Μα γιατί τόση φλυαρία, dear Σεμίνα Διγενή;

  • του Χρήστου Κεφαλή*

Κάποτε είχε ζητηθεί από τον Βρετανό γκρανμέτρ του σκακιού Τόνι Μάιλς, γνωστό για τις εκκεντρικότητές του, να γράψει μια βιβλιοκριτική για ένα βιβλίο για τα ανορθόδοξα σκακιστικά ανοίγματα. Το βιβλίο ήταν πράγματι μάπα και ο Μάιλς είχε αρκεστεί σε μια βιβλιοκριτική δυο μόνο λέξεων: «Σκέτη μπούρδα». Φυσικά το σκακιστικό έντυπο που τη ζήτησε τη δημοσίευσε και μπορεί να τη βρει κανείς ακόμη και σήμερα στο Διαδίκτυο.

Αν ο Μάιλς έγραφε βιβλιοκριτικές και για φιλοσοφικο-λογοτεχνικές μυθοπλασίες και του ζητούνταν μια για το βιβλίο της Σεμίνας Διγενή Οι Απείθαρχοι, θα αποκρινόταν εντελώς σίγουρα πάλι με δυο μόνο λέξεις: «Σκέτη φλυαρία». Γιατί πραγματικά, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια μεγαλύτερη φλυαρία από το πόνημα της κ. Διγενή, που έπεσε πρόσφατα στα χέρια μας. Το βιβλίο δημοσιεύθηκε το 2020 από τις εκδόσεις Κάκτος και στις 422 σελίδες του πασχίζεις μάταια να βρεις μια σοβαρή ιδέα, μια πρόταση που να σε κάνει να πεις: «Να, εδώ κάτι λέει! Εδώ έχουμε μια σκέψη!»

Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι δεν είναι απαραίτητο όλα τα βιβλία να προσφέρουν γνώση, να ασκούν κοινωνική κριτική και να εμβαθύνουν σε φιλοσοφικά και επιστημονικά θέματα. Κατόπιν όλων, ανήκει στη φύση της λογοτεχνίας να απευθύνεται στα συναισθήματα, να προσφέρει διασκέδαση, αναψυχή και εκτόνωση.

Στη γενική του μορφή, αυτό είναι βέβαια σωστό, όπως είναι εξίσου σωστό ότι η αληθινή τέχνη ξέρει να συνδυάζει και τα δυο, στις κατάλληλες κάθε φορά αναλογίες. Αυτό σημαίνει ότι κάποτε, όπως στη σάτιρα, η ελαφρότητα μπορεί να είναι προσόν και ακόμη, εξωτερικά, να κυριαρχεί. Ωστόσο η κ. Διγενή ανέλαβε να γράψει ένα βιβλίο που θα είχε νόημα να γραφτεί μόνο αν είχε να πει και κάτι ουσιώδες, ένα βιβλίο που από το ίδιο το θέμα του δεν μπορεί να είναι μόνο ή κυρίως ελαφρότητα.

Η υπόθεση του έργου συνοψίζεται στο οπισθόφυλλο. Σε έναν Κόκκινο Ουρανοξύστη ζουν μερικές επιφανείς μορφές του παρελθόντος «που δεν χωρούν πουθενά»: Μπόουι, Λένιν, Προυστ, Νίνου, Μπέρνχαρντ, Αϊνστάιν, Βάρναλης, Γουάινχαουζ, Σιδηρόπουλος, Χόκινγκ, Βέγγος, Κομπέιν, Μπαρτ, Κέιν, Πικάσο, Μονρόε και πολλοί άλλοι. Αυτοί είναι οι «Απείθαρχοι», που τους φροντίζει η αφηγήτρια, μια ενσάρκωση της ίδιας της κ. Διγενή. Μέλημά της είναι να δει, και να μας πει και εμάς, αν «ο παράδοξος κόσμος των απείθαρχων θα καταφέρει να πάρει μια καθοριστική απόφαση για τη Μνήμη του Κόσμου».

Θα περίμενε κανείς από την κ. Διγενή, αφού τους συναναστράφηκε όλους αυτούς στον Κόκκινο Ουρανοξύστη της και δημιούργησε –όπως δηλώνεται– ισχυρούς δεσμούς μαζί τους, να είναι σε θέση να μας πει κάτι για τον καθένα τους. Ποιο ήταν το στίγμα του, σε τι ήταν απείθαρχος και γιατί, σε τι μπορεί να διέφερε από τους άλλους, για ποιο πράγμα τον θυμόμαστε, βρε αδελφέ.

Αυτό ακριβώς είναι που λάμπει στο βιβλίο δια της απουσίας του. Η μόνη σίγουρη πληροφορία που παίρνουμε είναι ότι όλοι τους ήταν γενικώς και αορίστως απείθαρχοι, με την ίδια ακριβώς αόριστη και γενική έννοια που είναι «απείθαρχη» σήμερα και η κ. Διγενή. Κοντολογίς, ένας αχταρμάς από αερολογίες, αμπελοφιλοσοφίες και φληναφήματα, πασπαλισμένα με κάθε λογής «πικάντικες», σχεδόν αποκλειστικά σεξουαλικές σάλτσες και καρυκεύματα.

Αν η κ. Διγενή μιλούσε μόνο για τον εαυτό της, ιδιωτικά ως Σεμίνα, θα μπορούσε να πει κανείς μικρό το κακό. Είναι όμως εκλεγμένη βουλευτίνα με το ΚΚΕ και αρθρογράφος στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη, που θεωρεί τον εαυτό της αριστερή, ακόμη και κομμουνίστρια. Έχει ένα ενδιαφέρον, λοιπόν, να δούμε γιατί σφάλλει σε αυτήν την πεποίθησή της, και πώς αυτό το σφάλμα την κάνει ένα κατάλληλο μαϊντανό ή καρύκευμα για τη νεοσταλινική αθλιότητα που σερβίρει τις τελευταίες δεκαετίες η ηγεσία του ΚΚΕ.

Της κοινοτοπίας το ανάγνωσμα

Ολόκληρο το βιβλίο βρίθει από κοινοτοπίες, που τις περισσότερες από αυτές θα μπορούσε να τις πει ακόμη και ο μανάβης της γειτονιάς μας. Επιπλέον, αφορούν σχεδόν όλες τα ερωτικά χούγια και τα βίτσια των ενοίκων του ξενοδοχείου, έτσι που νομίζεις ότι αν έμειναν στην ιστορία ήταν ακριβώς γι’ αυτά τα χούγια και τα βίτσια τους. Ας σταχυολογήσουμε μερικές.

Σε ένα σημείο ο Προυστ και η πρωταγωνίστρια παρακολουθούν μια κουβέντα ανάμεσα στην Μαρίκα Κοτοπούλη και τον Ίωνα Δραγούμη, που συζητούν σοβαρά το μέλλον της σχέσης τους:

«- Θα με παντρευτείς;

– Σ’ το είπα. Ναι, θα σε παντρευτώ…

– Καλά, παραμύθια της Χαλιμάς…

– Θα παντρευτούμε Μαρίκα, θα δεις. Θα γίνει σύντομα.

– Είμαι σίγουρη πως σκέφτεσαι την άλλη…

– Η άλλη πέθανε, τέλειωσε για μένα…».

Αυτή η βαρυσήμαντη στιχομυθία παρακινεί τον Προυστ να κάνει το εξής σχόλιο:

«Παρακολουθώντας αυτή τη γυναίκα, καταλήγω πάλι στο ότι τα ψέματα είναι απαραίτητα στον άνθρωπο. Είναι, ίσως, εξίσου σημαντικά με την αναζήτηση της ηδονής και, επιπλέον, υπαγορεύονται από αυτή την αναζήτηση» (σελ. 64).

Δεν είναι μόνο ο διάλογος ανάμεσα στην Κοτοπούλη και τον Δραγούμη τελείως μπανάλ· το σχόλιο του Προυστ επίσης είναι ένα από τα πιο μπανάλ, χιλιοειπωμένα κλισέ, που μπορεί να τα κολλήσει κανείς (όπως και το ανάποδό του, ότι η αλήθεια είναι αυτή που μας σώζει) σε κάθε παρόμοιο διάλογο.

Η συνομιλήτρια δεν μένει ικανοποιημένη και ο Προυστ συνεχίζει ακάθεκτος: «Τότε κράτα αυτό. Η ερωτική ζήλια επισπεύδει την τραγωδία. Επιβεβαιωμένο».

Η συνομιλήτρια θυμίζει τότε στον Προυστ τις δικές του ομοφυλοφιλικές περιπέτειες, καθώς και μια περίσταση όπου κατάγγειλε στην ιδιοκτήτρια του σπιτιού όπου έμενε τις υπερβολικά θορυβώδεις περιπτύξεις των γειτόνων του.

Σε αυτό ο Προυστ απαντά: «Μα έκαναν έρωτα κάθε μέρα με ένα τέτοιο πάθος που με δαιμόνιζε! Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήθελα να τους σκοτώσω! Μ’ έκαναν να τους ζηλεύω σαν τρελός» (σελ. 65).

Και πάει λέγοντας.

Σε μια άλλη περίσταση, η Μάρλεν Ντίτριχ, αδιάφορη που την περιμένουν ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, αποκαλύπτει στην πρωταγωνίστρια το μυστικό της γυναικείας γοητείας και της επιτυχίας, που –ποιος θα το περίμενε;– δεν είναι άλλο από την γκλαμουριά:

«Θα σου δώσω μια συμβουλή. Μην ξεχνάς ποτέ ότι το γκλάμουρ δίνει μια βεβαιότητα. Αν το έχεις ξέρεις ότι θα είσαι εντάξει ό,τι και να γίνει. Είσαι ασφαλής, νιώθοντας πως σε οποιαδήποτε περίσταση θα είσαι αντάξιά του. Αρκεί βέβαια να τονίζονται σωστά οι γοφοί και το μπούστο» (σελ. 137-138).

Η περιπέτεια της Ντίτριχ με τον Ρεμάρκ είναι όντως συνταρακτική:

«- Τον ερωτεύτηκες μήπως;

– Δεν πρόλαβα, αγάπη μου. Μόλις με πήγε στο ξενοδοχείο μου, μου αποκάλυψε, για να μην έχουμε παρεξηγήσεις, ότι είναι ανίκανος.

– Τι λες τώρα; Κι εσύ τι του είπες;

– Του είπα: “Αυτό είναι υπέροχο”…».

Λίγο μετά οι δυο τους μπαίνουν στο σαλόνι και πλάι στον Ρεμάρκ και τον Χέμινγουεϊ βλέπουν στρογγυλοκαθισμένη την Ελίζαμπεθ Τέιλορ.

«Θεούλη μου, η Τέιλορ στο σπίτι της Ντίτριχ! Θα γίνει σφαγή, είναι σίγουρο. Πρέπει να είναι δουλειά του Έρνεστ. Αυτός θα την κάλεσε, το θεωρώ βέβαιο. Τρελαίνεται για ύαινες που σκοτώνονται», μονολογεί η πρωταγωνίστρια.

Και πραγματικά, η Ντίτριχ δεν χάνει την ευκαιρία να ξεκατινιάσει την Τέιλορ στον Έρνεστ: «Κοριτσάκι; Αυτή η απαίσια γυναίκα κοριτσάκι; Αυτή η Αγγλίδα κουνίστρα με τα μεγάλα μαστάρια;… Όλη η Αμερική ξέρει πως μέχρι τα 16 της είχε κοιμηθεί με το μισό Χόλλυγουντ και είχε κάνει τρίο –άκουσον-άκουσον!– με τον JFK! Για διάβασε τη νέα βιογραφία της που κυκλοφορεί και τα ξαναλέμε» (σελ. 140, 142).

Κοντολογίς, το είδος των αποκαλυπτικών ρεπορτάζ που μπορεί να δούμε εν αφθονία στα πρωινάδικα της τηλεόρασης και στα κουτσομπολιά της Espresso. Εδώ όμως μας προσφέρονται ως μέρος ενός Κόκκινου Ουρανοξύστη, που προάγει την Μνήμη του Κόσμου και ίσως μάλιστα και τον κομμουνισμό!

Τζόις και Ουγκώ

Ας αφήσουμε όμως την Ντίτριχ και την Τέιλορ να ξεμαλλιαστούν με την ησυχία τους και ας δούμε τα λίγα εκείνα σημεία στα οποία η κ. Διγενή προσπαθεί να μας αποδείξει –και να πείσει και τον εαυτό της– ότι είναι μια αυθεντική επαναστάτρια. Οι αναφορές της στον Τζόις και τον Ουγκώ είναι εξαιρετικά διαφωτιστικές για το είδος της «επανάστασής» της.

