- Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Το χρονογράφημα ως είναι γνωστόν, αποτέλεσε κύριο είδος λογοτεχνικού κειμένου με δημοσιογραφικό χαρακτήρα ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Αντλεί κυρίως την θεματολογία του από την τρέχουσα καθημερινότητα της εποχής όπου οι χρονογράφοι συντάσσουν τα κείμενα τους, προκειμένου αυτά να διανθίσουν τις εφημερίδες με κείμενα λογοτεχνίζοντα (ας μου επιτραπεί ο όρος), τα οποία την ίδια στιγμή αναφέρονται στα τρέχοντα ζητήματα της εποχής τους ή τα χρησιμοποιούν ως αφορμή.
Το χρονογράφημα ξεκινά να εμφανίζεται ως εκ τούτου περί τα 1880 με το τέλος θεωρητικά της πρώτης Αθηναϊκής σχολής η οποία αναφέρεται στην Ποίηση και εκτείνεται αρκετές δεκαετίες μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, διατηρώντας πάντοτε ένα ενδιαφέρον και δημοσιογραφικό, μιας και ο αναγνώστης ακόμη και σήμερα αυτών των κειμένων, μπορεί να προσλάβει την αύρα μιας ολάκερης εποχής στην λεπτομέρεια της, η οποία θα του δώσει μία αρκετά σαφή εικόνα των τεκταινομένων και της γενικότερης κοινωνικής, πολιτικής, πολιτιστικής και γενικώς της δημοσίου ζωής ατμόσφαιρας και αυτό το χαρακτηριστικό στο χρονογράφημα γενικώς, αποτελεί ίσως και την μεγαλύτερη δύναμη του, το γεγονός δηλαδή του ότι μας φέρει εμάς τους μελετητές του κατά τον αμεσότερο τρόπο στο κλίμα της κάθε εποχής όπου καλούμεθα να μελετήσουμε.
Σήμερα δεν υφίσταται ως είδος διότι οι τρέχουσες συνθήκες το εξόρισαν από όσες τέλος πάντων εφημερίδες διατηρούν έστω και το ελάχιστο επίπεδο αλλά και την ενσυναίσθηση του να αποδώσουν την επικαιρότητα πέρα από την αυστηρή δημοσιογραφία. Σε καιρούς “ταχυφαγείων” πανταχόθεν, το χρονογράφημα πλέον δεν έχει θέση δυστυχώς στον δημόσιο λόγο μιας και το επίπεδο της δημοσιογραφίας έχει εκπέσει σημαντικά διότι κάποτε “δημοσιογράφοι” ήσαν οι λογοτέχνες κατά κύριο λόγο και όχι απλώς δημοσιογράφοι.
Έχω σε παλαιότερο κείμενο μου αναφερθεί στο είδος αυτό με κύριο άξονα το χρονογράφημα στον Τίμο Μωραϊτίνη, τον άνθρωπο ο οποίος πιστά το υπηρέτησε για δεκαετίες και έγραψε κείμενα αυτού του είδους σχεδόν ακολουθώντας το γλωσσικό ζήτημα της εποχής του, από την καθαρεύουσα των αρχών του προτεραίου αιώνα ως και την άριστη δημοτική των επόμενων δεκαετιών. Σήμερα με τον γενικότερο γλωσσικό εκπεσμό στον δημόσιο διάλογο και με την επικράτηση των greeklish στην νεολαία μας “χάριν ευκολίας” αλλά και όχι μόνον σε αυτήν, δεν γνωρίζει κανείς το τι θα μας έλεγε ο Τ.Μ. και αν ακόμη ακόμη κάποια εφημερίδα θα ασχολούνταν να δημοσιεύσει κείμενα συνταχθέντα με ελαφρά διάθεση μεν αλλά με φιλολογικό υπόβαθρο πολύ στιβαρό, τα οποία να απευθύνονταν στον αναγνώστη σχολιάζοντας την επικαιρότητα με την διάθεση “από το μέρος προς το όλον” και γενικότερο σχεδιασμό την πνευματική ανάταση του λαού μας διαμέσου του προβληματισμού και της σκέψης μέσα από ένα λογοτεχνικό κείμενο συνταχθέν ως πολλάκις “λαϊκό ανάγνωσμα” μιας και το κύριο μέρος των αναγνωστών ήταν οι αναγνώστες των εφημερίδων.
