ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΝΗΣ
ΠΟΙΑΙ ΑΙ ΚΑΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΤΟΥ ΑΛΚΟΟΛ
Πήγε με το ένα και μοναδικό κουστούμι του στην παρέλαση των μαθητών για την Εθνική Εορτή. Φόρεσε και γραβάτα. Κάθισε μετά με την παρέα στο γωνιακό ουζερί της πλατείας. Ύστερα από μερικά καραφάκια η παρέα διάλυσε και αυτός σηκώθηκε για να πάει σπίτι. Τα βήματά του τον πήγαιναν πότε δεξιά πότε αριστερά αλλά ποτέ στο σπίτι.
Έφτασε με το ζόρι στα σκαλιά της εκκλησίας και τα ανέβηκε με κόπο. Μπήκε μέσα και έριξε μια ματιά – πώς του ‘ρθε – στο μάτι του Παντοκράτορα. Το είδε θολό και θυμωμένο. Προχώρησε λίγα βήματα και σωριάστηκε σ’ ένα στασίδι.
Πήρε έναν υπνάκο για δυο – τρεις ώρες. Όταν τον ξύπνησε με το μαλακό η καλή νεωκόρος, κοίταξε το ρολόι του. Πώς πέρασε η ώρα! Μετά ξανάκλεισε τα μάτια. Η καλή γυναίκα του έκανε μια ευγενική παρατήρηση.
-Κύριε νομίζω ότι πρέπει να πάτε στο σπίτι σας να κοιμηθείτε σαν άνθρωπος. Η εκκλησία θα κλείσει.
Έβγαλε αργά από την τσέπη του ένα εικοσάευρο και της το έδωσε.
-Άσε με σε παρακαλώ να κοιμηθώ για την αγάπη του Χριστού καλή μου καντηλανάφτισσα.
Η καλή γυναίκα πήρε με σεβασμό το εικοσάρικο και το τακτοποίησε στην τσέπη της ποδιάς της.
-Είναι για το παγκάρι του Πνευματικού Κέντρου μας. Έχουμε και βιβλιοθήκη. Ο πάτερ Αμβρόσιος έχει γράψει ένα βιβλίο. Ποίαι αι κακαί συνέπειαι του αλκοόλ δια τον πιστόν χριστιανόν.
Άκουσε τα τελευταία λόγια της καλής νεωκόρου ανακατεμένα με το ροχαλητό του. Κατάφερε πάντως να ψελλίσει.
-Με τον πάτερ τα πίνουμε μαζί μέρα παρά μέρα.
Η καλή γυναίκα έσυρε τα βήματά της για να μαζέψει τα κεριά.