Ενώ ο Τζόις και η Βιρτζίνια Γουλφ συζητούν για –τι άλλο –τα ερωτικά τους, παρεμβαίνουν στην κουβέντα η Ευγενική Κ. και ο Φιλεύσπλαχνος Γ., τα δυο στηρίγματα του συστήματος στην ιστορία, ας πούμε κάτι παρόμοιο με τον καλό Πορτοσάλτε. Η Ευγενική Γ. μιλά στη Γουλφ για την αξία της προσευχής και της εξομολόγησης, προκαλώντας την αντίδραση του Τζόις. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:

«Τζόις: Δεν συμπαθώ κανέναν από τους ιερείς που ξέρω, ούτε τον ρόλο τους ούτε αυτό που εκπροσωπούν. Και αν θες να ξέρεις απορρίπτω και τις κοινωνικές συμβάσεις και τις αποδεκτές αρετές και τις κοινωνικές τάξεις και τα θρησκευτικά δόγματα. Όλα αυτά! Και καταριέμαι και το σύστημα που τα στηρίζει και που μας μετατρέπει όλους σε θύματα.

Φιλεύσπλαχνος Γ.: Δηλαδή, κύριε Τζόις –αν μας επιτρέπετε– τα διαγράφετε όλα αυτά από τη ζωή σας; Πιστεύετε ότι δεν έχετε την ανάγκη τους; Αυτό μας λέτε;

Τζόις: Ακριβώς αυτό σας λέω, κύριε. Μόνο ως αλήτης μπορώ να γίνω μέρος του κοινωνικού κατεστημένου! Και πολύ του είναι!» (σελ. 361).

Αυτό όλο φαίνεται σαν μια ακραία επαναστατική στάση στην Ευγενική Κ. και τον Φιλεύσπλαχνο Γ., που αποχωρώντας σπεύδουν να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους. Πρόκειται, λένε, για ύβρη, για κάτι αδιανόητο, μια προσπάθεια εξομοίωσης με τον Θεό. «Μιλάμε», αποφαίνεται ο Φιλεύσπλαχνος Γ., «για προσπάθεια ανατροπής της κοινωνικής ισορροπίας και παραβίασης της ηθικής τάξης. Χρειάζεται να το δούμε» (σελ. 362).

Αυτό που λέει εδώ ο Τζόις είναι όλη κι όλη η «επανάσταση» της κ. Διγενή. Άσχετα αν την αποδίδει στον Τζόις, την αρθρώνει με σαφήνεια γιατί είναι η μόνη «επανάσταση» που η ίδια ξέρει και εξασκεί. Μόνο που ατυχώς πρόκειται για καθαρή επαναστατική φράση χωρίς ίχνος ουσίας.

Κατ’ αρχήν είναι απίθανο να έλεγε ποτέ ο Τζόις όσα του αποδίδει η κ. Διγενή. Ιδιαίτερα η φράση ότι θα γινόταν ως αλήτης μέρος του κοινωνικού κατεστημένου θα σήμαινε να αποδεχτεί τη θέση του πιο ταπεινού λακέ. Το κατεστημένο δεν έχει μόνο Ίλον Μασκ και πάπες· έχει και γελωτοποιούς και αλητήριους α λα Φειδία. Μορφές όπως ο Τζόις δεν είναι τέτοιο πράγμα, ούτε νομίζουν ότι είναι και ούτε θέλουν να είναι αυτό. Ως φύσεις είναι υπερευαίσθητες φυσιογνωμίες, άνθρωποι από πορσελάνη, που η σύγκρουση με τις πραγματικότητες του καπιταλισμού τους κάνει χίλια κομμάτια. Και καθώς δεν έχουν το σθένος να αγωνιστούν, οικοδομούν έναν υποκειμενικό κόσμο στο πρότυπο του θρυμματισμένου εγώ τους, μέσα στον οποίο μπορούν να αισθάνονται την ατομικότητά τους ως κάτι ανεξάρτητο, ακέραιο και ανώτερο από όσα τους ταλαιπωρούν. Το διακριτικό τους γνώρισμα όμως, που προσδίδει μια εσωτερική ένταση στο έργο τους, είναι η υποκειμενική ειλικρίνειά τους σε αυτή τους την πεποίθηση. Είναι, βέβαια, μια ψευδής πεποίθηση αλλά γνήσια παρ’ όλα αυτά στις προθέσεις της, και ως τέτοια δεν μπορεί να συνδυαστεί με διακηρύξεις του τύπου, «Θα γίνω ο αλήτης του κατεστημένου».

Γιατί είναι κενή περιεχόμενου μια «επαναστατικότητα» όπως αυτή που πρεσβεύει η κ. Διγενή και αποδίδει στον Τζόις; Είναι τέτοια γιατί η από μέρους της απόρριψη των κοινωνικών τάξεων, των θρησκειών και του συστήματος μένει καθαρή χειρονομία, ένα ξόρκι. Αυτό που ξεχνά είναι ότι μπορεί μεν η ίδια να «διαγράφει» έτσι το σύστημα και τις τάξεις, όμως το σύστημα και οι τάξεις δεν διαγράφουν την ίδια. Ακόμη και μετά από αυτή τη «διαγραφή» το σύστημα και οι τάξεις εξακολουθούν να υπάρχουν, με όλες τις συνέπειές τους, τις οποίες βλέπουμε σήμερα στην Ουκρανία ή την Παλαιστίνη. Μια τέτοια απόρριψη που δεν συνοδεύεται από καμιά πρακτική υποχρέωση και δέσμευση δεν έχει λοιπόν ιδιαίτερη αξία. Και η κ. Διγενή, παρά τις παρανοήσεις της, έχει ένα δίκιο να βρίσκει στον Τζόις το προσφιλές πρότυπό της, ακριβώς γιατί απουσιάζει από αυτόν, όπως και από την ίδια, κάθε στοιχείο έμπρακτης κοινωνικής εμπλοκής.

Το κεφάλαιο για τον Ουγκώ, «Ο κύριος Ουγκώ έχει ανησυχίες», αποσαφηνίζει παραπέρα την εικόνα. Σχεδόν όλο αφιερώνεται πάλι – σε τι άλλο; Στην πληθωρική σεξουαλικότητα του Ουγκώ, που δεν είχε αφήσει γκόμενα για γκόμενα σε χλωρό κλαρί στο Παρίσι και, κατά πώς φαίνεται, συνεχίζει ακάθεκτος και στον Κόκκινο Ουρανοξύστη.

«Ο κύριος Ουγκώ… ο πιο δραστήριος sex addict του 19ου αιώνα, με υποδέχτηκε, ευτυχώς…, κάπως ντυμένος και με όρεξη για κουβέντα. Πάντα οι απορίες του έχουν να κάνουν με ό,τι νέο υπάρχει στον τομέα της ερωτικής βιομηχανίας. Ρωτάει με ενδιαφέρον.

– Αληθεύει ότι επινοήθηκε μια συσκευή που ελέγχει τους δονητές και καταγράφει τους ερωτικούς ήχους και ύστερα τους αποθηκεύει στο κινητό σας;

– Ισχύει, ναι, και μάλιστα χωρίς να το γνωρίζουν οι χρήστες. Πού βολεύει να αφήσω τα κρουασάν;

Αγνοεί την ερώτησή μου. Συνεχίζει:

– Έμαθα πως δημιουργήθηκε μια απίστευτη πλατφόρμα σεξουαλικής διέγερσης των παικτών. Τώρα έγινε αυτό;

– Εδώ και λίγο καιρό. Βάζω τις εφημερίδες σας πάνω στο γραφείο σας, ε;

Το βιολί του εκείνος:

– Αυτή η πλατφόρμα που λέγαμε, πώς δουλεύει δηλαδή;… Έτυχε, εντελώς τυχαίως βέβαια, να παρακολουθήσω ένα σχετικό βίντεο και έμεινα πραγματικά άναυδος με το εύρος της φαντασίας και τη σχεδιαστική δεινότητα των δημιουργών του» (σελ. 191-192).

Βέβαια, ο Ουγκώ, πέρα από τις γυναικοδουλειές, είχε και κάποια άλλα ενδιαφέροντα στον καιρό του, που δεν τα είχε μάλιστα ο Τζόις: ήταν ισχυρά πολιτικοποιημένος και από φιλοβασιλικός αρχικά εξελίχτηκε σε δημοκράτη και συμπαθούντα του σοσιαλισμού, στάσεις που αντανακλάστηκαν πλούσια όχι μόνο στη συμμετοχή του στα κοινά αλλά και στο έργο του. Η κ. Διγενή δεν το αγνοεί αυτό και σπεύδει γεμάτη ζωηρό ενδιαφέρον να του θέσει το ερώτημα:

«Αναρωτιόμουν πάντα πώς από φιλομοναρχικός μεταλλαχτήκατε σε… είδωλο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και μετά υπερασπιστήκατε τη δημόσια εκπαίδευση, σταθήκατε στο πλευρό των φτωχών και ζητήσατε την κατάργηση της θανατικής ποινής» (σελ. 192-193).

Αλλά τι τα θέλετε! Ο Ουγκώ έχει όλο του το μυαλό στον ποδόγυρο και δεν γουστάρει τέτοιες κουβέντες. Ξινισμένος και μόνο που τον ρώτησε, της υπόσχεται αόριστα ότι θα τα συζητήσουν όλα αυτά κάποτε και το γυρνά πάλι στο φλέγον θέμα, ρωτώντας την αφηγήτρια πώς θα συναντήσει μια φίλη της, τη Ρίκα με τις ωραίες γάμπες. Φεύγοντας η πρωταγωνίστρια πέφτει πάνω στην Ευγενική Κ. και τον Φιλεύσπλαχνο Γ., που πηγαίνουν στον Ουγκώ έναν ατμοκίνητο δονητή, ένα ροζ ολόσωμο καλσόν, ανδρικές ζαρτιέρες και ένα χριστουγεννιάτικο δένδρο χωρίς μπαλάκια (σελ. 194-195).

Ας αφήσουμε όμως τον ερωτύλο κ. Ουγκώ να πειραματίζεται με το δονητή, το ροζ καλσόν και τις ανδρικές ζαρτιέρες του κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο του, και ας θέσουμε το ερώτημα: Είναι άραγε σύμπτωση που η κ. Διγενή βάζει τον Ουγκώ να μην απαντά στο ερώτημα πώς από βασιλικός έγινε αριστερός και υπερασπιστής των αδικημένων.

Φυσικά δεν πρόκειται για σύμπτωση, ούτε φταίει γι’ αυτό ο δύσμοιρος Ουγκώ. Απλά η κ. Διγενή είναι μια «αριστερή» που δεν την ενδιαφέρουν τέτοια ερωτήματα. Δεν τα καταλαβαίνει και ούτε θέλει να τα καταλάβει ή να ασχολείται μαζί τους. Ακόμη περισσότερο, τα φοβάται, γιατί διαισθάνεται ότι αν απαντούσε ο Ουγκώ θα της έλεγε κάποια πράγματα στα οποία δεν θέλει να δεσμευτεί η ίδια. Θα της έλεγε ότι στη Γαλλία της εποχής του το ρόλο των καταπιεστών εκπλήρωναν ως το 1848 οι ευγενείς, με τους οποίους είχε συνταχτεί αρχικά, και σε συνέχεια η αστική τάξη. Και θα πρόσθετε ότι για να στραφεί στην αριστερά χρειάστηκε να σπάσει μαζί τους και ότι ωθήθηκε σε αυτή την πράξη του από τις εμπειρίες του, που τον ευαισθητοποίησαν στα δεινά του απλού κόσμου και του έδειξαν ότι όσο διαρκεί η παρούσα οργάνωση της κοινωνίας αυτά τα δεινά θα συνεχίζονται για τη μεγάλη πλειοψηφία.

Και αν η κ. Διγενή το έψαχνε λίγο περισσότερο θα μάθαινε ότι ο Ουγκώ, παίρνοντας αυτές τις θέσεις, στα λογοτεχνήματά του και τη δημόσια ζωή, δέχτηκε επιθέσεις και κάποιες στιγμές κινδύνευσε η ζωή του. Όταν μετά την ήττα της Κομμούνας, ευρισκόμενος στο Βέλγιο, ο Ουγκώ καταδίκασε την άρνηση της βελγικής κυβέρνησης να προσφέρει άσυλο στους Κομμουνάρους, που εκτελούνταν και βασανίζονταν στη Γαλλία, ένας όχλος 50-60 ατόμων πολιόρκησε το σπίτι του, φωνάζοντας: «Θάνατος στον Βίκτωρα Ουγκώ! Κρεμάστε τον! Θάνατος στο παλιοτόμαρο!» Αυτή η στάση του Ουγκώ είναι περίπου σαν να βγει σήμερα ένας Ισραηλινός σε μια πόλη του Ισραήλ γεμάτη εποίκους με ένα πλακάτ στο χέρι, «Ζήτω οι Παλαιστίνιοι! Κάτω οι βομβαρδισμοί στη Γάζα!» Σίγουρα θα τον λιντσάρουν. Η κ. Διγενή όμως είναι μια «κομμουνίστρια» που μπορεί να πει ό,τι είχε πει ο Ουγκώ σε συνθήκες όπως οι τωρινές στη χώρα μας, όπου μπορεί γενικά να το λέμε ελεύθερα και ακίνδυνα, αλλά δεν θα το πει ποτέ σε συνθήκες που θα συνεπάγονται έναν κίνδυνο για την ίδια.