Πέρα από τούτη την γενικόλογη αναφορά στο είδος του χρονογραφήματος, το σημερινό μου άρθρο, έχει να κάνει με έναν άλλον ογκόλιθο των γραμμάτων μας, έναν ουσιώδη πνευματικό άνθρωπο κάπως μιας άλλης οπτικής περί των κειμένων όπου δημοσιολογούν, τον Εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, ο οποίος δεν έγραψε μόνον και δημοσίευσε την εμβληματική του Ποίηση στην εποχή του, αλλά συνέταξε πλήθος χρονογραφημάτων και λογοτεχνικών αναφορών οι οποίες δυστυχώς για τον πολύ κόσμο παραμένουν άγνωστα και αποτελούν για αυτόν που θα τα μελετήσει, έναν πραγματικό γλωσσικό θησαυρό, μία χορεία κειμένων – ύμνος κάτω από διάφορα ψευδώνυμα στην ιερή μας Ελληνική γλώσσα που σήμερα θα έπρεπε να αποτελούν σταθμό όχι μόνον για τον κλειστό κύκλο των μελετητών, των Πανεπιστημιακών ή όποιων άλλων αποτελεί μέρος της εργασίας και ενασχόλησης των η μελέτης τους, αλλά και του απλού αναγνώστη, αυτού του αναγνώστη ο οποίος επιθυμεί όχι απλώς να περάσει την ώρα του ευχάριστα μέσα από την ανάγνωση ενός τέτοιου κειμένου, αλλά να προβληματιστεί και ενίοτε να παραδειγματιστεί αν εκτός από αναγνώστης προσπαθεί να γράψει και ο ίδιος, σχετικώς με το πως θα πρέπει να γράφεται ένα χρονογράφημα ή έστω ένα λογοτεχνικό κείμενο που έχει σκοπό να δημοσιευθεί, με μια ιδιαίτερη θεματολογία.
Και όντως το Παλαμικό χρονογράφημα, διατηρεί στην εντέλεια του μία μοναδική ιδιαιτερότητα ανάμεσα στα χρονογραφήματα όλων αυτών των δεκαετιών. Πως αποτελεί με την αυστηρή φιλολογική του θεματική όπου αναπτύσσει ο Παλαμάς, μία μορφή “φιλολογικής επιθεωρήσεως” όπου μέσα από τις σελίδες τους περνούν ρεύματα ποιητικά και συγγραφικά γενικώς της εποχής όπου έζησε ο ποιητής, προσωπικότητες των γραμμάτων, κρίσεις για το τότε σχηματιζόμενο στις απαρχές του Ελληνικό μας θέατρο, αναφορές σε ιστορικά γεγονότα με την οπτική ως προανέφερα “εκ του μέρους δια το όλον” ήτοι το πως μπορεί να παραδειγματίσει η ιστορία την τότε καθημερινότητα (χαρακτηριστικό αυτής της διάθεσης το χρονογράφημα του ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΓΙΑΣ το οποίο αναφέρεται στην δολοφονία του Παύλου Μελά με αναφορά σε πρόσωπο που έδρασε δεκαετίες πίσω κ.ά.) και γενικώς το Παλαμικό χρονογράφημα χαρακτηρίζεται κυρίως από την άκρα εξειδίκευση του επάνω και μόνον σε θέματα άπτοντα την φιλολογία, τα γράμματα, το θέατρο και γενικώς τις καλές τέχνες.
Δεν λείπουν παρά ταύτα και αναφορές σε χρονογραφήματα, από διενέξεις φιλολογικές της εποχής (λ.χ. η διένεξη μεταξύ του ιδίου και του Γρηγορίου Ξενόπουλου με τον Ανδρέα Καρκαβίτσα) κείμενα όμως που παρά την επικαιρότητα τους η οποία φυσικά σήμερα είναι ξεπερασμένη, δεν παύουν να μας δίνουν τον τόνο μιας εποχής όπου οι πνευματικοί άνθρωποι συγκρούονταν πνευματικά μεταξύ των με επιστολές προς τις εφημερίδες μιας και εκείνη την εποχή ίσως οι εφημερίδες, δίχως την ύπαρξη καν του ραδιοφώνου να αποτελούσαν ενδεχομένως και το μοναδικό βήμα έκφρασης κάπως αμεσότερης από την έκδοση ενός βιβλίου ή ακόμη ακόμη και ενός λογοτεχνικού περιοδικού.
Θα ΠΡΕΠΕΙ κάποιος δε, να σταθεί ιδιαιτέρως επάνω στην μελέτη του αυτή η οποία εκτείνεται από μια απλή ανάγνωση ως και το κράτημα των σχετικών σημειώσεων και στον γλωσσικό πλούτο του Παλαμικού χρονογραφήματος. Πράγματι ο Παλαμάς βρίθει αν και δημοτικιστής θερμότατος από τις απαρχές του γλωσσικού ζητήματος στις αρχές του περασμένου αιώνα ενός γλωσσικού πλούτου ακόμη και για τα χρονογραφήματα του τα οποία ενώ αντιμάχονται την καθαρεύουσα, είναι κάποια εξ αυτών συνταχθέντα σε αυτήν την (όμορφη) γλώσσα.
Σε καμιά περίπτωση ο Παλαμάς δεν χρησιμοποιεί την δημοτική για την δημοτική ως η περίπτωση Ψυχάρη τον οποίον κρίνω εντελώς εμμονικό ώστε να καταντά κουραστικός. Ο λόγος του παραμένει ευπρεπής και η κάθε του λέξη είτε στην δημοτική είτε (και πόσο μάλλον) στην καθαρεύουσα, φανερώνουν στον αναγνώστη πως ο συντάκτης των κειμένων αυτών, δεν είναι ο όποιος τυχαίος.
