφάλεια και τη βιωσιμότητα των προϊόντων τους. Οι Ευρωπαίοι καταναλωτές είναι συχνά πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα για προϊόντα που πληρούν αυτά τα κριτήρια.
Η πρόκληση που θέτει η εισροή φτηνών κινεζικών προϊόντων απαιτεί μια συντονισμένη και στρατηγική απάντηση από την Ευρώπη. Συνδυάζοντας τις επενδύσεις στην καινοτομία, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, τη χρήση εργαλείων εμπορικής πολιτικής και την επιδίωξη δίκαιων εμπορικών πρακτικών, η Ευρώπη μπορεί να μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις και να διασφαλίσει ένα βιώσιμο μέλλον για τις βιομηχανίες της.
Κίνα: Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές
Πολλές αθέμιτες εμπορικές πρακτικές καταγγέλλονται ότι χρησιμοποιεί η Κίνα. Συγκεκριμένα, στην παραγωγή και πώληση προϊόντων που είναι ουσιαστικά παραποιημένα ή απομιμήσεις επώνυμων προϊόντων, χωρίς την άδεια του κατόχου της μάρκας. Αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα με εκτεταμένες επιπτώσεις.
Αλλά υπάρχουν κι άλλες αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που συχνά αποδίδονται στην Κίνα. Η κινεζική κυβέρνηση παρέχει συχνά γενναιόδωρες επιδοτήσεις σε εγχώριες βιομηχανίες, επιτρέποντάς τους να πωλούν προϊόντα σε τιμές κάτω του κόστους παραγωγής (dumping) στις διεθνείς αγορές. Ξένες εταιρείες που θέλουν να δραστηριοποιηθούν στην Κίνα πιέζονται συχνά να μεταφέρουν την τεχνολογία και την πνευματική τους ιδιοκτησία σε κινεζικές εταιρείες.
Εκτός από τα παραποιημένα προϊόντα, η κινεζική κυβέρνηση κατηγορείται ότι δεν προστατεύει επαρκώς την πνευματική ιδιοκτησία ξένων εταιρειών, επιτρέποντας την εύκολη αντιγραφή και κλοπή τεχνολογίας. Ορισμένες χώρες κατηγορούν την Κίνα ότι χειραγωγεί την αξία του νομίσματός της (γουάν) για να κάνει τα εξαγόμενα προϊόντα της φθηνότερα και τα εισαγόμενα προϊόντα ακριβότερα, δίνοντας έτσι αθέμιτο πλεονέκτημα στις κινεζικές επιχειρήσεις. Ξένες εταιρείες αντιμετωπίζουν συχνά σημαντικά εμπόδια στην πρόσβαση στην κινεζική αγορά, όπως περιορισμούς στις ξένες επενδύσεις, περίπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες και προτιμησιακή μεταχείριση των εγχώριων επιχειρήσεων.
Οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές της Κίνας δημιουργούν άνισους όρους ανταγωνισμού για τις εταιρείες σε άλλες χώρες, καθιστώντας δύσκολο για αυτές να ανταγωνιστούν. Οι εταιρείες που χάνουν από τον αθέμιτο ανταγωνισμό υφίστανται οικονομικές απώλειες, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια θέσεων εργασίας και μείωση της οικονομικής ανάπτυξης.
Η παραβίαση της πνευματικής ιδιοκτησίας αποθαρρύνει την καινοτομία, καθώς οι εταιρείες είναι λιγότερο πιθανό να επενδύσουν στην έρευνα και ανάπτυξη εάν φοβούνται ότι η τεχνολογία τους θα κλαπεί. Τα παραποιημένα προϊόντα μπορεί να μην πληρούν τα πρότυπα ασφάλειας, θέτοντας σε κίνδυνο τους καταναλωτές.
Διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος
Διάφορες χώρες και διεθνείς οργανισμοί έχουν λάβει μέτρα για να αντιμετωπίσουν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές της Κίνας. Οι εμπορικές συμφωνίες συχνά περιλαμβάνουν διατάξεις για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και την αποτροπή του ντάμπινγκ και άλλων αθέμιτων πρακτικών. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) έχει κανόνες για την αντιμετώπιση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και παρέχει ένα μηχανισμό για την επίλυση εμπορικών διαφορών.
Πολλές χώρες έχουν θεσπίσει νόμους που απαγορεύουν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και επιτρέπουν την επιβολή κυρώσεων σε εταιρείες που εμπλέκονται σε αυτές. Οι χώρες μπορούν να επιβάλουν δασμούς ή άλλους περιορισμούς στις εισαγωγές από την Κίνα για να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις των αθέμιτων πρακτικών.
Οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα που απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και συντονισμένες προσπάθειες από τις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς. Είναι σημαντικό να δημιουργηθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και να διασφαλιστεί ότι το εμπόριο διεξάγεται με δίκαιο και διαφανή τρόπο.