Η κ. Διγενή, όπως δηλώνει το βιογραφικό της στο βιβλίο, έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε κάθε λογής αστικές εφημερίδες, ακόμη και του κίτρινου Τύπου, Αδέσμευτος Τύπος, Realnews. Αυτό από μόνο του δεν θα έπρεπε να σημαίνει κάτι αρνητικό. Είναι όμως γεγονός ότι σε αυτό το χώρο κυριαρχούν οι ατομικιστικές, αστικές λογικές και ότι όσοι έρχονται από εκεί στο κομμουνιστικό κίνημα φέρνουν σε αυτό αυτούσιες τις παλιές τους ιδέες. Προσχωρούν στο κίνημα συχνά από λόγους προσωπικής δυσαρέσκειας, επιδιώκοντας μια μεγαλύτερη προβολή από εκείνη που είχαν ως τώρα, χωρίς να κατανοούν ότι οι παλιές ιδέες τους είναι ακατάλληλες για τους σκοπούς του κινήματος. Το βιβλίο της κ. Διγενή είναι ένα κλασικό δείγμα αυτής της ακατανοησίας.

Ολίγος Περικλής Γιαννόπουλος…

Μήπως όμως αδικούμε την κ. Διγενή; Μήπως πρόκειται για ένα παλιότερο βιβλίο της, που δεν χαρακτηρίζει συνολικά τις απόψεις της; Μήπως μετά την εκλογή της ως βουλευτίνας με το ΚΚΕ άρχισε να υποστηρίζει κάτι διαφορετικό, γνήσια αγωνιστικό και κομμουνιστικό;

Θα επανέλθουμε σε αυτά τα ερωτήματα από μια άλλη πλευρά, σε σύνδεση με το σταλινισμό και το ρόλο της κ. Διγενή στο ΚΚΕ, στο τελευταίο μέρος του παρόντος. Εδώ θα σημειώσουμε μόνο ότι όταν κυκλοφόρησαν Οι Απείθαρχοι η κ. Διγενή ήταν ήδη ένα προβεβλημένο στέλεχος του ΚΚΕ, έχοντας μάλιστα εκλεγεί ευρωβουλευτής το 2019 (άσχετα αν παραιτήθηκε). Και θα σταθούμε παραπέρα σε μερικές αντιδραστικές συμπάθειές της στο βιβλίο, που πιστοποιούν τη δέσμευσή της στον αστικό ατομικισμό.

Μια πρώτη τέτοια συμπάθεια είναι ο Περικλής Γιαννόπουλος, στον οποίο η κ. Διγενή αποδίδει μια ιδιαίτερα περίοπτη θέση μεταξύ των «απείθαρχων». Η «απειθαρχία» του Περικλή Γιαννόπουλου, η οποία τη συγκινεί τα μάλα, ήταν η αυτοχειρία του το 1910. Τότε, στις 8 Απρίλη, ο Γιαννόπουλος μπήκε στεφανωμένος με το άλογό του στη θάλασσα στο Σκαραμαγκά και αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στο κεφάλι, αφού πρώτα έκαψε ένα σωρό χειρόγραφά του. Η κ. Διγενή εκστασιάζεται τόσο με αυτή τη μεγάλη πράξη απειθαρχίας, που βάζει τον Γιαννόπουλο να τη συνοδεύει σε κάποια σημεία. Προσπαθεί επίμονα να τον πείσει να μην αυτοκτονήσει και στον ουρανοξύστη, αλλά ο Περικλής εκεί, βράχος:

«- Θέλεις στις 10 Απριλίου [sic! – γενικά αναφέρεται ως μέρα της αυτοκτονίας του Γιαννόπουλου η 8η Απρίλη, Χ. Κ.] του 1910 να πάμε μια εκδρομή, κάπου πολύ ωραία και πολύ μακριά;…

– Δεν αλλάζει, αγαπημένη μου, αυτό που έχω προγραμματίσει για εκείνη την ημέρα. Αφού ξέρεις…

– Μην πας πάλι, Περικλή μου, σ’ αυτόν τον καταραμένο τον Σκαραμαγκά, μην το κάνεις πάλι…

– Έχω κανονίσει. Θα γίνουν όλα όπως πάντα, με τα αρώματα, με το άσπρο φανελένιο κοστούμι, με το περίστροφο, με τα βαρίδια στο σακούλι, με το λουλουδένιο στεφάνι στα μαλλιά και με το άλογο…

– Δεν θα το καταλάβω ποτέ γιατί έγινε αυτό…

– Κι όμως είναι εύκολο να καταλάβεις. Δεν ήθελα να προλάβω να λυγίσω –μπορεί να λύγιζα αν έμενα– δεν ήθελα να υποταχθώ, να λασπωθώ, να με ρυθμίσουν όπως ήθελαν οι άλλοι» (σελ. 357-358).

Εδώ και πάλι, όπως και με τον Τζόις, η κ. Διγενή ενθουσιάζεται με την καθαρά υποκειμενική «ανταρσία» του λατρευτού της Γιαννόπουλου, γιατί είναι το μόνο είδος ανταρσίας που γνωρίζει και ασπάζεται η ίδια. Εκείνο που παραλείπει να μας πει είναι ότι ακριβώς αυτό το είδος ψευδο-ανταρσίας, σε μια πιο χυδαία εκδοχή, διέκρινε και τους ναζί και ότι ο Γιαννόπουλος ήταν ένας έντονα εθνικιστής και φυλετιστής ιδεολόγος, και ένα ίνδαλμα επί των ημερών μας των χρυσαυγιτών.

Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ν. Μιχαλολιάκος έχει γράψει ένα επαινετικό βιβλίο για τον Περικλή Γιαννόπουλο1, ας δούμε πώς οι χρυσαυγίτες επικαλούνται την «επανάσταση» του Γιαννόπουλου, πασπαλισμένη όπως ήταν με «ελληνικό χρώμα», «ελληνική γη» και «ελληνική φυλή», την οποία ο ίδιος θεωρούσε την αριστοκρατία όλων των φυλών, για να κατακεραυνώσουν τους μετανάστες για τα δεινά της σύγχρονης Ελλάδας:

«Όταν οι αντί-ρατσιστικές μη κυβερνητικές οργανώσεις», έλεγε ένας από δαύτους σε ορκωμοσία μελών της Χρυσής Αυγής, «αποτελούν κράτος εν κράτει, όταν οι λαθρομετανάστες λαμβάνουν εξοργιστικά επιδόματα για να δολοφονούν τους χρεωκοπημένους πλέον Έλληνες. Όταν πάμπολλοι οργανισμοί χρηματοδοτούνται από το Ελληνικό κράτος και να υποσκάπτουν την εθνική κυριαρχία και την εθνική μας υπόσταση. Τι διαφορά έχει αυτό με τους γενίτσαρους; Τι διαφορά έχει αυτό με τον κεφαλικό φόρο; Η μόνη λύση, συνεπώς, στην κατάσταση, στην οποία βιώνουμε είναι η επανάσταση, με την ετυμολογική της έννοια πρωτίστως. Δηλαδή, μια αλλαγή στάσης, που θα σαρώσει όλες τις πτυχές της ελληνικής κοινωνίας. Μια αλλαγή στάσης, όπως της γνώρισε ο μέγας Περικλής Γιαννόπουλος. Δηλαδή, μια επανάσταση ηθική, ατομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική, φιλολογική, μια επανάσταση που θα ενώσει όλες τις δυνάμεις της φυλής και θα καταρρακώσει με φως όλα τα σκοτάδια που ζούμε»2.

Ανάμεσα σε πολλούς ύμνους στον Περικλή Γιαννόπουλο, υπήρχε στο παλιό σάιτ της Χρυσής Αυγής και ο εξής:

«Συναγωνιστή, Εντάξου στο λαϊκό εθνικιστικό κίνημα της Χρυσής Αυγής, τη μοναδική αληθινή εθνικιστική φωνή που αγωνίζεται για να είναι η πατρίδα μας δυ­νατή… για να μπορείς να είσαι υπερήφανος που είσαι Έλληνας και να μη σε προ­σβάλλει ο κάθε αλλοεθνής που έχει εισβάλλει σε αυτή τη χώρα, για να μπορείς να εργαστείς με αξιοπρέπεια χωρίς να γίνεσαι θύμα των καπιταλιστών… για να πετύ­χουμε το καλύτερο γι’ αυτή την πατρίδα που έζησαν, πολέμησαν, έδωσαν και τη ζωή τους ήρωες… μαχητές των ιδεών μας, όπως ο Ίων Δραγούμης και ο Περικλής Γιαννόπουλος… Αυτή είναι η φρουρά της Χρυσής Αυγής, είμαστε οι φρουροί της Ελλάδας, φανατικοί, τρελοί, οι τελευταίοι πιστοί».

Αλλά και ο γνωστός Πλεύρης δεν υπολείπεται σε επαίνους για τον Περικλή Γιαννόπουλο. Σε ένα βιβλίο του όπου υπερασπίζει μεταξύ άλλων τις φυλετικές διακρίσεις ως μια μορφή «ανθρωπισμού», ξεκινά με ένα απόφθεγμα του Περικλή Γιαννόπουλου: «Ζωντόβολα μη φοβάστε την αλήθεια. Η αλήθεια δεν σκοτώνει. Τα ψέματα καταθάπτουν τους λαούς». Και προσθέτει: «Μεγάλοι πατριώται, όπως ήταν οι οραματισταί Ίων Δραγού­μης, Περικλής Γιαννόπουλος, Δημήτριος Βεζανής, εξύμνησαν τον εθνικισμόν και την φιλοπατρίαν, όσον ουδείς άλλος, αλλά δεν τον εξήγησαν ως κοσμοθεωριακόν σύστημα»3.

Φυσικά όταν οι φασίστες επικαλούνται κάποιον στοχαστή, λογοτέχνη, κοκ, οι ισχυρισμοί τους δεν είναι πάντα βάσιμοι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως είναι τυχαία αυτή η αποθέωση του Γιαννόπουλου από μέρους τους και αποτελεί διαστρέβλωση των υψηλών εξεγερσιακών μηνυμάτων του; Έχουν κάνει πια τόσο λάθος ο Πλεύρης και οι όμοιοί του που να υιοθετούν κάτι ενάντιο στο «κίνημά» τους; Ή μήπως οι έπαινοί τους σχετίζονται με το γεγονός ότι η κενή «ανταρσία» του Γιαννόπουλου, σε συνδυασμό με το φυλετισμό και τον εθνικισμό του, ταιριάζει γάντι στην πράξη με τη δική τους «επανάσταση»;

Στην επόμενη έκδοση των Απείθαρχων η κ. Διγενή δεν θα παραλείψει ασφαλώς να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα.

και ολίγος Νίτσε

Θα δώσουμε όμως μια πίστωση χρόνου στην κ. Διγενή να μας εξηγήσει γιατί οι χρυσαυγίτες εκστασιάζονται με τον Περικλή Γιαννόπουλο, και θα πούμε δυο λόγια για την άλλη μεγάλη αγάπη της, που έχει επίσης την τιμητική της στους Απείθαρχους, τον Νίτσε.

Όλοι όσοι έχουν ελάχιστα ασχοληθεί με τον Νίτσε από μαρξιστική σκοπιά γνωρίζουν ότι ήταν ένας ακραία αντιιστοριστής και βολονταριστής φιλόσοφος, σφοδρός πολέμιος του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας, φανατικός εχθρός του εργατικού κινήματος και διακαής υποστηρικτής του μιλιταρισμού, ένας ελιτιστής και φυλετιστής (οπαδός μεταξύ άλλων της άποψης ότι οι επαναστάσεις είναι προϊόν της μνησικακίας των δούλων που υποβλέπουν τους φύσει ανώτερους κυρίους), ένας υμνητής της κτηνωδίας των κυρίαρχων τάξεων που μυθοποίησε σε κάτι ανώτερο τη γυμνή δύναμή τους – στοιχεία που τον έκαναν μια μόνιμη αναφορά των ναζί αλλά και όλων των αντιδραστικών στον 20ό και τον 21ο αιώνα. Η κ. Διγενή είναι εντελώς βέβαιη και προσπαθεί να πείσει κι εμάς ότι δεν είναι έτσι. Στην πραγματικότητα ο Νίτσε δεν έχει καμιά σχέση με την αντίδραση, ούτε με τους ναζί. Αυτό είναι μια παρανόηση για την οποία φταίει η αδελφή του, η Ελίζαμπεθ Φέρστερ-Νίτσε, η οποία διαστρέβλωσε μετά το θάνατό του τις απόψεις του. Αν δεν ήταν αυτή η καριόλα η Ελίζαμπεθ, ούτε οι ναζί θα επικαλούνταν τον Νίτσε, ούτε θα τον συνέδεε κανείς άλλος μαζί τους, και όλα θα είχαν συμβεί εντελώς διαφορετικά.

