- Κυριακή του Θωμά
- Άγιος Συμεών ο Αδελφόθεος Επίσκοπος Ιεροσολύμων
- Όσιος Ιωάννης ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Καθαρών
- Άγιος Ποπλίων
- Άγιος Ευλόγιος ο Ξενοδόχος
- Άγιος Λολλίων ο Νέος
- Άγιοι Συμεών ο Νέος Στυλίτης και Γεώργιος ο αδελφός του
- Άγιος Θεόφιλος Επίσκοπος Βρεσκίας
- Άγιος Στέφανος Επίσκοπος Βλαντιμίρ
- Εγκαίνια του Ναού της Αγίας Ειρήνης «αρχαίας και νέας»
- Σύναξη των Χιλίων Διακοσίων Σαράντα Ένα Νεομαρτύρων της Νάουσας
******************************************************************************************************
- Κυριακή του Θωμά
Ο Απόστολος Θωμάς απουσίαζε όταν ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, επισκέφθηκε τους Μαθητές Του στο υπερώον όπου ήταν συνηγμένοι. Όταν πληροφορήθηκε τα σχετικά με την επίσκεψη του Χριστού, ζήτησε να Τον δη και να ψηλαφίση τις πληγές του Σταυρού στα χέρια και την πλευρά Του. Ο Χριστός όταν επισκέφθηκε και πάλι τους Μαθητές Του μετά από οκτώ ημέρες, κάλεσε τον Απόστολο Θωμά να ψηλαφήση τα σημάδια των πληγών στο Σώμα Του. Τότε ο Απόστολος Θωμάς Τον ανεγνώρισε και Τον ομολόγησε Κύριο και Θεό του. Τον ανεγνώρισε από τις πληγές του Σταυρού, οι οποίες αποτελούν σημάδι της αγάπης Του, αλλά και της δυνάμεώς Του. Την ομολογία του Θωμά οι άγιοι Πατέρες την ονομάζουν σωτήριο. Και πραγματικά οδηγεί στην σωτηρία όλους εκείνους που την απευθύνουν στον Χριστό εκζητώντας ταπεινά το έλεός Του.
Το γεγονός ότι ο Απόστολος Θωμάς αρχικά απουσίαζε κατά την εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητές Του, φαίνεται ότι ήταν οικονομία Θεού, για να γίνη πιστευτό το θαύμα της Αναστάσεως και να διαλυθή κάθε είδους αμφιβολία.
Ο Απόστολος Θωμάς, μετά την Πεντηκοστή, κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους, τους Πέρσες, τους Μήδους και τους Ινδούς και είχε μαρτυρικό τέλος.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος βαρὺς.
Ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος ἡ ζωὴ ἐκ τάφου ἀνέτειλας Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, τοῖς Μαθηταῖς ἐπέστης ἡ πάντων ἀνάστασις, πνεῦμα εὐθὲς δι’ αὐτῶν ἐγκαινίζων ἡμῖν, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Τῇ φιλοπράγμονι δεξιᾷ, τὴν ζωοπάροχόν σου πλευράν, ὁ Θωμᾶς ἐξηρεύνησε Χριστὲ ὁ Θεός· συγκεκλεισμένων γὰρ τῶν θυρῶν ὡς εἰσῆλθες, σὺν τοῖς λοιποῖς Ἀποστόλοις ἐβόα σοι· Κύριος ὑπάρχεις καὶ Θεός μου.
Μεγαλυνάριον
Θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς, ἐπέστης Σωτήρ μου τὴν εἰρήνην σου δοὺς αὐτοῖς· ὅθεν ὁ Θωμᾶς σε, δακτύλῳ ψηλαφήσας, ἐβόα· Σὺ Θεός μου, πέλεις καὶ Κύριος.
-
- Άγιος Συμεών ο Αδελφόθεος Επίσκοπος Ιεροσολύμων.