Ο Παλαμάς είναι ένας βαθύτατα μορφωμένος χρονογράφος ο οποίος είναι και βαθύτατα εξίσου ενημερωμένος για τα πανευρωπαικά ζητήματα των γραμμάτων. Δεν μένει στα στενά τοπικά, κοινωνικά, πολιτικά, μορφωτικά βεβαίως πλαίσια της τότε Ελλάδας όπου την μάστιζε η αγραμματοσύνη, αλλά φέρνει μέσα από τα κείμενα του πληροφορίες και γενικώς τον αέρα των γραμμάτων όπου επικρατούσε στην Ευρώπη κυρίως και πραγματικά θα τολμούσε να παραστήσει κανείς την κίνηση του αυτή, ως την κίνηση κάποιου ο οποίος σε ένα σπίτι κατάκλειστο όπως η Ελλάδα της εποχής του, ανοίγει τα πορτοπαράθυρα ώστε να πνεύσει εντός του μουχλιασμένου αυτού σπιτιού, ο φρέσκος, ο ανανεωτικός ενίοτε αέρας της Ευρωπαϊκής κουλτούρας, όχι όμως με μιαν διάθεση μιμητισμούς κακού, αλλά με μιαν διάθεση συλλογής ότι εκλεκτότερου φυσούσε τότε στ πολιτιστικά πράγματα της γηραιάς Ηπείρου.
Ο Παλαμάς δεν είναι απλώς ένα ψευτοεπαναστάτης του δημοτικισμού. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος κρίνει πως εκείνη την εποχή είχε φτάσει πραγματικά η ώρα της ανανέωσης ενός γερασμένου οργανισμού ως η παιδεία μας, ως τα γράμματά μας.
Νιώθει πως χρειάζεται άμεσα και επειγόντως μετάγγιση πνευματικού αίματος τόσο γλωσσικά όσο και υφολογικά η περίπτωση των νεοελληνικών μας γραμμάτων, δίχως όμως να έχει μέσα ίσως στον ενθουσιασμό του προκειμένου να επέλθει μία επί τέλους αλλαγή λάβει σοβαρά υπόψιν, την ρήση του Σαίξπηρ πως ‘Μια αλλαγή φέρνει και άλλες” ώστε να καταντήσουμε σήμερα στο σημερινό μας πνευματικό επίπεδο, το κάτω του μετρίου πολλάκις, αυτό το επίπεδο όπου ο πνευματικός άνθρωπος μπορεί να καταστεί ο καθείς ο οποίος μπορεί να πληρώσει ώστε να εκδώσει προκειμένου να ικανοποιήσει την φιλαυτία του, με την μεγάλη κοινωνία να μας έχει στρέψει (ίσως και ανεπιστρεπτί) εμβληματικά την πλάτη διότι το παραγόμενο έργο ως τονίζω πάντοτε, δεν είναι ένα έργο ποιοτικό πέραν ορισμένων εξαιρέσεων και ένα έργο άξιο του σεβασμού των άλλων.
Καταλήγω τούτη την μικρή αναφορά με δυο γραμμές του Παλαμά απο το χρονογράφημα του συνταχθέν τον Απρίλιο στις δεκαπέντε του 1903, με τίτλο «Από την αφορμή Κάποιου συνεδρίου» (αναφέρεται στο συνέδριο του 1904 περί του γλωσσικού ζητήματος, το «1ον Ελληνικόν Εκπαιδευτικόν Συνέδριον Εν Αθήναις 1904», με την μόνη διαφορά πως ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ να ξαναδιαβάσουμε τούτες τις Παλαμικές γραμμές από την αντίθετη φορά σε σχέση με το γλωσσικό μας ζήτημα το οποίον κρίνω πάντοτε πως ΠΡΕΠΕΙ να επανατεθεί μιας και αποτελεί καίριο ζήτημα η γλώσσα της γενικότερης Παιδείας των πολιτών μιας κοινωνίας, πιστεύοντας πάντοτε πως…
«Η ΓΛΩΣΣΑ ΘΑ ΣΩΣΕΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΑΣ»
«Κι εμείς εδώ μακάριοι, γύρω σε ένα ξόανο μεσαιωνικό (ας το παραφράσω ως νεοταξικό) που Παιδεία το είπαμε, χορεύουμε και ρητορεύουμε. Και προσφέρουμε θυσία στο ξόανον, ό,τι πολυτιμότερον έχουμε, τα παιδιά μας».
Κωστής Παλαμάς»
Σημείωση απαραίτητος.
Για την σύνταξη αυτού του δοκιμίου, κείμενα αντλήθηκαν απο το πολύ ωραίο βιβλίο που φέρει τον τίτλον «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – Χρονογραφήματα (1897 – 1907) Μελέτες και άρθρα, σημειώματα) με την επιμέλεια του ιδρύματος Κωστή Παλαμά και τους εκδοτικούς οίκους «Μπίρης» – «Γκοβόστης».