Μάλιστα, πέραν του να μας τα βεβαιώνει η ίδια, η κ. Διγενή τα συζητά και με τον ίδιο τον Νίτσε, που συμφωνεί πλήρως και επαυξάνει:

«Όλο λέμε για αυτή την κακότροπη γυναίκα και για τα κομμάτια που χρησιμοποίησε επιλεκτικά από τις σημειώσεις του, για να εκδώσει ένα χρόνο μετά τον θάνατό του το βιβλίο του Η δύναμη της θέλησης. Για το ότι μετέτρεψε το σπίτι του σε μαυσωλείο ναζισμού. Για το ότι παρέδωσε το φιλοσοφικό του έργο στους Ναζί, οι οποίοι και το ιδιοποιήθηκαν. Για το ότι δεν μπορεί ακόμη να χωνέψει τη φιλία της με τον Χίτλερ, που δημιούργησε στον κόσμο την εντύπωση ότι αυτός ο σατανάς εμπνεύστηκε από το όραμα του Φρίντριχ.

Πάλι προσπαθεί να ανοίξει τη γνωστή κουβέντα:

– Κατάλαβες τι έκανε η αντισημίτισσα κότα, που νόμιζε κιόλας ότι ανήκε στην “ανώτερη φυλή”;

– Καταλαβαίνω, απαντάω.

– Καταλαβαίνεις τι έγινε; Η ίδια η αδελφή μου με εκμεταλλεύτηκε χυδαία και με γελοιοποίησε.

– Καταλαβαίνω.

– Καταλαβαίνεις τώρα γιατί δεν θέλω να την ξέρω;

– Καταλαβαίνω πολύ καλά» (σελ. 205-206).

Κατ’ αρχήν να σημειώσουμε παρεκβατικά ότι όλος ο κόσμος γνωρίζει το συγκεκριμένο έργο του Νίτσε ως Η θέληση για δύναμη και πουθενά μα πουθενά δεν αναφέρεται ως Η δύναμη της θέλησης. Χρειάζεται πραγματικά πολύ ισχυρή δύναμη της θέλησης για να μεταφράσεις τον νιτσεϊκό όρο der Wille zur Macht ως «Η δύναμη της θέλησης». Για να μεταφραστεί έτσι θα έπρεπε να είναι ανάποδα, die Macht des Willens. Συνάγεται ότι η κ. Διγενή είτε δεν γνωρίζει ούτε τους τίτλους των έργων του Νίτσε, είτε, ακολουθώντας το παράδειγμα της κακιάς Ελίζαμπεθ αλλά καλή ούσα, τους διαστρεβλώνει προς την αντίθετη μεριά.

Αλλά πέραν αυτού, εδώ υπάρχουν μερικά θέματα και θα ήταν ευχής έργο να μας τα διευκρινίσει η κ. Διγενή, αφού τα καταλαβαίνει όλα τόσο πολύ καλά.

Ο Νίτσε μπορεί να ήταν εξαιρετικός στο να φτιασιδώνει την αχρειότητα της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης την οποία υπεράσπιζε σε κάτι ανώτερο, ήταν όμως αρκετά ειλικρινής ώστε να δηλώνει ανοικτά και με κυνική σαφήνεια τους κτηνώδεις σκοπούς και τα πιστεύω της. Ας παραθέσουμε ένα μόνο απόσπασμα, ανάμεσα σε εκατοντάδες παρόμοια, από τη Θέληση για Δύναμη, μετάφραση του Γ. Κάουφμαν, που και αυτός επίσης αφιερώνει ένα ολόκληρο παράρτημα για να μας πει ότι η Ε. Φέρστερ-Νίτσε διαστρέβλωσε τον Νίτσε. Λέει ο Νίτσε:

«Είμαι αντίθετος σε:

1. Το σοσιαλισμό, επειδή ονειρεύεται εντελώς αφελώς “το καλό, το ωραίο και το αληθινό” και τα “ίσα δικαιώματα” (- ο αναρχισμός επιθυμεί επίσης το ίδιο ιδανικό, αλλά με πιο βάναυσο τρόπο).

2. Την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση και τον Τύπο, επειδή αυτά είναι τα μέσα με τα οποία το ζώο της αγέλης γίνεται αφεντικό»4.

Η κ. Διγενή είναι υποτίθεται –μη γελάτε– βουλευτίνα ενός «κομμουνιστικού κόμματος» που αγωνίζεται, λέει, για το σοσιαλισμό, εκφράζοντας τα συμφέροντα των εργατών. Ο Νίτσε λέει ρητά εδώ ότι οι εργαζόμενοι, ο λαός, είναι ζώα της αγέλης, ότι ο ίδιος εναντιώνεται στο σοσιαλισμό ως ισοπέδωση αλλά και στον κοινοβουλευτισμό και τον Τύπο γιατί θα φέρουν αυτά τα ζώα, που ονειρεύονται το καλό και το αληθινό, στην εξουσία. Ερώτηση: Είναι ποτέ δυνατό ένας σοσιαλιστής που παίρνει έστω και λίγο σοβαρά τον εαυτό του να προσπερνά αυτές τις απόψεις του Νίτσε;

Εμείς απαντάμε αρνητικά σε αυτό το ερώτημα. Αν ο Νίτσε ήταν κανένας ποιητής, που τα έλεγε κάπου αυτά και κατά τα άλλα ασχολιόταν με τον ήχο που κάνουν οι σταγόνες της βροχής χτυπώντας στο περβάζι, θα μπορούσε πράγματι να τα προσπεράσουμε και να δούμε τι λέει για τον ήχο της βροχής. Ο Νίτσε όμως ήταν ένας ισχυρά πολιτικός φιλόσοφος. Όλο το έργο του διαπερνιέται ως την τελευταία λεπτομέρειά του από το μίσος για το σοσιαλισμό, εκφράζοντας συστηματικά και με πληρότητα την προσπάθεια της αντίδρασης να καταστρέψει την ιστορική διαδικασία.

Η κ. Διγενή όχι μόνο δεν θέτει καν το ερώτημα αλλά το προσπερνά πλήρως· όλη η προσπάθειά της είναι να εμποδίσει την τοποθέτησή του. Και αυτό παρότι, όπως δηλώνει, ενδιαφέρεται για τη «Μνήμη του Κόσμου». Είναι αυτό το ερώτημα μέρος αυτής της μνήμης;

Για να το κάνουμε ακόμη πιο χειροπιαστό, ας υποθέσουμε ότι αύριο στη χώρα μας –η προοπτική δεν είναι τόσο μακρινή όσο μπορεί να φαντάζει και κρίνεται από όσα συμβαίνουν σήμερα– ένας Έλληνας Λε Πεν, Φράνκο ή Πινοσέτ επιβάλλει δικτατορία. Στο μήνυμα που απευθύνει για να δικαιολογήσει την «επανάστασή» του δηλώνει ότι η χώρα είχε διαφθαρεί από τη σοσιαλιστική αναρχία, ότι η δημοκρατία και ο Τύπος ήταν οι υπηρέτες της, και ότι έπρεπε να επιβληθεί η δικτατορία για να αποκατασταθεί η κοινωνική υγεία. Αυτό το έχουν πει όλοι οι φασίστες και οι δικτάτορες του παρελθόντος και την ίδια μέσες άκρες φρασεολογία χρησιμοποιούν ο Τραμπ και οι όμοιοί του σήμερα· ακόμη και οι καθ’ ημάς Παπαδόπουλοι και Πατακοί έτσι δικαιολογούσαν την «επανάστασή» τους.

Ερώτηση: Αυτό που λέει παραπάνω ο Νίτσε έχει σχέση με αυτό που έχουν πει, λένε, και θα πουν στο μέλλον όλοι οι φασίστες δικτάτορες; Τους βοήθησε και τους βοηθά στο έργο τους;

Εμείς απαντάμε ότι ναι, έχει τεράστια σχέση. Επί της ουσίας είναι το ίδιο πράγμα και στην πράξη δεν μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο από μια στήριξη και μια αιτιολόγηση του φασισμού και της άκρας αντίδρασης. Η κ. Διγενή το αρνείται αυτό. Θα μας πει ότι μπορεί εξωτερικά να μοιάζουν, αλλά κατά βάθος αυτό που λέει ο Νίτσε έχει ένα εντελώς διαφορετικό, αν και απροσδιόριστο νόημα και ότι φταίει η αδελφή του που το ερμήνευσε έτσι, ενώ η σωστή του ερμηνεία του είναι εκείνη της κ. Διγενή. Και αν αύριο επιβληθεί η δικτατορία, η κ. Διγενή θα μπορεί ίσως να βρει καταφύγιο σε καμιά Ελβετία κι εκεί να βγάλει κανένα νέο βιβλίο για να μας πει ότι φταίει πάλι καμιά νέα κότα που παρανόησε το αυθεντικό μήνυμα του Νίτσε· ο μόνος που σίγουρα δεν θα φταίει είναι ο Νίτσε και η ίδια η κ. Διγενή.

Τουλάχιστον, αν η κ. Διγενή πιστεύει ειλικρινά όσα λέει, στην επόμενη έκδοση των Απείθαρχων, ας παραθέσει αυτό το απόσπασμα του Νίτσε. Και ας καταθέσει πλάι και μια δική της Υπεύθυνη Δήλωση του νόμου 105:

«Εγώ, η Σεμίνα Διγενή, εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδών δηλώσεων, δηλώνω υπευθύνως και αρμοδίως ότι αυτό που λέει εδώ ο Νίτσε δεν έχει σχέση με το φασισμό».

Αλλά έτσι γενικώς και αορίστως γιατί να το πιστέψουμε;

Φυσικά υπάρχουν πλήθος άλλα παρόμοια αποφθέγματα του Νίτσε. Για να παραθέσουμε μόνο ένα ακόμη, στο ίδιο έργο γράφει:

«Είναι μια καταισχύνη για όλους τους σοσιαλιστές συστηματοποιούς ότι υποθέτουν ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν περιστάσεις –κοινωνικοί συνδυασμοί– κάτω από τις οποίες η φαυλότητα, η ασθένεια, το έγκλημα, η πορνεία και το μαρτύριο δεν θα αυξάνονταν… Αλλά αυτό σημαίνει να καταδικάζουμε τη ζωή»5.

Πραγματικά, για φανταστείτε το. Τι καταισχύνη γι’ αυτούς τους σοσιαλιστές να φαντάζονται ότι είναι δυνατός ένας κόσμος χωρίς τους τωρινούς πολέμους και τα μαρτύρια των λαών στη Γάζα και την Ουκρανία, χωρίς μαφίες και εγκληματικότητα, χωρίς καπιταλιστική εκμετάλλευση, χωρίς τη φαυλότητα των εξουσιαστών που λεηλατούν τον κοινωνικό πλούτο παράγοντας Τέμπη στην Ελλάδα, τη Σερβία, τη Βόρεια Μακεδονία και παντού! Μα αυτά όλα είναι το αλατοπίπερο της ζωής, ο όρος για να υπάρχουμε εμείς οι αντιδραστικές βδέλλες και τα παράσιτα! Πώς μπορεί να καταργηθούν, θα καταδικάζαμε τη ζωή αν το κάναμε – αποφαίνεται ο καλός Νίτσε.

Αν η κ. Διγενή ενδιαφέρεται μπορεί να της στείλουμε αμέτρητες τέτοιες διακηρύξεις του Νίτσε για να τις συμπεριλάβει και αυτές στην Υπεύθυνη Δήλωσή της…

Στο υπόλοιπο μέρος για τον Νίτσε, η κ. Διγενή κάνει και μια αναφορά στον Χίτλερ και τον Γκέμπελς, που τους βάζει να αυτοκτονούν κάθε μέρα, αν και περιέργως τελευταία, ενώ δεν έχουν θέση στον Κόκκινο Ουρανοξύστη, «συγκεντρώνονται μέσα σε μαύρα σύννεφα στο ύψος του 34ου ορόφου» (σελ. 206). Ευτυχώς όμως πάνω στην ώρα ακούγονται δυο πυροβολισμοί από την αυτοκτονία του Γκέμπελς, και ο Νίτσε της λέει: «Έλα φεύγουμε. Τέλειωσε», ενώ γύρω πέφτουν πολλά χαρτιά σαν προκηρύξεις με τη λέξη «ΑΓΑΠΗ».

