ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ
Τρία στιχοτράγουδα
1) Ο παππούς μου Προμηθέας
Στ’ ουρανού την προκυμαία
Τον παππού μου Προμηθέα
Είδα κι έκανε παρέα
Με του Χάους τον κουρέα
Και κουβέντιαζαν με τ’ άστρα
Που φορούν τις νύχτες τ’ άσπρα
Και φωτίζουν σαν νυχτώνει
Όταν σταματά τ’ αηδόνι.
*
Ποιος μας τρώει το συκώτι
Και μας οδηγεί στα σκότη
Και δεν φέρεται σεμνά
Πρήζοντάς μας τ’ αχαμνά;!
*
Έκλαιγε για τον δεσμό της
Κι ο παππούς μου ο Δεσμώτης
Σαν αφέντης και δεσπότης
Λευτεριάς αντάρτης, πότης
Δυο λογάκια της σφυρίζει
Να φυλάει το μετερίζι
Κει που θάλλει η ευτυχία
Και χορεύει η ευδαιμονία.
2) Είσαι λαμπάδα της Λαμπρής
Είσαι της άνοιξης γιορτή και Πασχαλιά τ’ Απρίλη
Τότε που δίνουνε φιλί τα άλικά σου χείλη`
Λευκό της νύχτας γιασεμί που ευωδιά σκορπίζει
Μονάχο αστέρι την αυγή κι όλους καλημερίζει.
*
Είσαι λαμπάδα της Λαμπρής, φλόγα π’ αναβοσβήνει
Βάρκα στην άμμο της ακτής πλάι στου βυθού τη δίνη`
Γλάρος με ανοιχτά φτερά, γεράκι που εποπτεεύει
Ψυχή οπού σκορπά χαρά και τ’ όνειρο αγναντεύει.
*
Είσαι ρωγμή του είναι μου, του μέσα μου απορία
Από το νέκταρ δίνε μου, κι εγώ απ’ την αμβροσία`
Και να μεθύσουμε τα δυο στο καπηλειοό της Μοίρας
Το πεπρωμένο μας να ιδώ σαν κέρμα «επί χείρας».
*
Είσαι στον θόλο τ’ ουρανού το πιο μεγάλο αστέρι
Κατακτητής σκέψης και νου, σελήνη δίχως ταίρι`
Κι από την φεγγαράδα σου – σαν κίτρινο λεμόνι
Ζηλεύω τη χλωμάδα σου, στης νύχτας το τιμόνι.
*
Είσαι του σύμπαντος κλειδί, ορίζεις και τον χρόνο
Των πολυτίμων η χλιδή κι αντίδωτο στον πόνο`
Κι όταν χαμόγελα σκορπάς γίνεσαι ανεμώνα
Λιώνεις τους πάγους της καρδιάς, στα κρύα του χειμώνα.
3) Έρως – Θάνατος
Ο Θάνατος κι ο Έρως είν’ δίδυμα αδέλφια
Κάθοντ’ οι δυο στον ίσκιο και τραγουδούν τα ντέρτια:
–Δύσκολο πράγμα είναι ζωές να παίρνεις άλλων
Κατάρες να σου δίνουν ωσάν φονιά μεγάλον!
–Πιο δύσκολο ακόμα, ένα να γίνεις μ’ άλλον
Και όλοι να σε θέλουν – που δεν σε ξεύρουν μάλλον!
*
Κι εκεί που κουβεντιάζουν να-σου ένα χελιδόνι
Τσιμπολογά τη λάσπη και πάει σ’ ένα μπαλκόνι
Και τσίρι-τσίρι-τσίρι παλεύει μ’ αγωνία
Να χτίσει τη φωλιά του στην μπαλκονογωνία!
*
Σαν άκουσε τα λόγια, τα ντέρτια, τα φαρμάκια
Την πέταξε τη λάσπη κι έκλεισε τα φτεράκια
Σιμά τους πλησιάζει και με λαλιά ανθρώπου
Αρχίζει να μιλάει στ’ αδέλφια «επί τόπου»!
*
–Τι θέλετε καλοί μου, να μη βαρυγκομάτε
Που τ’ όνειρό σας είναι να πιείτε και να φάτε:
Όταν θ’ αποδημήσω και πάω σ’ άλλη χώρα
Μαζί μου να σας πάρω και για καλή σας ώρα!
*
Σας ικετεύω όμως, αφήστε τους ανθρώπους
Να ζήσουν όπως θέλουν με κάματο και κόπους
Άλλοι να ευτυχήσουν ή άλλοι να πεθάνουν
Εσάς μην σας γνωρίσουν κι ότι ποθούν ας κάνουν!