Ο Γκύντερ Γκρας σε παρουσίαση βιβλίου του το 2006
Σήμερα (13/4) κλείνουν κιόλας δέκα χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα Γκύντερ Γκρας (1927-2015), ενός από τους πιο χαρακτηριστικούς λογοτέχνες της μεταπολεμικής Γερμανίας. Το 1999 τιμήθηκε με το Νομπέλ κυρίως για το πεζογραφικό του έργο και πρωτίστως για το κορυφαίο μυθιστόρημά του, το «Τενεκεδένιο ταμπούρλο», που είχε δημοσιευθεί το 1959. Ήταν η παρθενική εμφάνιση ενός ασυνήθιστου ταλέντου με ευδιάκριτο ρυθμό και ιδιότυπη φαντασία. Στο ωκεάνιο έργο του ο αναγνώστης συναντά κάθε τόσο νησίδες αλλόκοτης φαντασίας και ιδιόρρυθμης εκρηκτικότητας. Όσο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο, το ταλέντο του πεζογράφου Γκρας είναι κατ’ εξοχήν ποιητικό και γι’ αυτό αναδεικνύεται καλύτερα στα μικρότερα πεζά του και στα πρώιμα ποιήματά του, τρεις συλλογές όλες κι όλες, που εντυπωσίασαν τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα, αλλά δεν βρήκαν συνέχεια. Αργότερα ο Γκρας δημοσίευσε μόνο ποιήματα με επίκαιρες αφορμές, όπως ήταν για παράδειγμα η στάση της Ευρώπης για την Ελλάδα της κρίσης. Σε αντίθεση με την καλλιέπεια και στοχαστική διακριτικότητα της μεταπολεμικής γερμανικής ποίησης, ο νεαρός Γκρας φωνασκούσε, χειρονομούσε, χλεύαζε με τους στίχους του. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο το ποίημα «Μέσα στο αβγό», μια σάτιρα στην ουσία για τις μικροαστικές αυταπάτες της ασφάλειας, της οργάνωσης και της τάξης στη ζωή, της ελευθερίας του λεγόμενου ώριμου πολίτη.

Μέσα στο αβγό
Ζούμε μέσα στο αβγό.
Στο μέσα μέρος του τσοφλιού
χαράξαμε άσεμνα σκίτσα
και τα βαφτιστικά των εχθρών μας.
Μας επωάζουν.
Όποιος και να μας κλωσσά,
κλωσσά μαζί και το μολύβι μας.
Το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε,
μόλις βγούμε από το αβγό μας,
είναι το πορτραίτο του επωαστή μας.
Υποθέτουμε ότι μας επωάζουν.
Φανταζόμαστε ένα καλόβολο πουλερικό
και γράφουμε σχολικές εκθέσεις
για το χρώμα και τη ράτσα
της κλώσσας μας.
Πότε θα σκάσουμε μύτη από το τσόφλι μας;
Οι προφήτες μέσα στο αβγό
ερίζουν για τρεις κι εξήντα
επί της διαρκείας της επωάσεως.
Υποθέτουν μια ημέρα Χ.
Λόγω πλήξεως, αλλά και αντικειμενικής ανάγκης
εφεύραμε θερμοκοιτίδες.
Νοιαζόμαστε πολύ για τους απογόνους μας στο αβγό.
Με χαρά μάλιστα θα δίναμε την πατέντα
σ’ αυτήν που αγρυπνά πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Εμείς έχουμε τουλάχιστον πού την κεφαλήν κλίναι.
Ξεμωραμένοι νεοσσοί,
έμβρυα με γλωσσικές γνώσεις
φλυαρούν όλη τη μέρα
και συζητούν μάλιστα τα όνειρά τους.
Αλλά τι θα γίνει, αν τυχόν και δεν μας επωάζουν;
Αν αυτό το τσόφλι δεν τρυπήσει ποτέ του;
Αν ο ορίζοντάς μας είναι ο ορίζοντας
των σκίτσων μας τώρα και για πάντα;
Ελπίζουμε ότι μας επωάζουν.
Έστω κι αν δεν έχουμε πια άλλο θέμα από την επώαση,
υφίσταται παρ’ όλα αυτά ο κίνδυνος
κάποιος να πεινάσει έξω από το τσόφλι μας,
να μας πετάξει στο τηγάνι και να μας ρίξει κι αλάτι.
Και τότε τι κάνουμε, εν ωώ αδελφοί;