Όλα θα πάνε κατ’ ευχήν λοιπόν! Ουδείς λόγος ανησυχίας, μας το εγγυώνται αυτοπροσώπως η κ. Διγενή και ο Νίτσε…

Ο ακροδεξιός εθνικισμός στο ΚΚΕ

Ο απληροφόρητος αναγνώστης μπορεί να παραξενευτεί με το γεγονός ότι μια υμνήτρια του Νίτσε και του Περικλή Γιαννόπουλου όπως η κ. Διγενή έχει πέραση σε ένα κόμμα όπως το ΚΚΕ, που διατείνεται ότι είναι κομμουνιστικό. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο εδώ. Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΚΚΕ κάνει τέτοιες επιλογές και συνεργάζεται με πρόσωπα που οι απόψεις τους μπορεί να χαρακτηριστούν μόνο ως αντικομμουνιστικές. Στο παρελθόν υπήρξαν όχι λίγες τέτοιες περιπτώσεις.

Η ηγεσία του ΚΚΕ, τόσο επί Παπαρήγα όσο και επί Κουτσούμπα, ταυτίστηκε στα πρόσφατα χρόνια με την ακροδεξιά και τον εθνικισμό σε μια σειρά θέματα: το ζήτημα των ταυτοτήτων, το ζήτημα του βιβλίου Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, η υποστήριξή τους στο εθνικιστικό καθεστώς του Μιλόσεβιτς, η συμμετοχή τους σε πρωτοβουλίες εθνικιστικών κύκλων αναφορικά με το Σχέδιο Ανάν, η ταυτόσημη με την ακροδεξιά στάση απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών, η εχθρική στάση τους απέναντι στα στοιχειώδη δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών και κάμποσα ακόμη. Ταυτόχρονα, πέρα από τη συνεργασία με τη Λιάνα Κανέλλη, γνωστή για τις εθνικιστικές και θρησκόληπτες απόψεις της, τις οποίες προωθούσε για χρόνια από το περιοδικό Νέμεσις και υποστηρίζει σθεναρά ακόμη, κάμποσα άλλα κομματικά στελέχη πήραν στην αρθρογραφία τους εθνικιστικές, σκοταδιστικές θέσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε το καθαρά αντιδραστικό, δεξιό άρθρο του επίσημου τότε θεωρητικού του ΚΚΕ κ. Θ. Παπαρήγα για το θέμα του χωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος, το οποίο προβάλλεται ακόμη σε ακροδεξιά σάιτ. Εκεί ο κ. Παπαρήγας υποστήριζε μεταξύ άλλων ότι η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ήταν μέρος μιας ιμπεριαλιστικής συνωμοσίας για να υπονομευτεί το χριστιανορθόδοξο φρόνημα του λαού. Ο βουλευτής και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ Γ. Χουρμουζιάδης υποστήριζε επίσης εθνικιστικές και σκοταδιστικές απόψεις, βεβαιώνοντας μεταξύ άλλων ότι οι δυο κοινότητες στην Κύπρο, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι, δεν θα μπορέσουν ποτέ να συνυπάρξουν, γιατί οι θεοί τους έχουν διαφορετική άποψη για την αμαρτία. Τέλος, ο Γ. Κακουλίδης, ένας ποιητής με μόνιμη στήλη, κυριακάτικη και καθημερινή, στο Ριζοσπάστη για πολλά χρόνια, ήταν, όπως η κ. Διγενή, ένας διακαής θαυμαστής του Περικλή Γιαννόπουλου και του Όσβαλντ Σπένγκλερ, ενός Γερμανού ακραίου αντιδραστικού παρεμφερών απόψεων με τον Νίτσε.

Έχοντας ασχοληθεί εκτενώς με αυτά τα θέματα αλλού6, θα ρίξουμε εδώ μόνο μια ματιά στις απόψεις του Κακουλίδη, οι οποίες παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη ομοιότητα με εκείνες της κ. Διγενή.

Σε ένα άρθρο του, όπου καλούσε στην καταστροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Κακουλίδης ασκούσε κριτική στα δυτικά πρότυπα, που υποβαθμίζουν την κρίση και την αισθητική μας. Και ως αψευδή μάρτυρα γι’ αυτό έβρισκε –ποιον άλλο– τον Περικλή Γιαννόπουλο:

«Να καταστρέψουμε τη μίμηση όπως την είχε επισημάνει, σαν αρρώστια που είχε καταλάβει τους Έλληνες, ο αυτόχειρας Περικλής Γιαννόπουλος: “Τα πάντα εί­ναι χονδροειδή απομιμήματα της ευρωπαϊκής αισθητικής. Των απαξαπάντων βάσις είναι η ευρωπαϊκή γραμμή. Είναι αντιγραφή αυτής, και αμαθής μάλιστα, και χον­δροειδής μάλιστα, και βαναυσοτάτη μάλιστα, και μαλλιά κουβάρια μάλιστα. Και όχι μόνον η κάθε γραμμή, αλλά και το κάθε κτίριον όλον… και το καθετί μας ολόκλη­ρον, έως την τελευταίαν πτύχωσιν του κάθε παραπετάσματος και των κουρελικών πανιών των νεκροφόρων, από τα μαρμαρόσπιτα που ζούμεν ημίνεκροι έως τα μαρ­μαρόσπιτα που τρυπώνομεν νεκροί ”»7.

Στο ίδιο άρθρο του καλούσε επίσης σε καταστροφή της ιστορικής αίσθησης του κόσμου, παραθέτοντας σχετικά από την Παρακμή της Δύσης του Όσβαλντ Σπένγκλερ ένα απόσπασμα πάνω στο ότι στην Ευρώπη, λέει, «από την εποχή του Περικλή… και τον Αριστοτέλη» εφευρέθηκε η έννοια του χρόνου και της ώρας, η οποία δεν υπήρχε στην Ασσυρία και τη Βαβυλωνία, και αυτή, λέει, ήταν η πηγή όλων των σύγχρονων κακών.

Όλο αυτό είναι μια κριτική της ΕΕ, αλλά από τη σκοπιά της ακροδεξιάς αντίδρασης, από τη σκοπιά του ακροδεξιού εθνικισμού που θέλει να γυρίσει την ιστορία πίσω, καταστρέφοντας το κομμουνιστικό κίνημα. Είναι κριτική από τη σκοπιά του ημίνεκρου αστισμού που θέλει πεθαίνοντας να πάρει και την ανθρωπότητα στον τάφο του. Εντελώς συμπτωματικά, ο Κακουλίδης βρίσκει στήριγμα σε αυτή του την κριτική τον προσφιλή στην κ. Διγενή Περικλή Γιαννόπουλο και ακόμη τον Σπένγκλερ, που υμνούσε τον Νίτσε ως αποκορύφωμα του αιώνα του και δήλωνε μαθητής του. Σύμπτωση που επαναλαμβάνεται όμως παύει να αποτελεί σύμπτωση.

Παραλείποντας πολλά ακόμη τέτοια, ας δούμε πώς ο Κακουλίδης προσδιορίζει το περιεχόμενο της «επανάστασης», όπως ο ίδιος την οραματίζεται. Σε ένα άρθρο του στο Ριζοσπάστη, «Η μανία για τον Ντοστογιέφσκι», γράφει:

«Η Μανία για τον Ντοστογιέφσκι καταστρέφει τον ιστορικό χρόνο με τις δύο ταχύτητες που τον κινούν, τη νοσταλγία για το παλιό και την ελπίδα για ένα καλύ­τερο, όπως συνηθίζουν να λένε, αύριο. Όλα συντελούνται σ’ ένα απόλυτο παρόν. Πρόκειται για ένα τώρα που αυτοσχεδιάζει, προσπαθώντας να χαράξει το δικό του σημείο στη ζωή με το μόνο τρόπο που του επιτρέπεται και δεν είναι άλλος από αυτόν των βιωμάτων»8.

Ο Κακουλίδης διαστρεβλώνει εδώ τον Ντοστογιέφσκι, περίπου όπως η κ. Διγενή διαστρέβλωνε τον Τζόις. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Το κύριο είναι ότι αυτή η «ντοστογιεφσκική» μανία, με την οποία εκστασιάζεται, αντιπροσωπεύει τη δική του άποψη. Για τον Κακουλίδη η «επανάσταση», ο αγώνας ενάντια στην ΕΕ, σημαίνει να ζούμε και να αυτοσχεδιάζουμε βιωματικά σε ένα απόλυτο παρόν, περιφρονώντας την ιστορία και βάζοντας στην ίδια μοίρα το παρελθόν με το μέλλον. Τέτοια ακριβώς είναι και η επανάσταση της κ. Διγενή, που αυτοσχεδιάζει χωρίς ειρμό και νόημα επί παντός επιστητού – απλά της βάζει από πάνω μερικές «Μνήμες» για διακόσμηση. Μόνο που αυτή η «επανάσταση» δεν είναι η επανάσταση του κομμουνιστικού κινήματος, το οποίο αναφερόταν πάντα στην ιστορία, διεκδικώντας για τον εαυτό του το ρόλο του φορέα του μέλλοντος και του συνεχιστή ταυτόχρονα όσων έχουν αξία στο παρελθόν. Αυτή είναι η «επανάσταση» των κάθε λογής φασιστοειδών και των ιδεολογικών εκπροσώπων τους α λα Νίτσε και Σπένγκλερ. Οι τελευταίοι, αν μη τι άλλο, είναι πιο έντιμοι, τουλάχιστον κατά το ότι δεν παριστάνουν τους κομμουνιστές…

Ταμπέλες και τάμπλετ

Ο Λένιν είναι ένας από τους ενοίκους του «Κόκκινου Ουρανοξύστη». Τι τα θέλετε όμως που η κ. Διγενή νιώθει σαν το ψάρι έξω από το νερό με τον ηγέτη του Οκτώβρη; Έτσι, όταν περνά από το γραφείο του στο Ουλιάνοφσκ δεν συζητά με τον Λένιν, αλλά τον βλέπει απλά να γράφει στο τάμπλετ του. Ο Λένιν γράφει κάτι εκεί για τη θρησκεία και γύρω του ο Βάρναλης και η Αλεξίου γυροφέρνουν το θέμα, κάνοντας ένα-δυο σχόλια.

Πάνω όμως που πάνε να σοβαρέψουν λίγο το πράγματα, να’ σου καταφτάνουν οι πληροφορίες για το τελευταίο, αποχαιρετιστήριο πάρτι του ουρανοξύστη: «Αγαπητοί φίλοι, σας ενημερώνουμε πως το πάρτι ξεκινάει σε πέντε λεπτά, στον 33ο, τον Όροφο της Εντροπίας, και έχει θέμα “Μαύρες τρύπες”. Παρακαλείστε για έγκαιρη προσέλευση. Η διάρκειά του είναι αυστηρά 24 ώρες» (σελ. 397-399).

Έτσι η ηρωίδα αναχωρεί για το πάρτι μαζί με την Τέιλορ και τον Μπόουι και δεν βρίσκει το χρόνο να γνωριστεί πιο στενά με τον Λένιν, όπως δυστυχώς δεν τον έχει βρει ως τώρα και η ίδια η κ. Διγενή. Οι τρεις τους, Τέιλορ, Μπόουι και ηρωίδα, συζητούν επί διαφόρων σοβαρών θεμάτων, «από τον μικρόκοσμο των στοιχειωδών σωματιδίων ως τον μακρόκοσμο του σύμπαντος». Στο πάρτι η ηρωίδα συναντά τον Πίτερ Σέλερς, που απασχολεί τον Φιλεύσπλαχνο Γ. και την Ευγενική Κ. Οπότε εκείνη, απελευθερωμένη, συμμετέχει στον τρελό χαμό με τους παριστάμενους του Ορόφου των Αυτοκτονιών, βλέποντας τον Ουγκώ να κάνει σεξ και τους άλλους να χορεύουν, με «αμέτρητα χάπια ecstasy και molly, κοκαΐνη, adderall, lean, χασίσι και ηρωίνη παντού» (σελ. 413). Μετά η ηρωίδα ανταλλάσσει μερικές ανατολίτικου στιλ αμπελοφιλοσοφίες με τον Χέμινγουεϊ για τη φύση του χρόνου – «παρελθόν παρόν και μέλλον, όλα υπάρχουν την ίδια στιγμή και όλα είναι εξίσου αληθινά» (σελ. 415). Ώσπου ο ουρανοξύστης καταβροχθίζεται από μια μαύρη τρύπα και τα πάντα μετατρέπονται σε χάος και εξαφανίζονται – όλα εξίσου αληθινά και όλα εξίσου ψεύτικα.

Αυτό το καθολικό χάος μάς φέρνει στο ερώτημα: Γιατί έπρεπε το ΚΚΕ στο παρελθόν να προσελκύσει και να προβάλει τέτοια εθνικιστικά, ακροδεξιά φυντάνια στο στιλ των κ.κ. Κακουλίδη και Κανέλλη; Και γιατί σήμερα έχει ανάγκη από τέτοια εντελώς κενά περιεχομένου ανακατέματα όπως αυτά της κ. Διγενή;

Η απάντηση είναι ότι πρόκειται για μια «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» σχέση.

