Ο Mayall πέθανε «στο σπίτι του στην Καλιφόρνια τη Δευτέρα περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του» αναφέρεται στην ανακοίνωση του θανάτου του και προστίθεται: «Προβλήματα υγείας ανάγκασαν τον John να σταματήσει την τεράστια συναυλιακή καριέρα του και, τελικά, έφεραν ανάπαυση σε έναν από τους μεγαλύτερους “μαχητές”. Ο John Mayall μας έδωσε 90 χρόνια ασταμάτητης προσπάθειας να εκπαιδεύσει, να εμπνεύσει και να ψυχαγωγήσει».
Ο Mayall συνέβαλε στην ανάπτυξη της βρετανικής εκδοχής των blues, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναβίωση του είδους στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στην Ευρώπη. Η μπάντα του, οι Bluesbreakers, αποτέλεσαν το σκαλοπάτι για να ξεκινήσουν την καριέρα τους πολλοί μετέπειτα αστέρες, όπως ο Eric Clapton.
Ο John Mayall ίδρυσε τους Bluesbreakers μέσα στη δεκαετία του 1960 και ο ρόλος του στην αναβίωση των blues είναι κομβικός, καθώς συχνά αποκαλείται ως ο «νονός της βρετανικής blues».
Ανάμεσα στα ονόματα που πέρασαν και… εκπαιδεύτηκαν στους Bluesbreakers του John Mayall είναι, εκτός του Eric Clapton, οι Peter Green, Mick Fleetwood, John McVie, οι τρεις που μετέπειτα δημιούργησαν τους Fleetwood Mac, αλλά και ο Mick Taylor των Rolling Stones.
Από το 1969 ο Mayall μετακόμισε στις ΗΠΑ και το Λος Άντζελες και συνέχισε να κυκλοφορεί album, αλλά και να περιοδεύει ασταμάτητα σε όλο τον κόσμο.
«Ηγούμαι ενός συγκροτήματος και ξέρω τι θέλω να παίζει στο συγκρότημά μου – ποιοι μπορούν να είναι καλοί μου φίλοι», δήλωσε ο Mayall σε συνέντευξή του στο Southern Vermont Review. «Είναι σίγουρα μια οικογένεια».
Αν και ο Mayall δεν πλησίασε ποτέ τη φήμη των μουσικών που έπαιξαν στο συγκρότημά του, εξακολουθούσε να εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80, παίζοντας τη δική του εκδοχή των blues του Σικάγο.
«Δεν είχα ποτέ μια δισκογραφική επιτυχία, δεν κέρδισα ποτέ ένα Grammy και το Rolling Stone δεν έχει γράψει ποτέ ένα άρθρο για μένα», είπε σε συνέντευξή του στο Santa Barbara Independent το 2013. «Εξακολουθώ να είμαι ένας underground καλλιτέχνης».
Γνωστός για τη φυσαρμόνικα και το παίξιμο των πλήκτρων του, ο Mayall είχε 1 υποψηφιότητα για Grammy για το «Wake Up Call» και μια δεύτερη υποψηφιότητα το 2022 για το άλμπουμ του «The Sun Is Shining Down». Κέρδισε επίσης επίσημη αναγνώριση στη Βρετανία με το βραβείο OBE, βρεταινικό ιπποτικό παράσημο που επιβραβεύει τη συνεισφορά στις τέχνες και τις επιστήμες, το 2005.
Επιλέχθηκε για την τάξη του 2024 στο Rock & Roll Hall of Fame, ενώ το άλμπουμ του 1966 «Blues Breakers With Eric Clapton», θεωρείται ένα από τα καλύτερα βρετανικά blues άλμπουμ.