Ο Άγιος Συμεών ήταν ένας από τους τέσσερις γιους του μνήστορος Ιωσήφ και αδελφός του αδελφοθέου Ιακώβου, που έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Μετά τη δολοφονία του Ιακώβου, επίσκοπος ανέλαβε ο Συμεών. Σ’ όλη τη διάρκεια της επισκοπικής του θητείας, υπήρξε αντάξιος του αδελφού του. Η ανεξάντλητη αγωνιστικότητα του, η τέλεια αυταπάρνηση του, καθώς και το απαράμιλλο θάρρος του, κατέστησαν τον Συμεών φωτεινό πνευματικό αστέρι, δια του οποίου στηρίχθηκαν και οδηγήθηκαν πολλές ψυχές στη σωτηρία. Το εντυπωσιακότερο, όμως, χαρακτηριστικό του Συμεών ήταν το ακατάβλητο φρόνημα του. Αν και 120 χρονών γέροντας, δεν κάμφθηκε μπροστά στο μαρτύριο. Υπέστη με νεανική φλόγα το σταυρικό θάνατο το έτος 107 μ.Χ. Και η νεανική ψυχή του γέροντα Συμεών αποδήμησε κοντά στο στεφανοδότη Κύριο. Βέβαια, με το παράδειγμα του άφησε διδαχή στο ποίμνιο του την εντολή του Αποστόλου Παύλου: «Τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Προς Κολασσαεΐς, γ’ 2). Δηλαδή, προς τα πάνω, προς το Θεό, διευθύνετε και προσηλώνετε τις σκέψεις σας, όχι στα γήινα και φθαρτά. Διότι και ο Συμεών, αν και 120 χρονών γέροντας, από τέτοιο φρόνημα εμπνεόμενος αντιμετώπισε παλικαρίσια το μαρτύριο. Στους Παρισινούς Κώδικες βρίσκεται Ακολουθία του Αγίου Συμεών, ποίημα του υμνογράφου Θεοφάνους. (Ορισμένοι Συναξαριστές επαναλαμβάνουν τη μνήμη του και 18 Σεπτεμβρίου).
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστοῦ σε συγγενῆ, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Μάρτυρα στεῤῥόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην ὀλέσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα· ὅθεν σήμερον, τήν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς ἄνω Σιών, πολίτης γενόμενος, τῆς κάτω Σιών, τὸν θρόνον ἐγκεχείρισαι· καὶ καλῶς τό ποίμνιον, ὁδηγήσας πρὸς μάνδραν οὐράνιον, ἐσταυρώθης Χριστῷ Συμεών, τό θεῖον πάθος αὐτοῦ μιμησάμενος.
- Όσιος Ιωάννης ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Καθαρών.
Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε περί το 778 μ.Χ. στην Ειρηνούπολη, που υπαγόταν στη Δεκάπολη της Κοίλης Συρίας. Οι γονείς του, ο Θεόδωρος και η Γρηγορία, διακρίνονταν για την ευσέβειά τους, την οποία και μετέδωσαν με κάθε φροντίδα στον ευπειθή υιό τους. Κατά την παιδική του ηλικία περνούσε τον χρόνο του μεταξύ της ανατροφής του αυτής, των σπουδών του και πολλών αγαθοεργιών, με τις οποίες οι γονείς του προσπάθησαν από νωρίς να τον εξοικειώσουν. Η ίδια ευσέβεια και η φιλάνθρωπη τάση τον διέκρινε και κατά τη νεότητά του, κατά την οποία με την τήρηση του θείου θελήματος διατηρήθηκε μακριά από κάθε ματαιότητα και ακαθαρσία.
Αργότερα έγινε μοναχός. Και στη νέα αυτή ζωή δεν ευδοκίμησε λιγότερο. Ο ζήλος του και η παιδεία του τον έκαναν να ξεχωρίσει στην εκτίμηση των λοιπών αδελφών, τον παρέλαβε δε μαζί του ο ηγούμενος της μονής στη Νίκαια, το 787 μ.Χ., όπου τότε συγκαλείτο η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος. Μετά από το τέλος της Συνόδου ήλθαν και οι δύο στην Κωνσταντινούπολη. Και επειδή και οι δυο τους κατά την διάρκεια των συνοδικών εργασιών απέσπασαν την ευμενή προσοχή και της βασίλισσας Ειρήνης και του Πατριάρχη Ταρασίου, ο γέροντας και ηγούμενός του, αναδείχθηκε ηγούμενος της μονής των Δαλμάτων, ο δε Όσιος Ιωάννης χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Νικηφόρου (802 – 811 μ.Χ.), που διαδέχθηκε την Ειρήνη στον βασιλικό θρόνο, διορίσθηκε ηγούμενος στο μοναστήρι, το αποκαλούμενο των Καθαρών.
Τα καθήκοντά του εκεί τα άσκησε με κάθε ευσυνειδησία, αφού πρόσεξε να προαγάγει την πειθαρχία μεταξύ των αδελφών και να υψώσει την πνευματική και ηθική ζωή τους. Και επειδή κατά τα χρόνια εκείνα εξακολουθούσαν ακόμα οι συνέπειες εκείνου του σαλού εναντίων των εικόνων, ο Όσιος Ιωάννης μετέδιδε στους μοναχούς του τα διδάγματα της Ορθοδοξίας και τους προετοίμαζε σε κάθε τόλμη και κάθε κίνδυνο γι’ αυτά. Και η μέρα της μεγάλης δοκιμασίας φανερώθηκε κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος του Ε’, ο οποίο κατέλαβε τον θρόνο το έτος 813 μ.Χ.
Ο βασιλέας αυτός συμπαθούσε τις αρχές της μεταρρυθμίσεως. Μεταξύ δε των άλλων, κρίνοντας επιπόλαια τα πράγματα, πρέσβευε ότι η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να ανορθωθεί, εάν επιτέλους δεν επερχόταν η πλήρης κατάργηση των αγίων εικόνων από αυτή. Ότι μια τέτοια δοξασία ήταν ανόητη, ότι οι υπέρμαχοι της λεγόμενης μεταρρυθμίσεως μέσω του λυσσαλέου αγώνος κατά των εικόνων, κατανάλωσαν χωρίς λόγο δυνάμεις πολύτιμες για το βυζαντινό κράτος και την Εκκλησία, το ομολογούν και περίφημοι ιστορικοί.
Ο Λέων ο Ε’ όμως παρασυρόταν και ο ίδιος από την τυφλή προκατάληψη κατά των εικόνων. Σε αυτό τον ωθούσαν και δύο άνδρες που ασκούσαν πάνω του μεγάλη επιρροή, ο Θεόδοτος Μελισσηνός και ο Ιωάννης ο Γραμματικός. Προέβη λοιπόν σε διατάγματα και βίαια μέτρα για την κατάργηση των ιερών εικόνων και επεχείρησε φοβερό διωγμό εναντίων των Ορθοδόξων Επισκόπων και ηγουμένων και μοναχών, το οποίο επέκτεινε και εναντίον των συγκλητικών, πατρικίων, ακόμα δε και εναντίον γυναικών και παρθένων. Το μοναστήρι των Καθαρών συμπεριελήφθη στον διωγμό. Μαινόμενοι στρατιώτες άρπαξαν τα υπάρχοντά του, οι μοναχοί κακοποιήθηκαν και διασκορπίσθηκαν, ενώ ο ηγούμενος Ιωάννης οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στην Κωνσταντινούπολη. Ο βασιλέας είχε ακούσει πολλά γι’ αυτόν. Και θέλησε να τον δει, θεωρώντας ότι δεν είναι δυνατόν να τον μεταπείσει. Αλλά ο Όσιος, αφού απέδειξε το αντιορθόδοξο και επιβλαβές πνεύμα του διωγμού κατά των εικόνων, έλεγξε τον βασιλέα για το πείσμα του και τις δυσσεβείς απόψεις του και προανήγγειλε σε αυτόν ότι η δυσμένεια των Αγίων και η κατακραυγή των θυμάτων προς τον Θεό θα έφερναν κάποια ημέρα την τιμωρία.
Ο βασιλέας εξοργίσθηκε και διέταξε την κράτηση του Οσίου σε μετόχι του μοναστηριού του. Διότι δεν σταμάτησε να διατηρεί τη μάταιη ελπίδα ότι ωριμότερα σκεπτόμενος ο Όσιος, θα συμμορφωνόταν προς την βασιλική θέληση. Όταν όμως αντιλήφθηκε την άκαρπη προσδοκία του, τον εξόρισε σε φρούριο που ονομαζόταν Πενταδάκτυλο και βρισκόταν στη χώρα της Λάμπης.
Από εκεί, μετά από αυστηρή κάθειρξη δεκαοκτώ μηνών, τον μετέφεραν πάλι στην Κωνσταντινούπολη, όπου μάταιες, όπως και πριν, απέβησαν οι προσπάθειες και του νέου Πατριάρχη Θεοδότου Α’ του Μελισσηνού (815 – 821 μ.Χ.), του επονομαζόμενου Κασσιτερά, να παραπείσουν τον Όσιο να απαρνηθεί τις άγιες εικόνες. Ακολούθησε νέα κάθειρξη του Ιωάννου, η οποία διήρκησε δύο χρόνια, στο φρούριο Κριόταυρο των Βουκελλαρίων. Και εκεί υπέστη τα πάνδεινα, χωρίς όμως να μετριασθεί στο παραμικρό ο ζήλος του προς τις ιερές εικόνες.
Η πρόρρησή του επαληθεύθηκε. Ο Λέων ο Ε’ σφαγιάσθηκε, διαδέχθηκε δε αυτόν ο Μιχαήλ ο Β’. Αυτός σχεδίαζε να συμβιβάσει τα αντίπαλα στρατόπεδα, δηλαδή των φίλων της μεταρρυθμίσεως και των υπερασπιστών των αγίων εικόνων, επέτρεψε δε στους διωχθέντες από τον Λέοντα τον Ε’, να επανέλθουν από την εξορία τους. Επανήλθε τότε και ο Όσιος Ιωάννης. Αλλά οι αντίπαλοι των εικόνων έπεισαν τον βασιλέα να του επιτρέψει διαμονή μόνο στη Χαλκηδόνα. Έτσι του απαγορεύθηκε η είσοδος στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Μιχαήλ διαδέχθηκε ο υιός του Θεόφιλος, κατά το 829 μ.Χ., θιασώτης και αυτός και προστάτης της μεταρρυθμίσεως και εχθρός των εικόνων. Ο Όσιος Ιωάννης, το έτος 836 μ.Χ., θέλησε να εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη για να μείνει κοντά στους ομόφρονές του κληρικούς, στην περιοχή ενός ναού. Αλλά, ο τότε Πατριάρχης Ιωάννης ο Ζ’ ο Γραμματικός (836 – 842 μ.Χ.) δεν το επέτρεψε και εξόρισε τον Όσιο στη νήσο Αφουσία. Εκεί ο Όσιος Ιωάννης, μετά από δυόμισι χρόνια, πιθανώς το έτος 839 μ.Χ., κοιμήθηκε με ειρήνη.
- Άγιος Ποπλίων.
- Άγιος Ευλόγιος ο Ξενοδόχος.
Ο Άγιος Ευλόγιος έζησε στα μέρη της Θηβαΐδας της Αιγύπτου. Το επάγγελμα του ήταν λατόμος (πετροκόπος) και ονομάστηκε Ξενοδόχος, διότι σ’ όλη του τη ζωή κύρια μέριμνα και απόλαυση είχε το να φιλοξενεί στο σπίτι του και να παρέχει κάθε βοήθεια στους πτωχούς και οδοιπόρους. Παρά τη βαριά και κοπιαστική εργασία του, το βράδυ, μόλις σχολούσε από τη δουλειά του, έτρεχε στην αγορά, κρατώντας φαναράκι το χειμώνα και αναζητούσε ξένους, για να τους δώσει στέγη και κάθε άλλη φιλοξενία. Αυτός μάλιστα κάποτε φιλοξένησε και τον Αββά Δανιήλ με τον υποτακτικό του, όταν αυτοί κατέβηκαν στην πόλη και έμειναν χωρίς ψωμί και στέγη. Ο Ευλόγιος έζησε πάνω από εκατό χρόνια, ευεργετώντας τους συνανθρώπους του και απεβίωσε ειρηνικά.
- Άγιος Λολλίων ο Νέος.
- Άγιοι Συμεών ο Νέος Στυλίτης και Γεώργιος ο αδελφός του.
- Άγιος Θεόφιλος Επίσκοπος Βρεσκίας.
- Άγιος Στέφανος Επίσκοπος Βλαντιμίρ.
Ο Άγιος Στέφανος έζησε στη Ρωσία κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στη Λαύρα του Κιέβου. Μετά την κοίμηση του Οσίου Θεοδοσίου (τιμάται 3 Μαΐου) έγινε ηγούμενος της ιεράς μονής των Σπηλαίων του Κιέβου. Από τη νέα αυτή θέση ήταν πολύ δραστήριος και φρόντισε με επιμέλεια για την κτηριακή ολοκλήρωση της μονής. Παράλληλα όμως φρόντιζε και για την πνευματική αύξηση των μοναχών. Όρισε να τελείται καθημερινά στη μονή, η Θεία Λειτουργία υπέρ αναπαύσεως των μακαρίων κτητόρων και των κεκοιμημένων αδελφών, καθώς και για την σωτηρία των ζώντων αδελφών και όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Ο επίβουλος διάβολος όμως φθόνησε τον ένθεο ζήλο του Αγίου Στεφάνου και ξεσήκωσε μερικούς αδελφούς εναντίον του Αγίου ηγουμένου τους και δημιούργησε έτσι μεγάλη αναταραχή στην αδελφότητα. Ο Άγιος αναχώρησε από την ηγουμενία και εκδιώχθηκε αναίτια από τη μονή. Ωστόσο τα υπέμεινε όλα αγόγγυστα, χωρίς παράπονο και μνησικακία.
Ο Θεός όμως ευλόγησε τόσο τον πιστό δούλο Του, ώστε ο Άγιος Στέφανος αξιώθηκε να χτίσει νέα μονή στο Κλοβ, με πέτρινο ναό αφιερωμένο στην Κατάθεση της Τιμίας Εσθήτος της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η αρετή του προσείλκυσε πολλές ευσεβείς ψυχές, που ήλθαν κοντά του και δέχθηκαν από τα τίμια χέρια του το μοναχικό σχήμα. Η φήμη του Αγίου απλώθηκε σε όλη τη Ρωσική γη. Γι’ αυτό, όταν το έτος 1091 ο Επίσκοπος του Βλαντιμίρ κοιμήθηκε, ο Άγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Αρχιερέας και διάδοχός του στο Βλαντιμίρ από τον Μητροπολίτη Κιέβου Ιωάννη. Ο Άγιος Στέφανος ποίμανε θεοφιλώς το ποίμνιό του και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1094.
- Εγκαίνια του Ναού της Αγίας Ειρήνης «αρχαίας και νέας».
- Σύναξη των Χιλίων Διακοσίων Σαράντα Ένα Νεομαρτύρων της Νάουσας
Μετά την κατάλυση την επανάστασης των Ναουσαίων από τους Τούρκους (1822 μ.Χ.), ακολούθησαν πολλά φρικιαστικά μαρτύρια. Μεταξύ των άλλων, 1241 νεομάρτυρες αρνήθηκαν να εξομώσουν και δέχθηκαν τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο. Οι Τούρκοι θα είχαν σφάξει και άλλους Ναουσαίους, αν ένα ακέφαλο σώμα κάποιου νεομάρτυρα δεν είχε σηκωθεί όρθιο και δεν κατευθυνόταν απειλητικά προς τη σκηνή του Διοικητή του τούρκικου στρατού, σκορπώντας τον τρόμο στο στράτευμα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄.
Του αγίου Νεομάρτυρος Νίκου του ράφτη του Κοκοβίτη.
Ἀπετμήθης τήν κάραν ἐν πλατάνῳ, τρισόλβιε, Νίκο, ἐν Ναούσῃ φοβίσας τῶν σφαγέων θρασύτητα. Καί γέγονας μαρτύρων ἡ σφραγίς τῶν νέων άθλητῶν τοῦ Ἰησοῦ΄ Ὅθεν πάντες, ἀθλοφόρε, ἐπί τῆ μνήμῃ σου χαίροντες ψάλλομεν: Δόξα τῆ καρτερίᾳ σου, σοφέ΄ δόξα τῶ θείῳ σθένει σου. Δόξα καί γάρ ὑπάρχεις τῆς κώμης Κοκόβης, ἥτις σέ ἤνεγκεν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὡς στύλος ἀκλόνητος.
Ἐστόμωσας φάσγανον δεινῶν σφαγέων ποτε, τήν κάραν τεμνόμενος μετά μαρτύρων πολλῶν, ἐν τέλει, μακάριε, Νίκο, καί προχωρήσας ἄνευ ταύτης φοβίσας βάρβαρον γένος, μάκαρ, ἀνεδείχθης μαρτύρων νεόστεπτον κλέος, δόξα τούτων καί καύχημα.