Στο ΚΚΕ ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε πραγματικά η κληρονομιά του σταλινισμού-ζαχαριαδισμού και της Βάρκιζας. Στα πρόσφατα χρόνια, μετά την υπερίσχυση της ηγεσίας Παπαρήγα το 1991, αναβίωσαν και έφεραν στο προσκήνιο αυτήν ακριβώς την κληρονομιά, υμνώντας και εμφανίζοντας σαν σωτηρία του σοσιαλισμού τα ωμά σταλινικά εγκλήματα. Αυτό όμως παρήγαγε μια εντελώς αποστεωμένη κατάσταση, στα χειρότερα πρότυπα του σταλινικού δογματισμού. Η ηγεσία του ΚΚΕ όχι μόνο παρερμήνευσε πλήρως τα αίτια της διάλυσης της ΕΣΣΔ αλλά σε μια αμυντική περίοδο του κινήματος διακήρυξε μια πολιτική αντεπίθεσης για την εξουσία που υπήρχε μόνο στη φαντασία της. Αποκήρυξε όλα τα μεγάλα κινήματα της περιόδου (Πλατείες, αραβικές επαναστάσεις) και απομονώθηκε πολιτικά, προκρίνοντας ένα σεκταρισμό σύμφωνα με τις χειρότερες σταλινικές παραδόσεις του Μεσοπολέμου.

Όλο αυτό ήταν, βέβαια, μια μπλόφα, μια μονότονη συνθηματολογία ότι αυτοί είναι οι πιστοί κομμουνιστές και όλοι οι άλλοι προδότες, οπορτουνιστές και προβοκάτορες. Ήταν κοντολογίς ένας άδειος τέντζερης. Εδώ ακριβώς έγιναν απαραίτητα τα καπάκια τύπου Κανέλλη, Κακουλίδη, Χουρμουζιάδη, κοκ, για να σκεπάζουν τον τέντζερη, κρύβοντας την κενότητά του. Ή, για να το πούμε αλλιώς, πρόσφεραν μαϊντανούς και καρυκεύματα για να νοστιμεύουν το χαλασμένο φαγητό που σερβίρει η ηγεσία του ΚΚΕ στα μέλη του. Ήταν η «έξωθεν καλή μαρτυρία» ότι το ΚΚΕ προχωρά εμπρός και αυξάνει την επιρροή του, ένα τροπάρι που έμαθαν να ψάλλουν μεγαλόφωνα με το αζημίωτο, αποκομίζοντας προβολή και βουλευτικές έδρες.

Αλλά και εδώ επήλθε μια διαφοροποίηση. Με την Κανέλλη, τον Κακουλίδη, κοκ, η έμφαση ήταν στον μαϊντανό, που ήταν μάλιστα μαραγκιασμένος. Σήμερα όμως έχουμε μπει ξεκάθαρα σε μια εποχή μεγάλων κλυδωνισμών του καπιταλισμού, πολέμων, απειλών και μαζικών καταστροφών. Μια τέτοια εποχή πυροδοτεί ανησυχίες και ερωτήματα στον κόσμο, για το πού πάμε, πώς φτάσαμε ως εδώ, και οι απλοί μαϊντανοί δεν αρκούν, ούτε είναι ελκυστικοί. Ο καθένας που διαθέτει μια στάλα μυαλό θα απωθηθεί από τη μανία για το απόλυτο παρόν που αυτοσχεδιάζει α λα Κακουλίδη. Σήμερα για να κοροϊδεύουν οι σκάρτοι ηγήτορες χρειάζεται κάτι άλλο, πιο τρανό και πιο μεγάλο. Αυτό το κάτι άλλο το προσφέρει, με τη μορφή δυνατών καρυκευμάτων, ακριβώς η κ. Διγενή. Ο ρόλος της είναι να επινοεί μια νέα συγκάλυψη της απάτης του νεοσταλινισμού, γεμάτη ωραίες λέξεις, ακόμη και φανφάρες για Μνήμες, κοκ, μεταμφιέζοντας καλύτερα την ίδια απουσία περιεχομένου.

Ή, αν το προτιμάτε αλλιώς, αυτό που προσέφερε ο κ. Κακουλίδης ήταν τρίχες κατσαρές. Η κ. Διγενή μάς προσφέρει ισιωμένες τρίχες, περιποιημένες, καλοχτενισμένες και αρωματισμένες με ένα σωρό φρου-φρου και αρώματα. Είναι και αυτό μια πρόοδος – στις τρίχες.

Βέβαια, η ίδια η κ. Διγενή μπορεί να φαντασιώνεται ότι αυτό που κάνει είναι εξαιρετικά επαναστατικό και ρηξικέλευθο. Δεν παύει όμως να είναι σκάρτο. Και αυτό που πετυχαίνει τελικά άθελά της είναι μόνο να αποδεικνύει ότι η ηγεσία του ΚΚΕ έχει απαρνηθεί τις παραδόσεις και τις αξίες του κομμουνιστικού κινήματος. Αν τα μέλη της διατηρούσαν έστω και μια ελάχιστη σύνδεση με αυτές, θα καταλάβαιναν ότι ο αγώνας για το σοσιαλισμό δεν μπορεί να διεξαχθεί με οτιδήποτε, ότι ιδέες ιδιαίτερα όπως της κ. Διγενή είναι ακατάλληλες γι’ αυτόν τον αγώνα. Έχουν όμως αποχαυνωθεί και σκληρυνθεί τόσο από τις σταλινικές απάτες δεκαετιών που δεν τους ενδιαφέρει αν αυτό που προσφέρουν είναι ψεύτικο· αρκεί να τους βολεύει.

Το Κόμμα πέθανε, ζήτω το Κόμμα!

Πέραν των περιπετειών της στον Κόκκινο Ουρανοξύστη, η κ. Διγενή γράφει φυσικά και «κομματικά» άρθρα, που απηχούν έναν αρκετά διαφορετικά τόνο. Οι ιμπεριαλιστές καταπιέζουν και δολοφονούν τους λαούς, αλλά η εργατική τάξη αγωνίζεται, το ΚΚΕ μπαίνει μπροστά και είναι αυτό που, με τους ηρωικούς αγώνες και τις θυσίες του, θα τους οδηγήσει στο σοσιαλισμό. Ιδού ένα δείγμα:

«Το ΚΚΕ των αγώνων και των θυσιών γνωρίζει καλά πόσες δυσκολίες έχει να αντιμετωπίσει, μέσα σ’ αυτήν τη βαθιά καπιταλιστική οικονομική κρίση, τη μεγάλη ανεργία, τις εφιαλτικές εστίες πολέμου, αλλά η θέλησή του να πρωτοστατήσει και πάλι, για να μπουν ξανά δυναμικά στο προσκήνιο της Ιστορίας η εργατική τάξη, ο καταπιεσμένος λαός, η νεολαία, είναι ατσάλινη. Το ΚΚΕ ως καθοδηγητική δύναμη, με τη δράση του, θα τα καταφέρει. Είναι η μόνη ελπίδα της εργατικής τάξης. Όλοι χρειαζόμαστε ένα δυνατό ΚΚΕ, απέναντι στη λαίλαπα. Είναι σίγουρο πως οι Αποφάσεις του 21ου Συνεδρίου θα συμβάλλουν στην πραγματική ανατροπή, για μια νέα κοινωνία, έναν καλύτερο κόσμο για όλους, για δικαιοσύνη και σοσιαλισμό»9.

Το να γράφονται τέτοια λογύδρια δεν είναι, βέβαια, πολύ δύσκολο. Η κομματική γλώσσα είναι τυποποιημένη, περίπου σαν μια κασέτα που επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια, και αν την ακούσεις 2-3 φορές τη μαθαίνεις απ’ έξω και μπορείς να την επαναλαμβάνεις σαν παπαγάλος. Όλα τα κομματικά στελέχη ήξεραν και ξέρουν να γράφουν με το σωρό τέτοια λογύδρια.

Το ερώτημα, που έχει ένα νόημα να το θίξουμε εδώ, είναι: αυτά τα κομματικά λογύδρια στην περίπτωση της κ. Διγενή λένε κάτι διαφορετικό και καλύτερο από τα φληναφήματά της που είδαμε ως τώρα;

Για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να πούμε ότι οι συνεντεύξεις που παίρνει στη στήλη της στον Ριζοσπάστη, από προοδευτικούς καλλιτέχνες, παράγοντες του πολιτισμού, κοκ, παρουσιάζουν ένα ενδιαφέρον, με την έννοια ότι όσα λέγονται εκεί συχνά δεν είναι σκάρτα. Όσο μένει σε αυτά τα όρια, η κ. Διγενή μπορεί να λέει και η ίδια κάτι καλό. Όταν όμως τα ξεπερνά, αξιώνοντας για τον εαυτό της μια πρωτοποριακή άποψη, την ικανότητα και τη γνώση να φωτίζει σοβαρά ζητήματα της κουλτούρας, κοκ, εκεί αστοχεί και ξεπέφτει σε ανοησίες παρόμοιες με αυτές που συζητήσαμε.

Ας δούμε δυο-τρία παραδείγματα.

Σε μια παρουσίασή της των Άθλιων του Ουγκώ, που κυκλοφόρησαν από το εκδοτικό του ΚΚΕ, η κ. Διγενή διατυπώνει μεταξύ άλλων τις εξής κρίσεις:

«Ο Β. Ουγκό εμπνεόταν από έναν ουτοπικό σοσιαλισμό, συμπαθούσε την Παρισινή Κομμούνα, οι ιδέες του όμως δεν συναντήθηκαν με τις ιδέες των σύγχρονών του, Μαρξ και Ένγκελς. Καταγγέλλει τον καπιταλισμό και τις άθλιες συνθήκες εκμετάλλευσης που φέρνει για τη ζωή των χιλιάδων φτωχών και καταπιεσμένων. Στο πρόσωπο του Ιαβέρη καταγγέλλει τη σκληρότητα και απανθρωπιά της αστικής εξουσίας (της κάθε εκμεταλλευτικής εξουσίας). Η προσέγγισή του όμως παραμένει διαισθητική, συναισθηματική και όχι επιστημονική»10.

Αν η κ. Διγενή έδινε μια στάλα προσοχή στο θέμα, δεν θα αποτύχαινε να αντιληφθεί ότι γενικά η προσέγγιση των καλλιτεχνών, ακόμη και εκείνων που έζησαν μετά τους Μαρξ και Ένγκελς και θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς τους, είχε πάντα έντονα διαισθητικά και συναισθηματικά γνωρίσματα. Κατόπιν όλων η τέχνη είναι για τον συναισθηματικό κόσμο και δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτά. Όταν όμως διαπιστώνει την απουσία επιστημονικής προσέγγισης στον Ουγκώ, αναλαμβάνει και μια υποχρέωση να μας προσφέρει η ίδια κάτι «επιστημονικό» για το θέμα. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το «επιστημονικό»; Μήπως τα ροζ καλσόν και οι ατμοκίνητοι δονητές που αραδιάζει στους Απείθαρχους ή μήπως κάτι άλλο; Το θέμα είναι ότι ακόμη και αυτή η «κομματική» υποτιθέμενα κριτική της χάνει τα κύρια σημεία, υστερώντας ακόμη και από αναλύσεις στο σοβαρό αστικό Τύπο.

Σε ένα άλλο άρθρο της για τον Τόμας Μαν η κ. Διγενή μάς λέει: «Πίστευε με πάθος στη δύναμη της εργατικής τάξης, ενθάρρυνε την αντίστασή της και υποστήριζε θερμά τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη των λαών»11.

Αυτό είναι πολύ ανακριβές. Ο Τόμας Μαν ποτέ δεν πίστεψε με πάθος στη δύναμη της εργατικής τάξης. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε παρασυρθεί από τον πατριωτισμό, στηρίζοντας έτσι την υπόθεση του γερμανικού ιμπεριαλισμού, ενώ είχε και ισχυρές επιρροές από τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε (θεμιτές στο πεδίο της τέχνης). Στη συνέχεια, ωστόσο, πέρασε σε αντιφασιστικές θέσεις και έγινε ένας αστός συμπαθών του σοσιαλισμού, σε μια πορεία παρόμοια με εκείνη του Ουγκώ, αν και ο ίδιος ήταν βέβαια ρεαλιστής και όχι ρομαντικός όπως ο Ουγκώ.

Έχοντας πει αυτό, η κ. Διγενή εκτιμά παραπέρα ως εξής τον Δόκτορα Φάουστους του Μαν, και συγκεκριμένα τον ήρωα του έργου, τον μουσικοσυνθέτη Άντριαν Λέβερκιν:

«Ο ήρωας… αγνοεί πως όποιος ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, όποιος πουλάει την ψυχή του στον Διάβολο, για πλούτη, δόξα ή νιάτα, καταδικάζεται να κυλήσει στην άβυσσο. Κάποιοι πιστεύουν πως “Ο Δόκτωρ Φάουστους” αποτελεί μια παράδοξη αυτοβιογραφία, που μας “συστήνει” τον συγγραφέα ειλικρινέστερα από τις κλασικές βιογραφίες του. Ίσως πρόκειται και για ένα είδος ρέκβιεμ του Μαν, που πάλι με σύμμαχο τη μουσική αποχαιρετά τα νιάτα του».

Συνάγεται ότι ο Μαν πίστευε με πάθος στη δύναμη της εργατικής τάξης και από την άλλη έγραψε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα όπου παρουσίασε τον εαυτό του σαν έναν καλλιτέχνη που ξεπουλήθηκε στην αστική τάξη για το χρήμα και τη δόξα. Είναι λίγο δύσκολο να είναι κανείς και τα δυο αυτά πράγματα μαζί.

Φυσικά στην αγορά των ιδεών –των αστικών ιδεών– κυκλοφορούν οι πιο αυθαίρετες ερμηνείες, αφού ο καθένας προσπαθεί να εντυπωσιάσει με παραδοξολογίες και να προσελκύσει ένα κοινό. Οι μαρξιστές και προοδευτικοί σχολιαστές όμως πρέπει να είναι ικανοί να διακρίνουν τις σοβαρές από τις ασόβαρες ερμηνείες. Αναφορικά με τον ήρωα του Μαν στον Δόκτορα Φάουστους, οι σοβαροί σχολιαστές συμφωνούν ότι αντλεί στοιχεία από τον μουσικοσυνθέτη Άρνολντ Σένμπεργκ (ο Μαν βάζει τον Λέβερκιν να εφευρίσκει το δωδεκατονικό σύστημα που το εισήγαγε ο Σένμπεργκ) και από τον Νίτσε (αναφορικά με τη διανοητική διαταραχή, το «δαιμονικό πνεύμα» του, που υπήρχε και στον Σένμπεργκ, κοκ).

Αλλά υπάρχει και μια άλλη διάσταση σε αυτό, την οποία θέλουμε να αναδείξουμε με το συγκεκριμένο παράδειγμα. Στη μαρξιστική φιλολογία η υποδειγματική ανάλυση του έργου του Τόμας Μαν έχει δοθεί από τον Γκέοργκ Λούκατς12. Στο ΚΚΕ όμως τον Λούκατς τον έχουν γραμμένο στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Όχι μόνο δεν έχουν εκδώσει ούτε ένα έργο του στα τελευταία 35 χρόνια, αλλά το μόνο που αξιώθηκαν να του αφιερώσουν σε όλο αυτό το διάστημα ήταν δυο συκοφαντικά, ελεεινά σχόλια 20 γραμμών της Ε. Μηλιαρονικολάκη, υπεύθυνης του ιδεολογικού τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ, στο Ριζοσπάστη. Βλέπετε αυτοί κατέχουν την «επιστημονική» γραμμή σε αυτά και σε όλα τα άλλα θέματα, ώστε δεν έχουν ανάγκη από τέτοιες ασημαντότητες όπως ο Λούκατς. Και ποια είναι αυτή η «επιστημονική γραμμή»; Σκέτη φλυαρία!

Ας ρίξουμε όμως μια ματιά και στις πολιτικές υπηρεσίες που προσφέρει η κ. Διγενή. Σε ένα άρθρο της, σύμφωνα με την πάγια κομματική γραμμή, κατακεραυνώνει όλα τα άλλα κόμματα ως ουρές και δεκανίκια του συστήματος:

«Έχουμε πολύχρονη πικρή εμπειρία από τους Φαντομάδες της πολιτικής σκηνής, από τα κόμματα-κομήτες, που εμφανίζονται προεκλογικά για να κάνουν το βρώμικο παιχνίδι τους. Κόμματα-καμαριέρες του συστήματος, που μόλις μπουν στη Βουλή, ανάλογα με τις ανάγκες χρησιμεύουν ως δεξαμενή βουλευτών προς την κυβέρνηση. Κόμματα σε διατεταγμένη υπηρεσία μιας χρήσης, κόμματα εφεδρείας. Θυμηθείτε τα, ήταν ο ΛΑ.Ο.Σ., οι ΑΝΕΛ, η Ένωση Κεντρώων, το Ποτάμι, το ΜέΡΑ25 και τώρα η ΝΙΚΗ και η Πλεύση Ελευθερίας»13.

Τώρα, η κ. Διγενή που κρατά πάντα στο χέρι της το τάμπλετ του Λένιν, αν το κοίταζε λίγο πιο συχνά θα μπορούσε να είχε δει εκεί τι λέει ο Λένιν για τη στάση των κομμουνιστών απέναντι στις συμμαχίες: «Μπορείς να νικήσεις», λέει, «έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο… χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά… κάθε, έστω και την ελάχιστη δυνατότητα να αποκτήσεις μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και υπό όρους. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από το μαρξισμό και από τον επιστημονικό σύγχρονο σοσιαλισμό γενικά»14. Και ο Λένιν τόνιζε ακόμη ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν κατά καιρούς κάνει τέτοιες προσωρινές συμμαχίες ακόμη και με κόμματα όπως οι Καντέτοι και οι ιδεολόγοι τους (οι νεοδημοκράτες της Ρωσίας), οι Εσέροι (οι Πασόκοι της Ρωσίας), κοκ.

Όποιος πάρει λίγο στα σοβαρά αυτές τις διακηρύξεις του Λένιν, θα δει ότι δεν συμβιβάζονται με όσα βεβαιώνει παραπάνω η κ. Διγενή και επί δεκαετίες η ηγεσία του ΚΚΕ, βάζοντας τους πάντες στο ίδιο τσουβάλι. Το ΜέΡΑ25, π.χ., είναι ένα κόμμα που γενικά έχει κρατήσει μια σωστή στάση στο θέμα των Μνημονίων και σε άλλα θέματα, έχει πολεμηθεί από το σύστημα κοκ. Φυσικά, όλοι μπορεί να γίνουν αύριο καμαριέρες του συστήματος, για την ώρα όμως είναι ένα κόμμα που, βάσει των λεγομένων του Λένιν, θα έπρεπε ξεκάθαρα να επιδιώκει κανείς συνεργασίες μαζί του.

Ήταν άραγε κανένα βίτσιο του Λένιν που τα έλεγε αυτά; Όχι, ο Λένιν καταλάβαινε αυτό που μπορεί κανείς να δει ρίχνοντας μόνο μια ματιά γύρω του, αρκεί να θέλει να το δει: Απέναντι στη δύναμη του μονοπωλιακού κεφαλαίου, που βλέπουμε πώς τη χρησιμοποιεί σήμερα ο Τραμπ, και απέναντι στην ικανότητά του να δημιουργεί αναχώματα, και ακριβώς για να πολεμήσουμε αποτελεσματικά αυτή τη δύναμη, να σπάσουμε το φόβο που εμπνέει, πρέπει να αξιοποιούμε κάθε θετική δυνατότητα συμμαχιών. Η κ. Διγενή μπορεί, βέβαια, να φαντάζεται ότι τα ξέρει όλα καλύτερα από τον Λένιν. Στην πραγματικότητα, με αυτό που λέει, αποδεικνύει μόνο ότι, όπως και η ηγεσία του ΚΚΕ, δεν καταλαβαίνει τίποτε από μαρξισμό, προδίδοντας τη λενινιστική παράδοση.

Η αξίωση ότι «Εμείς είμαστε οι μόνοι επαναστάτες, κομμουνιστές, κοκ, και όλοι οι άλλοι είναι αντιδραστικοί», αποτελεί από μόνη της απόδειξη όχι της ανωτερότητας αλλά της κατωτερότητας όσων την προβάλλουν. Οι κλασικοί του μαρξισμού, όχι μόνο ο Λένιν αλλά και ο Μαρξ, όπως θα το δείξει μια απλή ανάγνωση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, δεν πρόβαλαν ποτέ τέτοιες αξιώσεις. Η αξία πρέπει να αποδεικνύεται θετικά· οι φωνασκίες για την απαξία των άλλων δεν αποδεικνύουν την αξία μας.

«Το κράτος είμαι εγώ», είχε πει διάσημα ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΔ΄. Αυτό που λένε με τις παραπάνω φράσεις η κ. Διγενή και η ηγεσία του ΚΚΕ είναι στην πραγματικότητα, «Το Κόμμα είμαι εγώ». Αλλά ταυτόχρονα, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ομολογούν ότι το κόμμα στο όνομα του οποίου μιλούν είναι νεκρό, ότι το κόμμα αυτό έχει απαρνηθεί το μαρξισμό.

Την επόμενη φορά, λοιπόν, αν θέλει να πει όλη την αλήθεια, προτείνουμε στην κ. Διγενή το πλήρες σύνθημα: «Το Κόμμα πέθανε, ζήτω το Κόμμα!»

Συμπερασματικά: μια αντίστιξη

Τι θα μπορούσε να είχε πει ένας αληθινά προοδευτικός συγγραφέας για τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκε η κ. Διγενή στους Απείθαρχους;

Αντί άλλης απάντησης θα παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο ενός τέτοιου, αληθινά προοδευτικού συγγραφέα. Λόγος γίνεται για τις Αϋπνίες του Α. Αρνέλλου (ψευδώνυμο ενός δικηγόρου της Αθήνας που απεβίωσε πρόσφατα). Ο Αρνέλλος δεν είναι σοσιαλιστής, αλλά ένας βαθιά ανθρωπιστής και μορφωμένος αστός, ποιητής ο ίδιος και εξαιρετικός γνώστης της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τη συζητά το βιβλίο του, με την ευρηματική μορφή μιας περιδιάβασης στα ράφια της βιβλιοθήκης του σε ένα άγρυπνο βράδυ.

Να πρώτα οι κρίσεις του για τον Ουγκώ:

«Να τώρα εδώ ο Βίκτωρ Ουγκώ των παιδικών μου χρόνων… Εμένα με έθελξε στα χρόνια εκείνα ο ηρωικός ρομαντισμός του. Πολλοί έχουν κατακρίνει τον ρομαντισμό. Υπάρχει όμως μια πορεία στην τέχνη. Είναι αλήθεια ότι ο ρομαντισμός κατέληξε αρνητής της λιτής και ζεστής αρμονίας. Μην ξεχνάμε όμως ότι υπήρξε εποχή που ο ρομαντισμός ανακάλυψε τη γοητεία των ασύμμετρων μορφών. Ήταν μια προοδευτική θέση, μια θέση ελευθερίας, πολύ πριν αναγνωρισθεί σαν σχολή… Τον Ουγκώ τον βρήκα ποιητικό και ανθρωπιστή. Δεν ξέρω αν άντεχα τώρα να τον ξαναδιαβάσω, όμως τότε με μάγευε ο πληθωρικός συναισθηματισμός του, το πάθος και η ορμή, η τάση για το υπέρμετρο, για το ιδανικό και το άπιαστο, οι νοσταλγικές αναπολήσεις του, το όνειρο, οι εξιδανικεύσεις, η συγκίνηση. Τα έχουμε ανάγκη αυτά οι νέοι. Αυτά ήταν τότε τα δικά μας ναρκωτικά. Τον Ουγκώ τον λάτρεψα γιατί ήταν ποιητής» (εκδ. Φαραί, σελ. 22).

Μπορεί οι κρίσεις του Αρνέλλου να μην είναι «τέλειες» και να χάνει ένα σημείο, την ισχυρή αίσθηση της κορύφωσης των αντιφάσεων στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, στην οποία ο Ουγκώ ήταν πάνω από τον Μπαλζάκ. Αλλά τι διαφορά με τις σαχλαμάρες της κ. Διγενή για τους δονητές και τα καλσόν! Αντί γι’ αυτές, δεν θα ήταν καλύτερα για τα νέα παιδιά στο ΚΚΕ να διαβάζουν και να συζητούν τέτοια βιβλία;

Για τον Μπαλζάκ η κ. Διγενή αραδιάζει πάλι κάμποσες αερολογίες, παραθέτοντας αποφθέγματά του πάνω στο ότι «Οι γυναίκες τα γνωρίζουν όλα από ένστικτο», ότι «Όποιος δεν μπορεί να κυβερνήσει γυναίκα δεν μπορεί να κυβερνήσει ένα έθνος», και πληροφορώντας μας ότι ήταν ο «θεμελιωτής του ρεαλισμού» και «ο δημιουργός 2504 ηρώων», αλλά και ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ονορέ Μπαλσά [sic!, γενικά αναφέρεται ότι ήταν σκέτο Ονορέ Μπαλζάκ, χωρίς το «ντε» – Χ. Κ.], κοκ (σελ. 308).

Να τώρα τι λέει για το ίδιο θέμα ο Αρνέλλος:

«Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Εδώ έχω τα βιβλία του. Η Ευγενία Γκρανδέ. Οι Χωριάτες, Η οικία του παίζοντος γάτου, η Πραγματεία της κομψής ζωής και άλλα από το κυριότερο αφηγηματικό του έργο, αυτό το υπέροχο χρονικό ηθών που έγραψε από το 1816 έως το 1848, την Ανθρώπινη Κωμωδία… Μια δραματική παράσταση του κόσμου που εκτυλίσσεται όχι σ’ έναν μεταφυσικό χώρο, όπως στην Θεία Κωμωδία του Δάντη, αλλά στον ίδιο τον φυσικό χώρο της ζωής, στην γη και στην καθημερινή πραγματικότητα. Ο Μπαλζάκ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ρεαλιστές μυθιστοριογράφους του κόσμου. Μέσα στο έργο του κλείνει όλη την εποχή του, όλη τη Γαλλία, όπως ήταν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, τότε που η αστική τάξη, έχοντας επικρατήσει της φεουδαρχίας, ρίχνεται ασυγκράτητη στην κατάκτηση των αγαθών της ζωής. Παρουσιάζει αριστοτεχνικά τις πραγματικές κοινωνικές συσχετίσεις, και τις εσωτερικές αντιφάσεις που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια της κοινωνίας και συναρτά τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τις συνθήκες της ζωής που τους διαμορφώνουν. Εκείνο που δεν με γοητεύει τόσο είναι το απερίτεχνο του λόγου του. Εγώ θέλω στο ύφος απόχρωση· είναι ζήτημα ιδιοσυγκρασίας μου… Υπάρχει όμως στον Μπαλζάκ, ομολογώ, κάτι μεγαλειώδες: η πολυδύναμη κίνηση του γιγαντιαίου κόσμου του, η συμπυκνωμένη ενέργεια, η άπειρη πολλαπλότητα της ζωής, που γεννούν ενός άλλου είδους συγκίνηση και ποίηση» (Αρνέλλος, σελ. 21).

Μεστά, γνήσια λόγια, που δεν χρειάζονται σχόλια.

Για τον Χέμινγουεϊ η Διγενή δεν βρίσκει επίσης τίποτα το ουσιώδες να πει. Ο Αρνέλλος τον περιλαμβάνει στους μεγάλους Αμερικανούς ρεαλιστές του 20ού αιώνα, προβαίνοντας στην εξής συνολική αποτίμηση:

«Φόκνερ, Κάλντγουελ, Ευγένιος Ο’Νιλ, Χέμινγουεϊ, Στάινμπεκ, Τένεσι Ουίλιαμς, Έντουαρντ Άλμον και τόσοι άλλοι. Σπουδαίοι τεχνίτες, ανήσυχοι κι ερευντικοί, με τόλμη και πρωτοτυπία… Οι Αμερικανοί λογοτέχνες του πρώτου μισού του προηγούμενου [20ού] αιώνα… αποδεικνύονται ακούσια προφητικοί για την ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό τους χαρακτηρίζω επίκαιρους και σήμερα, περισσότερο από ποτέ. Περιγράφουν το κοινωνικό γίγνεσθαι της πατρίδας τους, την καταθλιπτική συγκέντρωση μεγάλου κεφαλαίου στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων, που δημιουργεί για τους πολλούς μια κατάσταση ανυπόφορη… Από μια ζωή χωρίς μεγάλες διαταραχές, όλοι οι μικρομεσαίοι πέφτουν απότομα στον πιο άγριο σάλο της καθημερινής βιοπάλης. Δεν υπάρχει έλεος. Διαμορφώνεται ιδεολογία απελπισμένων και απαισιόδοξων. Μες από την βάρβαρη αυτή επιδρομή διασπάται η οργανωμένη κοινωνική άμυνα που δημιουργεί την στοιχειώδη ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων και εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη μ’ έναν ανεκτό τρόπο ζωής και –κυρίως– με την διατήρηση της συνοχής της προσωπικότητας του ατόμου. Αποσυντίθεται η δομή της κοινωνίας… Εκείνο που δεν φαντάστηκαν οι σπουδαίοι Αμερικανοί λογοτέχνες… είναι ότι τα κοινωνικά αυτά φαινόμενα της αμερικάνικης ζωής, που τόσο εμπνευσμένα περιγράφουν, θα τα ζούσαμε στις αρχές του καινούργιου (21ου) αιώνα ως παγκόσμιες καταστάσεις» (Αρνέλλος, σελ. 91-93).

Αφήνοντας στην άκρη πολλές ακόμη έξοχες κρίσεις του Αρνέλλου για ατομικούς συγγραφείς, να το συμπέρασμά του από την ενασχόληση με την παγκόσμια λογοτεχνία:

«Μέσα σε μια ιστορία γεμάτη με πολύ μεγάλη ανθρώπινη αδικία και πολύ ανθρώπινο πόνο, φρικιαστικές, απτές ωμότητες που άνθρωποι επιβάλλουν σε ανθρώπους στο όνομα μιας δήθεν αξίας, μιας ιδέας, να τα στοιχεία τ’ άφθαρτα εκείνα, “τ’ ανεπίκαιρα που είναι και τα παντοτινά καιρικά”, που περιέχουν το σπόρο της αισιοδοξίας για τον άνθρωπο, που σε βοηθάνε να μετρήσεις την ελπίδα και την προοπτική της όχι με το βιολογικό χρόνο της ζωής σου, γιατί τότε πας, χάθηκες, αλλά με το χρόνο της πορείας του ανθρώπινου πνεύματος που φτάνει στις ακρώρειες της ρώμης του, που διαυλακώνει με αισιόδοξες θεωρίες τη συλλογική ανθρώπινη πορεία. Τότε κατακλύζεσαι από αισιοδοξία, αγγίζεις την αθανασία» (Αρνέλλος, σελ. 9).

Ένας μαρξιστής συγγραφέας θα μπορούσε να συνδέσει αυτές τις κρίσεις με το σοσιαλιστικό μέλλον, προσθέτοντας μια κατάδειξη του γεγονότος ότι ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί ουτοπία, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι κρατούντες, αλλά ιστορική αναγκαιότητα της εποχής μας. Αλλά και έτσι είναι εξαιρετικές. Συμπυκνώνουν το πνεύμα του πραγματικού ανθρωπισμού, στο οποίο πρέπει να διαπαιδαγωγούνται όλοι οι αριστεροί και προοδευτικοί άνθρωποι. Από αυτό το πνεύμα δεν υπάρχει ίχνος στους Απείθαρχους.

Η ίδια η κ. Διγενή πλησιάζει σε ένα σημείο να το παραδεχτεί αυτό. Σε κάθε κεφάλαιο καταλήγει με μια λέξη που συνοψίζει υποτίθεται το νόημα του μέρους – ΠΑΙΧΝΙΔΙ στον Ουγκώ, ΑΓΑΠΗ στον Νίτσε, ΖΗΛΙΑ στον Προυστ, κοκ. Η αποσαφήνιση αυτών των λέξεων θα είναι, μπορούμε να υποθέσουμε, η απόφαση για τη Μνήμη του Κόσμου. Όμως όταν στο τέλος συμπληρώνεται η προθεσμία της παραμονής στον ουρανοξύστη και η ηρωίδα αποχωρεί όλες οι λέξεις παρουσιάζονται τελείως μπερδεμένες, σε μια σκηνή κοσμικού κατακλυσμού:

«Οι λέξεις ΠΟΝΟΣ, ΘΑΝΑΤΟΣ, ΧΑΡΑ, ΕΡΩΤΑΣ, ΖΗΛΙΑ, ΟΡΓΗ, ΠΡΟΔΟΣΙΑ, ΚΑΛΟΣΥΝΗ, ΧΩΡΙΣΜΟΣ, ΦΟΒΟΣ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ, ΨΕΜΑ, ΗΔΟΝΗ, ΘΑΡΡΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και πολλές ακόμη, πλέουν επίτηδες μπερδεμένες, για να μην βγαίνει συμπέρασμα από τη συνύπαρξή τους, ώσπου κάποια στιγμή που μπαίνουν σε μια σειρά, βγάζοντας επιτέλους νόημα, σαν να τρομάζουν τόσο πολύ κι οι ίδιες απ’ αυτό που προκύπτει από τη σχέση τους, που βυθίζονται για να μην τις ξαναδεί κανείς. Αμέσως μετά, όμως, κάποιες απ’ αυτές, οι πιο θαρραλέες, αναδύονται πιο καθαρές και λαμπερές από πριν» (σελ. 416).

Κάνετε λάθος, αξιότιμη κ. Διγενή. Οι θαρραλέες λέξεις δεν βυθίζονται ούτε αναζητούν το νόημά τους σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον. Τους δίνουν ήδη νόημα οι λαοί που αγωνίζονται στην Ελλάδα, στη Σερβία, την Ισπανία, το Ισραήλ, ενάντια στο ιμπεριαλιστικό ζόφο και την καταστροφή. Τους δίνουν νόημα όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι που πασχίζουν τώρα για το μέλλον. Για να επιβεβαιωθεί όμως οριστικά και αμετάκλητα αυτό το νόημα πρέπει να παραμεριστούν μερικά εμπόδιο. Ένα τέτοιο εμπόδιο είναι το πόνημά σας, καθώς και εκείνοι οι κατά φαντασία επαναστάτες στους οποίους χρησιμεύει σαν αυτοδικαίωση. Γι’ αυτό το εμπόδιο η ιστορία έχει αποφανθεί οριστικά και αμετάκλητα ότι ενσαρκώνει την ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ, το ΨΕΜΑ και την ΠΡΟΔΟΣΙΑ απέναντι σε όσα προφασίζεται.

Προς τι λοιπόν –για να επανέλθουμε στο ερώτημα του τίτλου– όλη αυτή η φλυαρία, dear Σεμίνα Διγενή; Να φλυαρούμε χωρίς νόημα επί παντός επιστητού μόνο και μόνο για την προβολή και για να πάρουμε κανένα βουλευτιλίκι από μερικούς ανεγκέφαλους σταλινικούς που βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση και επιζητούν την κολακεία – δεν είναι αυτό αυτογελοιοποίηση; Από το να τα λέμε όπως τα είπατε στους Απείθαρχους δεν είναι καλύτερα να σιωπούμε;

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι συγγραφέας. Δυο πρόσφατα βιβλία του είναι το Κριτική του Νεοσταλινισμού του ΚΚΕ (Εκδόσεις Εύμαρος, Αθήνα 2023) και η συλλογή Καρλ Μαρξ. Για τον Καπιταλισμό (Eκδόσεις Τόπος, 2024).

1 Νικολάου Γ. Μιχαλολιάκου, Περικλής Γιαννόπουλος. Ο Απολλώνιος Λόγος, 1982.

2 «Οι ορκωμοσίες των μελών της Χρυσής Αυγής», jailgoldendawn.com.

3 Κ. Πλεύρης, Η Κοσμοθεωρία του Εθνικισμού, Αθήναι 1969, σελ. 3.

4 Φ. Νίτσε, The Will to Power, Vintage Books, Νέα Υόρκη 1968, σελ. 399.

5 Στο ίδιο, σελ. 25. Ο Κάουφμαν παραλείπει την εγκληματικότητα (Verbrechen), που υπάρχει στη γερμανική έκδοση.

6 Βλέπε Χρ. Κεφαλής, «Εθνικιστικές λογικές στο ΚΚΕ», στο Κριτική του Νεοσταλινισμού του ΚΚΕ, εκδ. Εύμαρος, Αθήνα 2023, σελ. 387-464. Ο αναγνώστης θα βρει εκεί και τα αναφερόμενα σχετικά με τους κ.κ Παπαρήγα, Χουρμουζιάδη και Κανέλλη.

7 Γ. Κακουλίδης, «Χρέος μας είναι η καταστροφή της», Ριζοσπάστης, 13 Ιούνη 2004.

8 Ριζοσπάστης, 5.3.2006.

9 Σ. Διγενή, Ριζοσπάστης, 29.6.2021.

10 Σ. Διγενή, «Οι “Άθλιοι” επιστρέφουν κι εμπνέουν!», katiousa.gr.

11 Σ. Διγενή, «Τόμας Μαν: “Ο αντικομμουνισμός είναι η μεγαλύτερη βλακεία της εποχής μας”», katiousa.gr.

12 Τα κείμενα του Λούκατς για τον Τόμας Μαν κυκλοφόρησαν πρόσφατα στη συλλογή Γκέοργκ Λούκατς, Τόμας Μαν, εκδ. Ήτορ, σε μετάφραση των Νίκου Φούφα και Ηούς Δούκα.

13 «Σεμίνα Διγενή: “Θυμηθείτε: ΛΑ.Ο.Σ., ΑΝΕΛ, Έν. Κεντρώων, Ποτάμι, ΜέΡΑ25 και τώρα ΝΙΚΗ και Πλεύση Ελευθερίας… Έχουμε πολύχρονη πικρή εμπειρία από τους Φαντομάδες της πολιτικής σκηνής”», katiousa.gr.

14 Λένιν, Άπαντα, τόμ. 41, σελ. 55.

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή