- Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος
- Αγία Πολυχρονία
- Άγιος Γλυκέριος ο γεωργός
- Άγιος Γεώργιος ο Κύπριος ο Νεομάρτυρας
- Άγιος Ανατόλιος ο στρατηλάτης
- Άγιος Πρωτολέων ο στρατηλάτης
- Άγιος Αθανάσιος ο από μάγων
- Άγιος Ουαλέριος ο Μάρτυρας
- Άγιοι Δονάτος και Θερινός οι Μάρτυρες
- Άγιος Λάζαρος ο Βοσκός από τη Βουλγαρία
- Όσιος Γεώργιος του Σενκούρσκ
- Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι
- Σύναξη πάντων των Σιναϊτών Αγίων
- Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη
- Σύναξη της Παναγίας της Υψενής στη Ρόδο
- Όσιος Νίκανδρος ο Σιναΐτης ο εκ Καστελορίζου
- Όσιος Λεόντιος ο εν Βλαχέρνα Αρκαδίας
*******************************************************************************************************
- Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος
Ο λαοφιλής Άγιος Γεώργιος ο μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος γεννήθηκε περίπου το 275 μ.Χ. στην Καππαδοκία, από γονείς χριστιανούς. Ο πατέρας του, μάλιστα, πέθανε μαρτυρικά για το Χριστό όταν ο Γεώργιος ήταν δέκα χρονών. Η μητέρα του τότε τον πήρε μαζί της στην πατρίδα της την Παλαιστίνη, όπου είχε και τα κτήματα της. Όταν έγινε 18 χρονών, στρατεύθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Αν και νέος στην ηλικία, διεκπεραίωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις τέλεια. Όλοι τον θαύμαζαν για το παράστημα του. Γι’ αυτό, γρήγορα τον προήγαγαν σε ανώτερα αξιώματα και του έδωσαν τον τίτλο του κόμη και ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ.
Ομολογητής
Από την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέβηκε στον θρόνο ο Διοκλητιανός, το 283 μ.χ., η Χριστιανική Εκκλησία μεγάλωσε πάρα πολύ, γιατί επικρατούσε ειρήνη. Οι Χριστιανοί πήραν πολλές δημόσιες θέσεις, έκτισαν πολλούς και μεγάλους ναούς, διάφορα σχολεία και οργάνωσαν την διοίκηση και τη διαχείριση των εκκλησιών και της φιλανθρωπίας.
Ο Διοκλητιανός αρχικά εργάστηκε για την οργάνωση του κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς για βοηθούς του που τους ονόμασε αυτοκράτορες και Καίσσαρες κι αφού πέτυχε να υποτάξει τους εχθρούς του κράτους και να σταθεροποιήσει τα σύνορα του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς, στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής Θρησκείας για να ανορθώσει την ειδωλολατρία. Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, κάλεσε τους βοηθούς του Καίσσαρες το 303 μ.χ. και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Ανάμεσα τους βρισκότανε και ο 28χρονος Γεώργιος, που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωση και τον αφανισμό της Χριστιανικής πίστης. Πρώτος μίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σε όλους ν’ αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την Χριστιανική Θρησκεία από το Ρωμαϊκό κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος σηκώθηκε και είπε: «Γιατί, βασιλιά και άρχοντες, θέλετε να χυθεί αίμα δίκαιο και άγιο και να εξαναγκάσετε τους Χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα»; Και διακήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής Θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού.
Μόλις τέλειωσε, όλοι συγχυστήκανε μ’ αυτή την ομολογία του και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήσει για όσα είπε, καταπραΰνοντας έτσι και τον Διοκλητιανό. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διακήρυσσε την Χριστιανική του πίστη.
Στη φυλακή
Οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή κα να του περισφίγξουν τα πόδια στο ξύλο και αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα, να βάλουν πάνω στο στήθος του μεγάλη και βαριά πέτρα.
Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιο για να τον ανακρίνει . Και πάλι αυτός έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του και παρ’ όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις του αυτοκράτορα διακήρυττε την πίστη του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Ο Διοκλητιανός οργίστηκε από τα λόγια του και διέταξε τους δήμιους να δέσουν τον Άγιο σε ένα μεγάλο τροχό για να κομματιαστεί το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύτηκε την ανδρεία του Αγίου και τον κάλεσε να προσκυνήσει τα είδωλα. Ο Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωνε να δοκιμαστεί και δέχτηκε με ευχαρίστησε να υποστεί το φοβερό αυτό μαρτύριο, που χώριζε σε μικρά λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω γύρω από τον τροχό υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που μοιάζανε με μαχαίρια. Πραγματικά μόλις ο τροχός κινήθηκε τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του. Τότε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε : «Μη φοβάσαι, Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον Άγιο, λύνοντας τον από τον τροχό και θεραπεύτηκε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.
Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημα του, με όψη αγγελική, παρουσιάστηκε στον Διοκλητιανό που είχε πάει με άλλους να κάνει θυσία. Μόλις τον είδαν έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μερικοί δε ισχυριζόντουσαν ότι είναι κάποιος που του μοιάζει και άλλοι ότι είναι φάντασμα. Καθώς όμως σχολιάζανε το γεγονός, εμφανίστηκαν μπροστά στον βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολέοντας και ο Ανατόλιος (βλέπε 23 Απριλίου) με χίλιους στρατιώτες και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε αμέσως.
Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη και νερό και αφού ρίξουν μέσα τον Γεώργιο, να τον αφήσουν μέσα τρεις μέρες και τρεις νύχτες έτσι που να διαλυθούν και τα κόκκαλα του.
Πραγματικά οι δήμιοι ρίξανε τον Άγιο στον ζεματιστό ασβέστη και κλείσανε το στόμα του λάκκου. Μετά από τρεις μέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες να ανοίξουν το λάκκο. Με μεγάλη τους έκπληξη όμως βρήκαν τον Γεώργιο όρθιο, μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν. Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό, που φώναζε: «Ο Θεός του Γεωργίου είναι μεγάλος». Ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιο, που έμαθε τις μαντικές τέχνες και πως τις χρησιμοποιεί. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι τα γεγονότα ήταν αποτέλεσμα της θείας χάρης και δύναμης και όχι μαγείας και γοητείας.
Ο Διοκλητιανός οργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και τον εξαναγκάσουν να περπατά. Ο Άγιος προσευχόταν και περπατούσε χωρίς να πάθει τίποτα. Πάλι διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφτηκε να φωνάξει του άρχοντες για να συσκεφτούν τι έπρεπε να κάμουν στον Γεώργιο. Και αφού τον δείρανε τόσο πολύ με μαστίγια και καταπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του Αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, που έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιο να λάμπει σαν Άγγελος. Σκέφτηκε, λοιπόν, ότι το φαινόμενο αυτό οφειλόταν στις μαγικές του ικανότητες. Γι’ αυτό κάλεσε τον μάγο Αθανάσιο (βλέπε 23 Απριλίου), για να λύσει τα μάγια του Γεωργίου.
Αβλαβής από το δηλητήριο
Ήλθε, λοιπόν ο μάγος Αθανάσιος, κρατώντας στα χέρια του δύο πήλινα αγγεία, όπου υπήρχε δηλητήριο. Στο πρώτο αγγείο το δηλητήριο προξενούσε τρέλα, ενώ στο δεύτερο τον θάνατο.
Αμέσως οδήγησαν τον Άγιο στον Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιο. Ο βασιλιάς διέταξε να του δώσουν να πιει το πρώτο δηλητήριο. Ο Άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριο του πρώτου δοχείου, αφού προηγουμένως προσευχήθηκε , λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμον τι πίωτιν, ου μη αυτούς βλάψει, θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε απολύτως τίποτα!
Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε απολύτως τίποτα, ο βασιλιάς διέταξε να του δώσει ο μάγος και το δεύτερο αγγείο. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθει το παραμικρό. Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι από αυτό το θαύμα. Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επειμένει ότι για να μην πεθάνει ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια, αφού γονάτισε μπροστά στον μάρτυρα, ομολόγησε την πίστη του στον αληθινό Θεό. Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και φόνευσαν τον Αθανάσιο αμέσως. Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα (βλέπε 21 Απριλίου), που ομολόγησε την πίστη της στον αληθινό Θεό. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν και την επομένη να της κόψουν το κεφάλι. Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.
Το μαρτυρικό τέλος του Αγίου
Ο Άγιος Γεώργιος κλείστηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στ’ όνειρο του τον Χριστό, που του ανάγγειλε ότι θα πάρει το στεφάνι του μαρτυρίου και θα αξιωθεί της αιωνίου ζωής. Σαν ξημέρωσε διατάχτηκαν οι στρατιώτες από τον ο Διοκλητιανό να παρουσιάσουν μπροστά του τον Άγιο. Πραγματικά ο Άγιος βάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφτασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρισε ο Διοκλητιανός, του πρότεινε να πάνε στον ναό του Απόλλωνα για να θυσιάσει στο είδωλο του. Όταν μπήκε ο Άγιος στον ναό, σήκωσε το χέρι και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλο να πέσει. Αμέσως τούτο έπεσε και έγινε κομμάτια.
Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσο πολύ θύμωσαν, που φώναζαν στον βασιλέα να θανατώσει τον Γεώργιο. Ο Διοκλητιανός έβγαλε διαταγή και του έκοψε το κεφάλι.
Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα μαζί με αυτό της μητέρας του Αγίας Πολυχρονίας (βλέπε 23 Απριλίου) και το μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.
Κατά την Εκκλησία μας, ο ένδοξος αυτός μεγαλομάρτυρας είναι ο μαργαρίτης ο πολύτιμος, ο αριστεύς ο θείος, ο λέων ο ένδοξος, ο αστήρ ο πολύφωτος, του Χριστού οπλίτης, της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος.
Τα θαύματα του Αγίου
α) Η μεταφορά της κολώνας
Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να την στείλει στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρο της τον Άγιο, που μαζί της σήκωσε την κολώνα και την έριξαν στην θάλασσα . Η κολώνα βρέθηκε στην Ρώμη με μια επιγραφή να τοποθετηθεί στο δεξί μέρος της εκκλησίας.
β) Σωτηρία ενός αιχμαλώτου στρατιώτη
Στην Παμφλαγονία του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιο και μάλιστα είχαν κτιστεί προς τιμή του πολλοί ναοί. Όλοι τιμούσαν τον Άγιο τόσο ώστε κάθε οικογένεια να δίνει το όνομα του σ’ ένα από τα αρσενικά παιδιά της. Τούτο συνέβη και σε μια ευσεβή οικογένεια. Μεγάλωσε το παιδί της που ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό, και όταν έγινε είκοσι χρόνων τον κάλεσαν στο στρατό. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί Χριστιανοί μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, έπεσαν σε ενέδρα, και από αυτούς άλλους έσφαξαν, άλλους έκαμαν υπηρέτες και άλλους πώλησαν δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, που τον εκτίμησε πολύ.
Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο πενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά πήγαιναν στην εκκλησία και γονατιστοί παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους φανερώσει τι απέγινε το αγαπημένο τους παιδί.
Αλλά και ο Γεώργιος από την εξορία του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξει από την σκλαβιά και να τον αξιώσει να συναντηθεί με τους αγαπημένους του γονείς. Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίστηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγίου και οι γονείς, που πάντα είχαν την ελπίδα ότι το παιδί τους ζει, κάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνο.
Εκείνη την ημέρα ο αξιωματικός του Γεωργίου του ζήτησε να του πλύνει τα πόδια πριν από το φαγητό και γι’ αυτό ο Γεώργιος πήγε να ζεστάνει νερό. Όλη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγιο του που γιόρταζε να τον ελευθερώσει και να τον οδηγήσει κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το ετοίμασε για τον αφέντη του, παρουσιάστηκε μπροστά του ο Άγιος έφιππος σ’ ένα άσπρο άλογο και αφού ανέβασε τον νέο σ’ αυτό αμέσως, τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που βρίσκονταν όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζι. Έμειναν όλοι τότε έκθαμβοι και όταν εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια, όλοι γεμάτοι χαρά δόξασαν το Θεό.
γ) Η επιστροφή του γιου της χήρας
Στην Μυτιλήνη ήλθαν πειρατές από την Κρήτη για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατό περισσότερους μπορούσαν. Σκέφθηκαν, λοιπόν, να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, που όλοι θα βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία. Πραγματικά οι κουρσάροι έκαναν την επίθεση τους και μεταξύ αυτών που αιχμαλώτισαν ήταν και ένας πολύ ωραίος νέος, ο γιος μίας πλούσιας χήρας. Οι κουρσάροι τον χάρισαν στον Αμιράν της Κρήτης που τον έβαλε υπηρέτη της τράπεζας του.
Η μάνα του από την στιγμή που χάθηκε ο γιος της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό και τον Άγιο να της φανερώσει το χαμένο της παιδί. Ο Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δεν βράδυνε να εκπληρώσει τον πόνο της πονεμένης μάνας. Και ενώ ο νέος ετοιμαζόταν να προσφέρει κρασί στον Αμιράν, ο Άγιος Γεώργιος τον άρπαξε και το μετέφερε στην μάνα του. Και οι δύο δεν πίστευαν στα μάτια τους. Όταν συνήλθαν δόξαζαν τον Θεό και τον Άγιο για τον παράξενο τρόπο της απελευθέρωσης.
δ) Ευεργέτης, αλλά και τιμωρός
Στην Παμφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος ναός προς τιμή του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήσει σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα, γι’ αυτό τα άλλα το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν. Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρακάλεσε να το βοηθήσει να νικήσει και υποσχέθηκε ότι θα του προσφέρει ένα σφουγγάτο, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.
Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλεύει με τα άλλα παιδιά που τα νίκησε. Αμέσως πήγε στο σπίτι του και μόνος του έφτιαξε το σφουγγάτο και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτο σκέφτηκαν να το φάνε. Και είπαν μεταξύ τους: «Τι τα θέλει αυτά ο Άγιος; Μήπως πρόκειται να τα φάει;» Εκάθησαν, λοιπόν, και έφαγαν του σφουγγάτο στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν μπορούσαν να σηκωθούν, γιατί είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έκαμαν τότε φτηνά τάματα στον Άγιο για να ξεκολλήσουν, αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, να δώσει ο καθένας από ένα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν’ απελευθερωθούν. Μόλις βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιο: «Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου είναι πολύ ακριβά, γι’ αυτό και εμείς δεν θα ξαναγοράσουμε τίποτα από εσένα».
ε) Τιμωρία του Σαρακηνού
Κάποιος Σαρακηνός ταξιδιώτης (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας, επειδή θα έμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα να συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως απαίτησε να βάλουν και τις δώδεκα καμήλες μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρακάλεσαν να μην βεβηλώσει την εκκλησία τους. Αλλά αυτός επέμενε και ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις παρακολουθεί. Όταν τις οδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία, αμέσως πέθαναν όλες. Τότε το θαύμα διαδόθηκε , ο δε Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι το πρωί που ήλθε ο ιερέας για να λειτουργήσει. Στη διάρκεια της λειτουργίας, την ώρα της μετουσίωσης των τιμίων δώρων, ο Σαρακηνός είδε όραμα ότι ο ιερέας αφού πήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί, το έσφαξε και το αίμα του χύθηκε στο Άγιο ποτήρι, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά κομμάτια το έβαλε στο ιερό δίσκο. Όταν τέλειωσε το κοινωνικό και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδει στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, θύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτό ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες και να πάρει εξηγήσεις. Ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θεία ευχαριστία, και ακόμα του είπε ότι αξιώθηκε να δει ένα όραμα που μόνο οι μεγάλοι πατέρες είδαν. «Εγώ – του λέει ο ιερέας – δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριο και μόνο άρτο και κρασί βλέπω». Εξήγησε κατόπιν στον Άρχοντα Σαρακηνό το θαυμαστό μυστήριο. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθεί γιατί πίστεψε ότι η Χριστιανική πίστη ήταν η πιο αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάει στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθεί, γιατί όταν θα το μάθαινε ο θείος του , που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον σκότωνε και θα άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός πήγε στα Ιεροσόλυμα όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και βαπτίστηκε από τον Πατριάρχη. Ύστερα μάλιστα από λίγες μέρες συμβουλεύτηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνει για να σωθεί. Τότε ο Πατριάρχης τον συμβούλευσε να γίνει μοναχός στο όρος Σινά. Και πραγματικά έτσι έγινε.
Ύστερα από τρία χρόνια πήρε άδεια από τον ηγούμενο του και έφυγε για να συναντήσει τον ιερέα του Αγίου Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθεί. Όταν έφτασε εκεί ο ιερέας δεν τον αναγνώρισε. Αφού του αποκάλυψε ποιός ήταν, του εξέφρασε την επιθυμία του να δει τον Χριστό. Ο ιερέας δόξασε τον Θεό και του είπε: «πήγαινε παιδί μου στον θείο σου Αμιράν και ομολόγησε την πίστη σου τόσο σ’ αυτόν όσο και σ’ άλλους Σαρακηνούς». Ο μοναχός σαν τα άκουσε αυτά συγκινήθηκε και ξεκίνησε αμέσως να πάει στην πόλη, όπου ο θείος του ήταν άρχοντας. Όταν έφτασε εκεί, περίμενε να νυχτώσει και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξτε εδώ Σαρακηνοί, διότι θέλω να σας μιλήσω». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον μοναχό, ρώτησαν τι είχε να τους πει. Ο μοναχός τους είπε: «Με ρωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ρωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιράν, πού έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απάντησαν. «Αν μας πεις που βρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεφτά θέλεις». Ο μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω».
Αφού άρπαξαν τον μοναχό, τον οδήγησαν με μεγάλη χαρά στον Αμιράν. «Αυτός ο μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανιψιός σου», του είπανε. Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στ’ αλήθεια ξέρει που βρίσκεται. «Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο πνεύμα, τη μία θεότητα και ομολογώ ότι ο υιός του Θεού σαρκώθηκε από την παρθένο Μαρία και έκαμε στον κόσμο μεγάλα θαυμάσια και αφού σταυρώθηκε και πήγε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού και Πατέρα, πρόκειται να έλθει ξανά για να κρίνει ζωντανούς και πεθαμένους». Μόλις άκουσε αυτά ο θείος του Αμιράς τούπε: «Τί έπαθες, ταλαίπωρε μου, να αφήσεις το σπίτι σου , τα πλούτη σου, τη δόξα σου και να περπατάς περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στην θρησκεία σου και παραδέξου σαν προφήτη σου τον Μωάμεθ για να επανέλθεις ξανά στην προηγούμενη σου κατάσταση». Ο μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα που ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινο φόρεμα μου είναι το καύχημα και ο πλούτος μου. Το Μωάμεθ που σας πλάνεψε και τη θρησκεία του, αποστρέφομαι εντελώς».
Σαν τα άκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους Σαρακηνούς που παρευρίσκονταν εκεί, ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκαμε για να τον γλιτώσει από το νόμο που προέβλεπε θανατική ποινή στους υβριστές της θρησκείας. Εκείνοι μόλις άκουσαν τον Αμιράν είπαν: «Αφήνεις ελεύθερο αυτόν που ύβρισε τον προφήτη και την θρησκεία μας; Άς αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκεία μας και ας γίνουμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή φοβήθηκε τον όχλο μήπως εξαγριωθεί περισσότερο, έδωκε την άδεια να τον κάμουν ότι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν, τρίζοντας τα δόντια από την λύσσα και αφού τον οδήγησαν έξω από την πόλη, τον λιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν κι ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί τον αξίωνε να μαρτυρήσει για το όνομα του Κυρίου μας. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητή Σαρακινού.
Κάθε νύχτα πάνω από τον σωρό από τις πέτρες , φαινόταν ένα άστρο λαμπρό που φώτιζε τον κόσμο εκείνο. Οι Σαρακηνοί μάλιστα θαύμασαν το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωσε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το Άγιο λείψανο του μάρτυρα από τις πέτρες για να το θάψουν. Όταν λοιπόν σήκωσαν τις πέτρες, βρήκαν το λείψανο «σώον και αβλαβές» και ανάδιδε ευωδία. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια, το ενταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες στον Κύριο.
στ) Η κόρη του βασιλιά γλιτώνει από τον δράκοντα
Στην Ανατολική επαρχία της Αττάλειας και στην πόλη Αλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ Χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς Χριστιανούς για ν’ αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε.
Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατάτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απόφευγαν να περνούν από εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό και πήγε για να σκοτώσει το άγριο θηρίο. Όμως δεν πέτυχε και επέστρεψε άπρακτος.
Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα πήγαν να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το θηρίο. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε στο πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να σκοτώσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των Θεών. Τώρα λοιπόν, σύμφωνα με την εντολή τους, θα πρέπει ο καθένας μας να στέλλει το παιδί του για να το τρώει ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν έλθει η σειρά της». Έτσι, λοιπόν, ο λαός υπάκουσε στην διαταγή του βασιλιά γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώτικα. Έστελναν, δηλαδή τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους να καταβροχθίζονται από το θηρίο.
Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά, ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του και το πρόσωπο του, τραβούσε τα γένια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Τι να πρωτοκλάψω γλυκό μου παιδί; Το χωρισμό μας ή τον ξαφνικό σου θάνατο που θα δω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμο, που σε λίγο θα νοιώσεις σαν σε κατασπαράζει το θηρίο; Αλίμονο, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και περίμενα την ώρα που θα γιόρταζα τους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πως θα ζήσω μακριά σου; Τι την θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε και ακόμα την βασιλεία μου, αλλά να μου κάνετε μια χάρη. Να μου χαρίσετε το μονάκριβο παιδί, αλλιώτικα αφήστε και εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλεία, γιατί αυτός ήταν που έβγαλε την διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά του τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν, ότι έπρεπε να εφαρμοστεί και στο παιδί του η διαταγή του.
Σαν δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά ο βασιλιάς, την συνόδευσε μέχρι την πύλη της πόλης. Αφού την αγκάλιασε και την φίλησε, την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσει στην λίμνη. Πραγματικά οι άνθρωποι την άφησαν και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στην λίμνη και περίμενε να έλθει το θηρίο για να την κατασπαράξει.
Εκείνο τον καιρό ο μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανική του πίστη, ήταν κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδας στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από μια εκστρατεία που έκανε μαζί με τον Διοκλητιανό. Από Θεού θέλημα πέρασε και από την λίμνη και όταν είδε το νερό, θέλησε να ποτίσει το άλογο του και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο, την πλησίασε και την ρώτησε γιατί έκλεγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρακάλεσε να καβαλήσει το άλογο του και να φύγει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί κινδύνευε να χάσει την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος. Ο Άγιος επέμενε να μάθει τι της συνέβηκε. Και αυτή του είπε: «Είναι μεγάλη η αφήγηση, κύριε μου, και δεν μπορώ να σου τα αφηγηθώ όλα με λεπτομέρειες. Μόνο σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγεις τώρα αμέσως για να μην πεθάνεις άδικα μαζί μου». Και ο Άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό, που πιστεύω εγώ , ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατο, αλλιώτικα θα πεθάνω και εγώ μαζί σου».
Τότε η κόρη αναστέναξε πικρά και διηγήθηκε στον Άγιο τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε εκείνος τα γεγονότα, ρώτησε την κόρη: «Σε ποιο Θεό πιστεύουν ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός;» Και εκείνη του αποκρίθηκε: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεά Άρτεμη». Ο άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μην φοβάσαι ούτε και να κλαίς. Μόνο πίστεψε στον Χριστό, που πιστεύω εγώ, και θα δεις την δύναμη του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απάντησε στον Άγιο: «Πιστεύω, κύριε μου, μ’ όλη μου την ψυχή και μ’ όλη μου την καρδιά». Ο Άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στον Θεό που δημιούργησε τον ουρανό και την γη και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει την δύναμη του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμα θα διώξουν τον φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε, λοιπόν, εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξε μου».
Τότε ο Άγιος έκλεινε τα γόνατα του στη γη και αφού σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε και είπε: «Ο Θεός ο Μεγάλος και Δυνατός που κάθεται πάνω στα χερουβίμ και επιβλέπει αβύσσους, που είναι ευλογητός και υπάρχει στους αιώνες, συ γνωρίζεις ότι οι καρδίες είναι μάταιες, Συ φιλάνθρωπε Δεσπότη και κύριε επίβλεψε και τώρα σε μένα τον ταπεινό και ανάξιο δούλο σου και φανέρωσε μου τα ελέη σου. Κάνε να υποτάξω το φοβερό αυτό Θηρίο για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και ότι είσαι ο μόνος αληθινός Θεός». Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που του είπε. «Εισακούστηκε η δέηση σου Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, φάνηκε το άγριο θηρίο. Όταν το είδε η κόρη φώναξε: «Αλλοίμονο μου , κύριε μου! Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξει».
Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήταν το θηρίο φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο που παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Αμέσως ο Άγιος έκανε το σημείο του τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρη μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψει ο λαός στο όνομα Σου το Άγιο» . Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του αλόγου του Αγίου και βρυχούταν. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα, ένοιωσε χαρά μεγάλη. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε με αυτή τον δράκοντα από τον λαιμό». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνη της και έδεσε το δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιο που την γλίτωσε από τον βέβαιο θάνατο. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογο του, είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλη».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο θέαμα, την κόρη δηλαδή να σέρνει δεμένο τον δράκοντα, τράπηκαν σε φυγή. «Μη φοβάσθε, σταθείτε και θα δείτε την δόξα του Θεού και την σωτηρία σας» τους είπε ο Άγιος. Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει. Τους προέτρεψε λοιπόν, να πιστέψουν στον αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του κτύπησε με το ακόντιο τον δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε. Έπειτα αφού πήρε από το χέρι την βασιλοπούλα, την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού γονάτισαν, κατάφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθο Θεό, διότι τους ελευθέρωσε από το Θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.
Ο Άγιος κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιόχειας τον επίσκοπο Αλέξανδρο και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντες και όλο το λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.
Αφού λοιπόν βαπτίστηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανό, έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία στο όνομα του Θεού. Ο Άγιος πήγε να την δει. Μόλις μπήκε στο Άγιο βήμα και προσευχήθηκε, βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίστηκε ευωδία στον ναό. Η πηγή αυτή σώζετε μέχρι σήμερα.
Ο Άγιος αφού αποχαιρέτησε τον βασιλιά και το λαό, έφυγε για την πατρίδα του την Καππαδοκία. Στο δρόμο του συνάντησε το διάβολο μετασχηματισμένο σε μορφή ανθρώπου. Κρατούσε δύο ραβδιά στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε, λοιπόν με ταπείνωση στον Άγιο: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο διάβολος και του είπε: «Ποιος είσαι και πώς με ξέρεις; Αν δεν ήσουνα ο πονηρός διάβολος δεν θα μπορούσες να με ξέρεις, αφού ποτέ ξανά δεν με έχεις δει». Ο διάβολος απάντησε: «Πώς τολμάς να υβρίζεις του αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά». Ο Άγιος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι Άγγελος, ακολούθησε με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρό, να μην μετακινηθείς από την θέση σου». Μόλις τέλειωσε το λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και φώναξε δυνατά: «Αλλοίμονο μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακό έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».
Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρό και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό να μου πεις τι επρόκειτο να μου κάνεις». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερο τάγμα του Σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανό και διαχώριζε τη γη από τα νερά ήμουνα παρών. Εγώ έκαμα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα από την περηφάνια μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλλοίμονο μου , Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τη χάρη που σου δόθηκε και ήθελα να σε παραπλανήσω για να με προσκυνήσεις. Αλλά πλανήθηκα. Αλλοίμονο μου τι κακό εζήτησα να πάθω και δεν μπορώ να λυθώ. Σε παρακαλώ Γεώργιε, θυμήσου την προηγούμενη μου ευτυχία και μη με αφήσεις να επιστρέψω στην άβυσσο γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανό είπε: «Σ’ ευχαριστώ Κύριε μου, διότι μου παρέδωσες στα χέρια μου τον πονηρό δαίμονα, που πρόκειται να σταλεί σε σκοτεινό τόπο για να τιμωρείται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απόλυσε το πονηρό πνεύμα.
Θαυματουργικές εικόνες του Αγίου Γεωργίου στην ιερά μονή του Ζωγράφου στο Άγιο Όρος
α) Η εικόνα που μεταφέρθηκε από τη Μονή Φανουήλ
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα του Σοφού (886 – 912 μ.Χ.) ήσαν τρεις γνήσιοι αδελφοί, ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Βασίλειος και η καταγωγή τους ήταν από την μεγαλύτερη Λιγχίδα, που μετονομάστηκε αργότερα σε Αχρίδα. Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το κόσμο, τον πλούτο, τη δόξα και να πάρουν το αγγελικό σχήμα. Έφτασαν στο Άγιο Όρος και αφού βρήκαν ήσυχο τόπο, κατασκεύασαν σκηνές, όπου έμεναν για αρκετό διάστημα και συναντιόνταν μόνο την Κυριακή. Διαδόθηκε, λοιπόν η φήμη της αρετής τους και γι’ αυτό πολλοί έρχονταν κοντά τους και δεν έφευγαν.
Βρήκαν ένα χώρο όπου έκτισαν μοναστήρι. Αφού έκτισαν και τον ναό σκέπτονταν πως να τον ονομάσουν. Άλλοι έλεγαν να τον αφιερώσουν στον Άγιο Νικόλαο, άλλοι στον Άγιο Κλήμεντα, αρχιεπίσκοπο Αχρίδος που ήταν και συμπατριώτης τους και ο καθένας γενικά ήθελε να δώσει στο ναό το όνομα του Αγίου, που έτρεφε μεγαλύτερη ευλάβεια. Επειδή, λοιπόν, δεν συμφωνούσαν αποφάσισαν να προσφύγουν στην προσευχή στο Θεό και να δεηθούν ώστε Αυτός για να αποφασίσει για να διατάξει σε ποιο από τους Αγίους Του θα αφιερώσουν το ναό και ποιαν εικόνα θα ζωγραφίσουν στο ξύλο που ετοίμασαν. Προσευχήθηκαν και οι τρεις, ο καθένας στο ησυχαστήριο του. Στην διάρκεια που προσεύχονταν διαχύθηκε από τον νεόκτιστο ναό ένα ασυνήθιστο φως, λαμπρότερο από τις ακτίνες του ήλιου γύρω από τα κελιά των μοναχών. Οι μοναχοί κατελήφθησαν από φόβο και απορία και έμειναν προσευχόμενοι όλη νύχτα.
Την επομένη το πρωί όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην εκκλησία είδαν με θαυμασμό ότι στο ξύλο που ετοίμασαν να ζωγραφίσουν, ζωγραφίστηκε η εικόνα του Αγίου Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου Γεωργίου.
Απ’ αυτή μάλιστα έβγαινε η λάμψη που φώτιζε τα ταπεινά ησυχαστήρια. Έτσι λοιπόν, αφιερώθηκε η εκκλησία στον Άγιο Γεώργιο και η μονή ονομάσθηκε Ζωγράφου.
Η θαυματουργή εικόνα υπήρχε στην Μονή του Φανουήλ που βρίσκεται στην Συρία κοντά στη Λύδδα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του καθηγούμενου της Μονής Φανουήλ, Ευστρατίου, όταν κάποτε ο Θεός θέλησε, να τιμωρήσει τη Συρία και να την παραδώσει στους Σαρακηνούς, η ζωγραφιά της εικόνας ξαφνικά αποχωρίσθηκε από το ξύλο και αφού υψώθηκε κρύφτηκε σε άγνωστο μέρος. Οι μοναχοί τότε, επειδή φοβήθηκαν και λυπήθηκαν από το θαύμα, αφού γονάτισαν, προσεύχονταν στο Θεό θερμά και με δάκρυα και τον παρακαλούσαν να τους αποκαλύψει που κρυβόταν το πρόσωπο του Αγίου Γεωργίου. Ο πανάγαθος Θεός άκουσε την δέηση των μοναχών και ο Άγιος παρουσιάστηκε στον ηγούμενο και του είπε: «Μη λυπάστε για μένα. Εγώ βρήκα για τον εαυτό μου Μονή της Παναγίας στο Άθω. Αν θέλετε πηγαίνετε και εσείς προς τα εκεί, γιατί η οργή του Κυρίου είναι έτοιμη να πέσει πάνω στην διεφθαρμένη Παλαιστίνη και σχεδόν σ’ όλη την Οικουμένη, επειδή οι Χριστιανοί αμαρτάνουν».
Αφού συγκέντρωσε όλους τους μοναχούς ο καθηγούμενος ανακοίνωσε τα συμβάντα. Έπειτα κάλεσε και τους προύχοντες της πόλης Λύδδας και τους ανάγγειλε όσα συνέβησαν σχετικά με την άγια εικόνα. Ύστερα του παράγγειλε τα εξής: «Εμείς φεύγουμε, για την αγία πόλη των Ιεροσολύμων για να προσκυνήσουμε τον Άγιο Τάφο του Κυρίου και ας γίνει το θέλημα Του. Σεις εγκατασταθείτε στην Μονή για να την προφυλάξετε».
Με δάκρυα ξεκίνησαν. Αφού έφτασαν στην Ιόππη βρήκαν πλοίο και αναχώρησαν για το όρος Άθω. Ύστερα από αρκετές μέρες έφτασαν στην μονή Ζωγράφου. Όταν μπήκαν στο ναό, με έκπληξη και θαυμασμό, είδαν την ζωγραφιά του Αγίου Γεωργίου, που είχαν στην μονή Φανουήλ, νάνε προσκολλημένη χωρίς καμιά αλλοίωση σ’ ένα καινούργιο ξύλο. Τότε με συγκίνηση και δάκρυα γονάτισαν μπροστά στην εικόνα και έλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυρα Γεώργιε;» Οι μοναχοί της Ζωγράφου απορούσαν, γιατί συνέβησαν όλα αυτά τα παράξενα. Όμως εκείνοι τους διηγήθηκαν τα συμβάντα και όλοι δόξαζαν ολόψυχα τον Κύριο και τον Άγιο Γεώργιο. Τον δε καθηγούμενο Ευστράτιο τον έκαμαν Ηγούμενο τους.
Από τότε άρχισαν να γίνονται από την αγία εικόνα πολλά θαύματα. Γι’ αυτό ο κόσμος πήγαινε στην μονή Ζωγράφου , να προσκυνήσει τον Τροπαιοφόρο Γεώργιο. Η φήμη των θαυμάτων έφθασε μέχρι και τον βασιλέα Λέοντα τον Σοφό, που ήταν πολύ ευσεβής. Μάλιστα αποφάσισε να πάει προσωπικά στο Άγιο Όρος για να προσκυνήσει και χαρεί πνευματικά με τις ψυχοφελείς συζητήσεις που θα έκανε με τους ασκητές Μωυσή, Ααρών και Βασίλειο που έγιναν ξακουστοί για την αρετή τους. Ύστερα από τον Λέοντα επισκέφτηκε τη Μονή και ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ιωάννης από το Τίρναβο. Με την πλούσια βοήθεια του άρχισε να κτίζεται η μεγαλοπρεπής Μονή του Ζωγράφου. Αργότερα η ιερά Μονή κατεδαφίστηκε από τους βαρβάρους και τους πειρατές. Η τωρινή Μονή κτίστηκε από τον Ηγεμόνα της Μολδαβίας Στέφανο.
Η Αγία εικόνα έχει μέχρι σήμερα το άκρο του δάκτυλου κάποιου ολιγόπιστου Επίσκοπου. Αυτός καταγόταν, σύμφωνα με την παράδοση, απ’ τα Βοδενά (Έδεσσα) και όταν άκουσε για τα θαύματα της εικόνας θέλησε μαζί με την συνοδεία του να πάει να διαπιστώσει αν πραγματικά ήσαν αληθινά αυτά που διαδίδονταν ή ήσαν εφευρέσεις των μοναχών, για λόγους φιλοχρηματίας. Όταν έφτασε στο Άγιο Όρος πήγε και στην Μονή του Ζωγράφου όπου οι μοναχοί εκεί τον υποδέχτηκαν με την πρέπουσα τιμή. Στην συνέχεια τον οδήγησαν στο ναό για να προσκυνήσει τον Άγιο Γεώργιο. Αλλά ο επίσκοπος αντί να φανεί ταπεινός και σεμνός φάνηκε περήφανος και ολιγόπιστος. Αφού με αδιαφορία είδε τον ναό στάθηκε μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου και με αλαζονικό ύφος είπε προς τους μοναχούς: «Ώστε αυτή είναι η θαυματουργός εικόνα του Αγίου». Αμέσως όμως το δάκτυλο του κόλλησε στην εικόνα και μάταια προσπαθούσε να το ξεκολλήσει. Η αγωνία του και ο φόβος του μεγάλωσαν όσο αγωνιζόταν να το ξεκολλήσει. Κάθε φορά που προσπαθούσε να το ξεκολλήσει ένοιωθε πόνους γιατί αυτό ήταν κολλημένο πολύ γερά. Στο τέλος ο δυστυχής επίσκοπος δέχτηκε, να του κόψουν το δάκτυλο του. Έτσι πήρε μια γεύση της γνησιότητας των θαυμάτων του Αγίου Γεωργίου.
β) Το θαλάσσιο ταξίδι της εικόνας από την Αραβία
Υπάρχει κοντά στον κίονα του αριστερού χορού που βρίσκεται η εικόνα του Αγίου Γεωργίου η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση:
Η αγία εικόνα ήρθε από την Αραβία και βρέθηκε στο λιμάνι της Μονής Βατοπεδίου. Η απροσδόκητη άφιξη της εικόνας προκάλεσε ταραχή και θόρυβο στο Άγιο Όρος. Γιατί η φήμη ξάπλωσε γρήγορα και οι μοναχοί ερχόντουσαν απ’ όλα τα μοναστήρια για να προσκυνήσουν την άγια εικόνα που με θαύμα φανερώθηκε στο λιμάνι. Μάλιστα κάθε μοναστήρι επεδίωκε να αποκτήσει το θησαυρό αυτό και οι γέροντες αρνούνταν να την δώσουν στη Μονή Βατοπεδίου. Τελικά αποφάσισαν να βάλουν κλήρο και να δεχτούν την απόφαση της άγιας εικόνας. Πραγματική πήραν ομόφωνα απόφαση όλοι οι γέροντες να φορτώσουν την εικόνα σ’ ένα ξένο και άγριο μουλάρι που δεν ήξερε τους δρόμους και τα Μοναστήρια και αφού το αφήσουν ελεύθερο να το ακολουθήσουν από μακριά. Εκεί που θα σταματούσε θα έπρεπε να μείνει η εικόνα. Έτσι και έγινε. Αφού οδήγησαν το μουλάρι στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Αγίου Όρους το άφησαν στη θέληση του. Και το μουλάρι με αργό και ισόμετρο περπάτημα σαν να ένοιωθε ότι μετέφερε ιερό φορτίο πέρασε από δύσβατους τόπους, δάση και υψώματα και έφτασε στην Μονή Ζωγράφου και στάθηκε ακίνητο σ’ ένα πολύ ωραίο λόφο.
Με τον τρόπο αυτό πληροφορήθηκαν όλοι ότι η θέληση του Αγίου Γεωργίου ήταν να μείνει η ιερή εικόνα στη Μονή Ζωγράφου. Όλοι οι μοναχοί δέχτηκαν στη Μονή με χαρά και με πνευματικό πανηγύρι την ιερή εικόνα και την τοποθέτησαν στον κίονα του αριστερού χορού. Το μουλάρι που μετέφερνε την άγια εικόνα πέθανε και το έθαψαν στον τόπο εκείνο . Σε ανάμνηση για τον ερχομό της ιερής εικόνας του Αγίου Γεωργίου έκτισαν στον λόφο ένα κελί και μικρή εκκλησία στο όνομα του Αγίου.
γ) Αφιέρωση της Άγιας εικόνας από τον Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Στέφανο
Στο βορειοδυτικό κίονα, που στηρίζεται και ο τρούλος, είναι αναρτημένη και άλλη εικόνα του Αγίου Γεωργίου , που γι’ αυτή υπάρχει η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση στην Μονή Ζωγράφου.
Ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος είχε, όπως είναι γνωστό, συνέχεια πολέμους με τους Τούρκους. Κάποτε συγκεντρώθηκαν τα αναρίθμητα Τούρκικα ασκέρια, για να τον αφανίσουν. Όταν είδε ο Στέφανος το πλήθος του εχθρού φοβήθηκε. Αμέσως όμως συνήλθε και με θερμή προσευχή στο Θεό ζήτησε τη βοήθεια του. Στον ύπνο του εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος που ήταν λουσμένος σ’ ένα λαμπρό θαυμάσιο φως και με μάτια που άστραφταν. Ο Στέφανος αν και κοιμόταν φοβήθηκε πολύ. Τότε ο Άγιος του είπε: «Έχε θάρρος στον Κύριο σου και μη φοβάσαι το πλήθος αυτό. Αύριο συγκέντρωσε όλο το στράτευμα σου και οδήγησε το εναντίον των εχθρών του Χριστού με φωνές πανηγυρικές και σάλπιγγες και θα δεις την δύναμη του Θεού που πάντα σε βοηθά. Για το λόγο αυτό στάθηκα εδώ για να σου αποκαλύψω ποιος θα νικήσει και να σου αναφέρω ότι η δύναμη του Θεού είναι μαζί σου και ότι ακόμα και εγώ θα σε βοηθήσω στην μάχη αυτή. Για όλα αυτά ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου που είναι στο όνομα μου, και που ερημώθηκε. Στείλε μάλιστα και την δική μου εικόνα που έχεις μαζί σου».
Ο Στέφανος πήρε θάρρος από την εμφάνιση του Αγίου και ακόμη από την υπόσχεση που του έδωσε ότι θα τον βοηθούσε με την βοήθεια της θείας χάρης. Αφού μάλιστα έφερε και την άγια εικόνα μαζί του με την φωνή των σαλπίγγων κτύπησε ξαφνικά σαν λαίλαπας τον όγκο των Οθωμανών και τους σύντριψε χωρίς χρονοτριβή.
Ύστερα από λίγο καιρό έστειλε και την άγια εικόνα στο Άγιο Όρος και ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου, σύμφωνα με την θέληση του Αγίου, αφού αφιέρωσε σ’ αυτή πολλά αφιερώματα.
Κάποιος Ρώσος συγγραφέας αναφερόμενος στην άγια εικόνα του Αγίου Γεωργίου γράφει τα εξής: «Μέσα στο 15ο αιώνα φάνηκε και άλλος ευεργέτης της Μονής Ζωγράφου, Ο Στέφανος που ήταν επίσημος Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, και αγωνίστηκε πολλές φορές εναντίον των Οθωμανών νικηφόρα. Όταν τον περικύκλωσαν κάποτε αμέτρητα πλήθη εχθρού σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να σώσει τους περίβολους του φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στο τείχος η μάνα του που του είπε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στους εχθρούς σου ν’ ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου σου. Αν δεν νικήσεις και δεν μπορέσεις να αντισταθείς σ’ αυτούς στο πεδίο της μάχης πολύ λίγη ελπίδα σου απομένει για τους περιβόλους».Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ φάνηκε ο Άγιος Γεώργιος στο συγχυσμένο Στέφανο και του υποσχέθηκε ότι θα νικούσε. Επίσης τον διέταξε να αποστείλει την άγια εικόνα που είχε πάντα μαζί του στην Μονή Ζωγράφου, και να την ανακαινίσει γιατί ήταν ήδη ερημωμένη. Η νίκη έστεψε το Στέφανο που εκπλήρωσε την εντολή του Αγίου Γεωργίου.
δ) Η θαυμαστή εικόνα του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στην ιερά Μονή του Ξενοφώντα
Στο Άγιο Όρος σώζεται η αρχαία προφορική παράδοση και για την άγια εικόνα που υπήρχε στους χρόνους των ασεβών εικονομάχων, που με βασιλικά διατάγματα καίονταν οι άγιες και σεβαστές εικόνες.
Στα χρόνια εκείνα λοιπόν οι υπηρέτες του παράνομου βασιλιά ερευνούσαν και προσπαθούσαν να βρίσκουν τις άγιες εικόνες για να τις συντρίψουν και να τις ρίξουν στη φωτιά. Βρήκαν λοιπόν και την άγια αυτή εικόνα και την έριξαν στην φωτιά για να καεί. Αλλά μάταια κοπίαζαν οι ανόητοι, διότι η άγια εικόνα έμεινε άφλεκτος μέχρι που η φωτιά έσβησε τελείως. Οι εικονομάχοι όταν είδαν ότι η φωτιά πολύ λίγο άρπαξε τα φορέματα του Αγίου και το πρόσωπο του τίποτα δεν έπαθε απόρησαν. Ένας μάλιστα περισσότερο ασεβής έμπηξε μαχαίρι στο πηγούνι του Αγίου και αμέσως έτρεξε καθαρό αίμα. Τότε όλοι όσοι είδαν το θαύμα έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του. Ένας ευσεβής Χριστιανός αφού παράλαβε την άγια εικόνα και ήλθε στην θάλασσα, προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο για να σταματήσει η φρικτή θύελλα της εικονομαχίας. Έπειτα αφού γύρισε προς την Άγια εικόνα είπε: «Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Τροπαιοφόρε Γεώργιε, συ που και στη ζωή και μετά τον θάνατο έκαμες άφλεκτη την άγια εικόνα, διαφύλαξε την και τώρα από την θάλασσα και μετέφερε την όπου εσύ γνωρίζεις και επιθυμείς για να δοξασθεί ο Θεός μας». Και μόλις τελείωσε έβαλε την εικόνα στη θάλασσα.
Ο Άγιος Γεώργιος φρόντισε ώστε η άγια εικόνα να φτάσει στο Άγιο Όρος, όπου και άλλες εικόνες οδήγησε η θεία πρόνοια. Η εικόνα τοποθετήθηκε κοντά στην Μονή Ξενοφώντα όπου έτρεχαν τα ιαματικά όξινα νερά. Υπήρχε μάλιστα εκεί μια μικρή Μονή αφιερωμένη στο Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. Ακόμα σώζεται ο μικρός αυτός ναός, όπου οι μοναχοί σαν είδαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου την μετάφεραν εκεί γεμάτοι χαρά και ευλάβεια. Ύστερα έκτισαν ναό κοντά στο μικρό ναό. Όταν αυξήθηκαν οι μοναχοί και μεγάλωσε και η Μονή ονομάσθηκε του Αγίου Γεωργίου. Οι μοναχοί γιορτάζουν καθημερινά μαζί με τον Άγιο Γεώργιο και τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο και τους μνημονεύουν στις απολύσεις των ακολουθιών.
Η άγια εικόνα βρίσκεται στο μεγάλο Καθολικό ναό του Αγίου Γεωργίου στον ανατολικό κίονα του δεξιού χωρού και έχει ζωγραφισμένο ολόσωμο τον Μεγαλομάρτυρα και σε ένδειξη του θαύματος φέρνει και την πληγή στο πηγούνι και το αίμα του είναι πηγμένο σ’ αυτή. Μέχρι σήμερα το θαυμαστό φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τα πάμπολλα θαύματα που έκανε και κάνει ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος Γεώργιος.
Σημείωση: Η μνήμη του Αγίου γιορτάζεται στις 23 του Απρίλη. Εάν όμως το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη, τότε η μνήμη του Αγίου γιορτάζεται την επόμενη μέρα του Πάσχα (Δευτέρα της Δικαινησίμου).
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Γεωργηθείς ὑπό Θεοῦ ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας γεωργός Τιμιώτατος, τῶν ἀρετῶν τὰ δράγματα συλλέξας σεαυτῷ· σπείρας γὰρ ἐν δάκρυσιν, εὐφροσύνῃ θερίζεις· ἀθλήσας δὲ δι᾽ αἵματος, τὸν Χριστόν ἐκομίσω· καὶ ταῖς πρεσβείαις Ἅγιε ταῖς σαῖς, πᾶσι παρέχεις πταισμάτων συγχώρησιν.
- Αγία Πολυχρονία
Η Αγία Μάρτυς Πολυχρονία ήταν μητέρα του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και καταγόταν από την πόλη Λύδδα (Διόσπολη) της Παλαιστίνης. Προερχόταν και εκείνη από φημισμένο και αρχοντικό γένος. Ήταν σεμνή και γενναία και πλημμυρισμένη από σωφροσύνη, καλοσύνη και γλυκύτητα. Απ’ όλα πιο πολύ η ψυχή της αγαπούσε τον Θεό, την προσευχή και την ταπείνωση. Ο χρόνος της κυλούσε με την ανάγνωση των Θείων Γραφών και την προσευχή. Τις προσευχές δε και τις αγρυπνίες της, η μακαρία Πολυχρονία, τις συνόδευε με εγκράτεια και νηστεία. Έτσι, αποσπασμένος ο νους της από τη γη υψωνόταν στον ουρανό και βυθιζόταν στη θεωρία του Θεού. Με αυτό τον τρόπο μεταμόρφωνε το γύρω χώρο της και άφηνε να διαχέεται στο ειδωλολατρικό περιβάλλον του συζύγου της Γεροντίου η πάντερπνη οσμή της πνευματικής ευωδίας.
Η Αγία Πολυχρονία μεγάλωνε κρυφά τον υιό της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Του μετέδιδε την θερμή της αγάπη προς τον Χριστό, καθώς και την βαθιά ευλάβειά της. Και όταν εκείνος αντιμετώπισε το μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού, η Αγία βρισκόταν διαρκώς κοντά του. Και στη φυλακή και στον τόπο των μαρτυρίων. Φρόντιζε πάντοτε για την ενίσχυσή του με τα Άχραντα Μυστήρια.
Όταν την είδε ο βασιλέας Διοκλητιανός να ομιλεί στον Άγιο, την κάλεσε κοντά του και την ρώτησε ποια είναι. Η Αγία με πνευματική ανδρεία απάντησε: «Με λένε Πολυχρονία και είμαι Χριστιανή, όπως και ο υιός μου Γεώργιος, που νομίζεις ότι τιμωρείς, ενώ αυτός στεφανώνεται από τον Βασιλέα Χριστό». Εξοργισμένος ο Διοκλητιανός πρόσταξε να την βασανίσουν αμέσως. Στην συνέχεια την κρέμασαν επάνω σε ένα ξύλο και της έκαναν ακόμη μεγαλύτερα μαρτύρια. Κατέσχισαν τις σάρκες του σώματός της με σιδερένιες χειράγρες τόσο πολύ, που φάνηκαν τα σπλάχνα της. Ύστερα πήραν αναμμένες λαμπάδες και άρχισαν να καίνε τις πληγές της. Παρόλα αυτά εκείνη έμενε ασάλευτη στην πίστη της και ανδρεία στον λογισμό της. Οι δήμιοι όμως συνέχισαν. Της φόρεσαν με λαβίδες σιδερένια πυρακτωμένα υποδήματα. Η Αγία Πολυχρονία, με την παρηγοριά του Παρακλήτου, νίκησε τους πόνους και παρέδωσε με ειρήνη την αγία της ψυχή στα χέρια του Θεού.
Το τίμιο λείψανό της το παρέλαβαν κρυφά οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν δοξάζοντας τον Θεό.
- Άγιος Γλυκέριος ο γεωργός.
Ο Άγιος Μάρτυς Γλυκέριος αναφέρεται στο Συναξάρι του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου. Όταν ο Άγιος Γεώργιος ήταν κλεισμένος στη φυλακή, η φήμη των θαυμάτων του είχε φθάσει σε όλη την πόλη και τα περίχωρα. Έτσι πλήθος κόσμου κάθε νύχτα γέμιζε τη φυλακή, δίδοντας μεγάλα δώρα στους δεσμοφύλακες για να δει τον Άγιο και να λάβει πνεύμα δυνάμεως, πνεύμα χαράς, πνεύμα πίστεως και αγάπης. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο πτωχός Γλυκέριος. Είχε στην κατοχή του ένα μόνο βόδι, το οποίο ψόφησε την ώρα που όργωνε το χωράφι του. Έπεσε λοιπόν στα γόνατα του Αγίου Γεωργίου και τον ικέτευε να τον βοηθήσει. Στην ειλικρινή ομολογία του ότι πιστεύει στον Θεό, ο Άγιος τον προέπεμψε λέγοντάς του ότι το βόδι του ήταν ζωντανό. Όταν το διαπίστωσε ο Γλυκέριος, επέστρεψε στον Άγιο για να τον ευχαριστήσει και κραύγαζε: «Μέγας ο Θεός του Γεωργίου». Για τον λόγο αυτό συνελήφθη και υπέστη τον διά ξίφους θάνατο.
-
- Άγιος Γεώργιος ο Κύπριος ο Νεομάρτυρας.
Ο Άγιος Νεομάρτυρας Γεώργιος καταγόταν από την Κύπρο. Αφού αναχώρησε από την πατρίδα του έφθασε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης (σημερινή Άκκρα), όπου υπηρετούσε κοντά σε κάποιο ευρωπαίο πρόξενο. Εκεί, προσφέροντας τις υπηρεσίες του προς τον αφέντη του, επισκεπτόταν συχνά το σπίτι μιας φτωχής μωαμεθανής, η οποία είχε μια νεαρή θυγατέρα και αγόραζε αυγά. Κάποιες τουρκάλες γειτόνισσες, επειδή ο Γεώργιος δεν αγόραζε αυγά από αυτές, τον συκοφάντησαν ότι είχε αθέμιτες σχέσεις με τη νεαρή μωαμεθανή και με κραυγές συγκέντρωσαν μπροστά στο σπίτι της μωαμεθανής τον τουρκικό όχλο.
Ο Γεώργιος, διαμαρτυρόμενος για την προσαπτόμενη ψευδή κατηγορία, οδηγήθηκε βίαια στον ιεροδικαστή. Εκείνος μάταια προσπάθησε να τον πείσει να γίνει μουσουλμάνος προς αποφυγήν της τιμωρίας. Παρά τις προσπάθειες του κριτή και τις κολακείες ή φοβέρες του όχλου, ο Μάρτυρας παρέμεινε αμετάθετος στην πίστη, δηλώνοντας ότι Χριστιανός γεννήθηκε και Χριστιανός θέλει να πεθάνει.
Τότε ο κριτής διέταξε, το έτος 1752 μ.Χ., τον θάνατό του. Ο Μάρτυρας Γεώργιος οδηγήθηκε σε τόπο κοντά στην θάλασσα. Οι δήμιοι ανάγνωσαν την καταδίκη του σε θάνατο και προσπάθησαν πάλι με κολακείες και υποσχέσεις να επιτύχουν τον εξισλαμισμό του. Ο Μάρτυς ύψωσε τότε τα αλυσοδεμένα χέρια του στον ουρανό και ανεβόησε με φωνή μεγάλη: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου και αξίωσέ με της Βασιλείας Σου». Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν και ορμώντας εναντίον του διαμέλισαν το τίμιο λείψανό του διά μαχαίρας. Τότε ξαφνικά έγινε θύελλα, που συντάραξε την θάλασσα. Τα κύματα έφθασαν μέχρι το σημείο όπου έκειτο το ιερό λείψανο του Αγίου. Οι Τούρκοι φοβούμενοι απομακρύνθηκαν, οι δε Χριστιανοί παρέλαβαν το σκήνωμα του Μάρτυρος και ενταφίασαν αυτό στο ναό της Πτολεμαΐδος. Στις 13 Απριλίου 1967 μ.Χ. τα σεπτά λείψανα του νεομάρτυρα μεταφέρθηκαν με τιμή στη Λευκωσία της Κύπρου και τοποθετήθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννου.
- Άγιος Ανατόλιος ο στρατηλάτης.
- Άγιος Πρωτολέων ο στρατηλάτης.

- Άγιος Λάζαρος ο Βοσκός από τη Βουλγαρία.
Ο Άγιος Νεομάρτυς Λάζαρος καταγόταν από την πόλη Κάμπροβα της Βουλγαρίας και γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Αφού αναχώρησε από την Βουλγαρία, ήλθε στην πόλη Σώμα, κοντά στην Πέργαμο και έγινε βοσκός. Κάποια ημέρα που ο Άγιος έβοσκε το ποίμνιό του, αποκοιμήθηκε. Κατά τύχη δε την ώρα εκείνη περνούσε από εκεί μια οθωμανίδα, κατά της οποίας επιτέθηκε το σκυλί της ποίμνης και έσκισε λίγο τα ενδύματά της. Η γυναίκα, μόλις επέστρεψε στο σπίτι της, έδιεξε τα σκισμένα ενδύματά της στον σύζυγό της, συκοφαντώντας τον Λάζαρο ότι δήθεν ήταν αυτός που την βίασε. Ο Τούρκος οργίσθηκε και έτρεξε αμέσως να βρει τον Λάζαρο. Αντί αυτού, βρήκε έναν φίλο του Αγίου, τον οποίο τραυμάτισε. Όταν δε πληροφορήθηκε ο Τούρκος ότι ο τραυματισθείς δεν ήταν ο Λάζαρος, ζήτησε από τον αγά την τιμωρία του Λαζάρου.
Έτσι ο Άγιος συνελήφθη στις 7 Απριλίου του 1802 μ.Χ. και κλείσθηκε στη φυλακή. Η αθωότητά του αποδείχθηκε, αλλά οι συγγενείς της ως άνω γυναίκας υποσχέθηκαν στον αγά χίλια γρόσια στην περίπτωση που θα επετύγχανε τον εξισλαμισμό ή τον θάνατο του Μάρτυρα. Η φιλαργυρία οδήγησε τον άρχοντα στο να υποβάλλει τον Νεομάρτυρα Λάζαρο σε φρικτά βασανιστήρια. Οι δήμιοι πύρωσαν σιδερένια ραβδιά, διά των οποίων κατέκαψαν ένα προς ένα όλα τα μέλη του σώματός του, ενώ τον βίαζαν να ομολογήσει πίστη στον Μωάμεθ. Αφού κατέκαψαν τέλος και την γλώσσα του Αγίου Λαζάρου, τον παρακινούσαν – άφωνο πια – να υποδείξει με νεύματα ή με κίνηση της κεφαλής τη συγκατάθεσή του στην επιθυμία τους να αλλαξοπιστήσει. Αλλά ούτε τα φρικώδη βασανιστήρια, ούτε οι βαριές πέτρες που τέθηκαν στο στήθος του, ούτε οι ραβδισμοί στάθηκαν ικανά για να μεταπείσουν τον Μάρτυρα. Έτσι δέχθηκε για την αγάπη του Χριστού τον δι’ αγχόνης θάνατο, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών. Ακολουθία του νεομάρτυρα αυτού, συνέταξε ο Ιερομόναχος Νικηφόρος ο Χίος.
Ἤχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐξ ἑώας ἔλαμψας, ὡς φαεινὸς ἑωσφόρος, τῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου ταῖς νοηταῖς μαρμαρυγαῖς, καταφωτίζων τοῦς χαῖρέ σοι, ἀναβοῶντας, πολύαθλε Λάζαρε.
Σοῦ τὴν πυρφόρον καὶ πυρίκαυστον γλῶσσαν, καλλίνικε τοῦ Χριστοῦ Ἀθλητὰ, τὴν ὡς μάχαιραν τῷ πυρὶ στομωθεῖσαν, καὶ ὡς ἐν θηγάνῃ, τῆ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάριτι τεγθειμένην ὀφθεῖσαν, καὶ τὰς τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν φάλαγγας διατεμοῦσαν, τῆς σῆς φημὶ γλώττης, ἔδει τὴν χάριν παρεῖναί μοι, ἵνα μὴ τὸ λαμπρὸν τῶν σῶν ἀμαυρώσω ἀγώνων, καὶ τὸ μεγαλεῖον τῶν σῶν μειώσω ἀριστειῶν. Ἀλλὰ κατ’ ἀξίαν παραστήσω, τῆς σῆς ψυχῆς τὸ εὕτονόν τε καὶ ἀνένδοτον ἐν τοῖς δριμυτάταις βασάνοις. Ἀλλ’ ἐπεὶ οὐκ ἔνι ταύτην δοθῆναι τῇ ἐμῇ ἀναξιότητι, τοῦτον σοὶ μόνον μεθ’ ἱερᾶς εὐλαβείας, καὶ πόθου ἀναβοῶ, χαῖρε ἔνδοξε Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, πολύαθλε Λάζαρε.
Ὑμνοις τοῦς ἀγῶνάς σου, τοὺς σεπτοὺς, εὐφημοῦμεν πάντες, θεῖε Λάζαρε Ἀθλητὰ, καὶ τὰ ἱερά σου λείψανα προσκυνοῦμεν, καὶ τῆς μορφῆς τὸν τύπον κατασπαζόμεθα.Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τῷ Θεῷ τῶν ὅλων νῦν παρεστῶς, αἴτησαι πταισμάτων, τοῖς τιμῶσί σε παρ’ Αὐτοῦ, ἄφεσιν εὐχαῖς σου, Λάζαρε θεῖε Μάρτυς, καὶ τῶν ἐπερχομένων δειῶν τήν λύτρωσιν.
-
- Όσιος Γεώργιος του Σενκούρσκ.
Ο Όσιος Γεώργιος του Σενκούρκ ήταν σύγχρονος του Οσίου Βαρλαάμ του Βαζχσκ και Σενκούρ (τιμάται 19 Ιουνίου). Ασκήτεψε θεοφιλώς και σύμφωνα με την παράδοση κοιμήθηκε με ειρήνη την ημέρα της εορτής του προστάτου του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου. Ο Όσιος απεικονίζεται με κουρελιασμένα ενδύματα, ανυπόδητος και με τα χέρια υψωμένα σε προσευχή.
- Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι
Σε κάθε εποχή ο Θεός αναδεικνύει αγίους ανθρώπους οι οποίοι αν και ζουν στις ίδιες συνθήκες ζωής με όλους τους άλλους συνανθρώπους τους, οι ίδιοι «αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα της πίστεως», φωτίζουν ως πνευματικοί φάροι τον κόσμο τον οποίο και διακονούν εν ονόματι του Κυρίου μας.
Σε μια εποχή δύσκολη για όλο το γένος μας (τέλος του 18ου αρχές του 19ου αιώνα μ.Χ.) ο Θεός έδωσε την ευλογία Του στην πόλη της Άρτας να γεννηθούν, να ζήσουν, να ασκηθούν, να διδάξουν και να αγιάσουν δύο κατά σάρκα αδέλφια οι όσιοι Θεοχάρης και Απόστολος.
Οι Όσιοι αυτάδελφοι Θεοχάρης και Απόστολος ήταν παιδιά του ευσεβή ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, εφημέριου του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας Άρτας, και της ενάρετης πρεσβυτέρας Φωτεινής. Ο Θεός τους χάρισε τρεις γιους (ο τρίτος λεγόταν Κωνσταντίνος), τους οποίους ανάθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου».
Φρόντισαν πρώτα απ’όλα να γίνουν άνθρωποι του Θεού και η πορεία της επίγειας ζωής τους να είναι και πορεία προς τον ουρανό και τον αγιασμό τους. Παράλληλα ενδιαφέρθηκαν να μορφώσουν τα παιδιά τους με την όποια καλύτερη παιδεία υπήρχε στην πόλη την εποχή εκείνη.
Ο μεγαλύτερος γιος τους ο Θεοχάρης (γεννήθηκε γύρω στα 1760 μ.Χ.) διέθετε μεγάλη έφεση για τα γράμματα. Διδάχθηκε την «θύραθεν σοφία» στην περίφημη τότε σχολή της Άρτας, τη σχολή Μανολάκη Καστοριώτη. Εκεί την εποχή εκείνη δίδασκε ο μεγάλος δάσκαλος και ιεροψάλτης, Δημήτριος Οικονομόπουλος Βενδραμής από το Μεσολλόγι. Στη σχολή διδάσκονταν ο όσιος Θεοχάρης, αλλά ο ίδιος με την αγία του ζωή και τις θεόπνευστες παραινέσεις δίδασκε τους συμμαθητές του, πολλοί από τους οποίους παρακινήθηκαν και έγιναν ιερείς και μοναχοί. Από την ηλικία αυτή φανερώθηκε η δύναμη και η πειθώ του λόγου του Αγίου, αφού έβγαινε φυσικά από μια καρδιά που τη φλόγιζε η αγάπη του Θεού.
Τον δε «ἁπλὸ καὶ ἀκέραιον στὴν ψυχὴ» Απόστολο ανέλαβε ο ίδιος ο πατέρας του.
Τα δύο αδέλφια ο Θεοχάρης και ο Απόστολος είχαν ιδιαίτερη έφεση και αγάπη προς την εκκλησιαστική ζωή και με ιδιαίτερη ταπείνωση και επιμέλεια διακονούσαν τον ιερέα πατέρα τους στα λειτουργικά του καθήκοντα. Παράλληλα όλη η οικογένεια ήταν ανεξάντλητη πηγή αγάπης και προσφοράς, υλικής και πνευματικής προς τους συνανθρώπους και τους ενορίτες τους.
Η χαρά των γονιών ήταν μεγάλη για την πρόοδο και την καλλιέργεια των παιδιών τους. Η καρδιά του ευλαβέστατου ιερέα σκιρτούσε από την επιθυμία και την προσδοκία να δει και να απολαύσει τους δυο γιους του λειτουργούς στο άγιο και υπερουράνιο θυσιαστήριο. Τέτοια άγια φιλοδοξία είχε ο ενάρετος ιερέας! Πραγματικά με πολλή προσοχή έκανε την πρόσκληση στα δυο του παιδιά να γίνουν ιερείς ό,τι πιο ευλογημένο και άγιο μπορεί να υπάρξει επί της γης. Πλήρωσε μάλιστα και τα εμβατίκια (χρηματικά ποσά προς τον Αρχιερέα, για την χειροτονία και τοποθέτηση σε ιερέα σε συγκεκριμένο ναό) στην Μητρόπολη Άρτης για να χειροτονηθούν τα παιδιά του ιερείς στον ναό της Αγίας Σοφίας που και ο ίδιος ιερουργούσε.
Η απάντηση των σοφών νέων ήταν: «Μη βιάζεσαι πατέρα. Έχει ο Θεός».Έβλεπαν οι Άγιοι το ύψος και το μεγαλείο της Ιερωσύνης του Χριστού και δεν έσπευδαν, αλλά όπως και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας απέφευγαν με δέος και ευλάβεια τη μεγάλη αυτή τιμή.
Ο ευλογημένος ιερέας ήθελε ο πρώτος γιος του ο Θεοχάρης να νυμφευθεί πρώτα και μετά να ιερωθεί. Ο Θεός όμως είχε άλλα αποφασίσει γι’ αυτόν. Ο Θεοχάρης είχε ήδη πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το αγγελικό πολίτευμα, δηλαδή το δρόμο της ασκήσεως και της μοναχικής πολιτείας και αντέλεγε με πολύ σεβασμό: «επιθυμώ όταν τελειοποιήσω τις σπουδές μου και έλθω στη νόμιμη ηλικία, εκείνο το οποίο η Θεία Πρόνοια με φωτίσει, εκείνο και θα πράξω».
Μαζί με τους γονείς καμάρωνε και ο Μητροπολίτης την πρόοδο των νέων αυτών και προσδοκούσε να λαμπρύνουν την τοπική Εκκλησία με την απόφασή τους να ιερωθούν.
Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Θεοχάρης, η οικογένεια του σεβαστού Ιερέα Γεωργίου Ντούϊα, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε. Εκοιμήθησαν εν Κυρίῳ και οι δύο γονείς, ο ιερέας Γεώργιος και η πρεσβυτέρα Φωτεινή. Έφυγαν όμως ειρηνικοί απ’ τον κόσμο αυτό γιατί όσο μπόρεσαν έκαναν το χρέος τους προς τον Θεό και τους συνανθρώπους τους αφήνοντας πίσω στα παιδιά τους μια σημαντική περιουσία και κληρονομιά.
Και η περιουσία αυτή, που μπόρεσαν και μετέδωσαν στα παιδιά τους, ήταν η αληθινή και γνήσια πίστη τους, η αγία ζωή τους και η κατά Θεόν πορεία πάνω στις αξίες της πίστεως και της πατρίδας.
Ο Θεοχάρης και ο Απόστολος, σαν μεγαλύτεροι αδελφοί, μετά τον θάνατο των γονέων τους φρόντισαν τον μικρότερο αδελφό τους Κωνσταντίνο. Όταν ανδρώθηκε φρόντισαν να νυμφευθεί. Από το γάμο αυτό με την Σωσσάνη απέκτησε δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Θεοχάρη. Οι ίδιοι, αφού αποκατέστησαν τον αδελφό τους Κωνσταντίνο στο πατρικό τους σπίτι, αποσύρθηκαν σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας «απαρνηθέντες τα εγκόσμια».
Τα δύο αδέλφια απερίσπαστα πια από τα του κόσμου, ρίχνονται με θάρρος και γενναιότητα σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Η αδιάλειπτη προσευχή, η μελέτη του λόγου του Θεού, η ολονύκτια στάση, η ψυχοτρόφος νηστεία, η σιωπή και η εγκράτεια, η μετάνοια και η ολόθερμη αγάπη προς τον Θεό ήταν η καθημερινή τους πράξη και ζωή.
Η τροφή τους ήταν λιτή αποτελούμενη από ψωμί και νερό που έπιναν μετά τη δύση του ηλίου. Μερικές φορές έτρωγαν και λίγα φρούτα. Ο πρώτος βιογράφος τους, αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγιάς, αναφέρει ότι το ψωμί το έβαζαν σε ένα πήλινο σκεύος με μικρό άνοιγμα (ίσα που να χωρεί το ένα χέρι) για να υπογραμμίσει το λιτόν της τροφής τους. Αλλά και όταν κάποιοι ευσεβείς και ελεήμονες χριστιανοί τους πήγαιναν φαγητά, αυτοί με ευχαρίστηση, ευγένεια και πολλές ευχές τα δέχονταν, όχι για να τα γευτούν οι ίδιοι – ούτε κατ΄ελάχιστον – αλλά για να ελεήσουν πολλούς συνανθρώπους τους που βρίσκονταν σε ανέχεια και δύσκολη θέση. Μάλιστα για να τους πείσουν να τα πάρουν τους έλεγαν ότι αυτοί έφαγαν αρκετά και αυτά που τους προσφέρουν ήταν τα υπόλοιπα. Φυσικά όλους τους υποχρέωναν να μην αναφέρουν πουθενά την πράξη τους αυτή.
Ενώ δεν είχαν μοναχικό σχήμα και δεν είχαν καρεί μοναχοί έκαναν και τηρούσαν με ακρίβεια τον κανόνα του μεγαλόσχημου μοναχού. Κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων μία φορά την εβδομάδα και ακολουθούσαν τη ζωή και το παράδειγμα των πατέρων και ασκητών της εποχής τους το πνεύμα των οποίων πέρασε σ’ αυτούς και με τη διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Από το μικρό σπιτάκι τους δεν έβγαιναν παρά μόνο όταν είχαν απόλυτη ανάγκη και όταν η αγάπη προς τον πλησίον τους, υποχρέωνε σε διακονία και προσφορά. Έτσι ο Θεοχάρης δίδασκε τα πρώτα γράμματα στα Αρτηνόπουλα στο μικρό και χαριτωμένο εκκλησάκι της Παναγίας της Κασσοπίτρας (Κασσιόπης) μέχρι το 1818 μ.Χ. Εκεί δεν τους μάθαινε μόνο ξερά γράμματα και δεν τους μετέδιδε μονάχα στείρες γνώσεις αλλά έπλαθε κυρίως την ψυχή τους ποτίζοντάς τα με το καθάριο νερό της πίστεως και του Ευαγγελίου και ανάβοντας μέσα τους την αγάπη προς την έρμη και δούλα πατρίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι απ΄αυτόν τον δάσκαλο βγαίνει σπουδαίος μαθητής, ο εθνεγέρτης και αρχηγός της Φιλικής Ετερείας, ο εκ Κομποτίου Νικόλαος Σκουφάς. Αλήθεια ποιος μπορεί να μετρήσει τους παλμούς της καρδιάς δασκάλου και μαθητή μέσα στη διαδικασία μετάγγισης ζωής; Ποιος μπορεί να σκιαγραφήσει, έστω και κατ΄ολίγον, τι συνέβαινε στην ψυχή του νεαρού Σκουφά, ακούγοντας το φλογερό δάσκαλο;
Σημαντικό το έργο του οσίου Θεοχάρη και μεγάλη η πνευματική ωφέλεια του Αρτηνού λαού από τις θεόπνευστες επίσης ομιλίες του στο μονύδριο των Αγίων Αναργύρων.
Ο Όσιος Θεοχάρης προσέφερε αφιλοκερδώς και ακούραστα τις υπηρεσίες του στην Μητρόπολη Άρτης όταν Αρχιερατικός επίτροπος ήταν ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Θεοτοκίου Βενέδικτος «ο μεγαλοπρεπής και ελεήμων». Ο Βενέδικτος εκτιμώντας την μεγάλη αυτή και αγία προσωπικότητα τον κάλεσε να εργαστεί ως γραμματέας του. Ο Θεοχάρης παρά το φόρτο και τον κόπο της εργασίας αυτής ουδέποτε παραπονέθηκε και αρνήθηκε κάτι, παρά μόνο σε περιπτώσεις διαζυγίου, αφωρισμού και τιμωρίας ιερέα. Η αγία του ψυχή και η συνείδησή του δεν το άντεχε, γι’ αυτό προσποιούνταν τον άρρωστο και κατέφευγε στο αγαπητό του κελλί όπου έβρισκε παρηγοριά στην προσευχή του Ιησού και στις πολυάριθμες μετάνοιες.
Ο Βενέδικτος μετά από πολλές παρακλήσεις του Αγίου, κατάλαβε ότι ο Θεοχάρης δεν ήταν γι’ αυτή τη δουλειά και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του δίνοντας το χρόνο όλο για προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού και των αγίων Πατέρων.
Στην ασκητική αυτή πορεία, συνοδοιπόρος και συνασκητής ο άγιος Απόστολος αδελφός κατά σάρκα και πνεύμα του Οσίου Θεοχάρη.
Οι Αυτάδελφοι όσιοι αγάπησαν πλήρως τώρα τον μονήρη βίο. Μόνο ο Απόστολος έβγαινε από το μικρό ασκηταριό που βρίσκονταν στην καρδιά της πόλης για να ψωνίσει τα αναγκαία και να καλλιεργήσει το μικρό αμπέλι τους.
Αναφέρεται επίσης ότι οι άγιοι είχαν δύο στάμνες (πήλινα δοχεία) για νερό. Κατά τη νύκτα πήγαιναν τη μία στάμνα στο πηγάδι που τη γέμιζαν οι γυναίκες την ημέρα. Το βράδυ πήγαινε ένας απ΄αυτούς την έπαιρνε και άφηνε για γέμισμα την άλλη στάμνα. Κι αυτό το έκαμαν γιατί ήταν εραστές της ησυχίας και της προσευχής. Με αυτή τους τη στάση και προσευχή συμπαραστάθηκαν δυναμικά στο λαό της πόλης κατά τη διάρκεια των μεγάλων και θανατηφόρων επιδημιών πανώλης (πανούκλας) που ενέσκυψαν στην Άρτα, η πρώτη στις 2 Μαΐου του 1816 μ.Χ. και η δεύτερη το 1823 μ.Χ.
Οι δύο αδελφοί δεν απομακρύνθηκαν από την πόλη αλλά νυχθημερόν κλεισμένοι στο ερημητήριό τους προσεύχονταν μέχρι που ο Θεός και διά πρεσβειών του Αγίου Βησσαρίωνος, του οποίου την κάρα έφεραν και λιτάνευσαν οι Αρτηνοί, απομάκρυναν το θανατικό και ο λαός ξαναγύρισε στα σπίτια τους. Με τη στάση τους αυτοί οι άγιοι αυτάδελφοι έδωσαν δύναμη και κουράγιο στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι πλέον με πολύ σεβασμό τιμούσαν αυτούς.
Οσίας και φιλόθεας ζωής και το τέλος οσιακό και ειρηνικό έρχεται.
Ο Θεοχάρης προγνωρίζει την ώρα του θανάτου και παρακαλεί τον αυτάδελφό του και συναθλητή Απόστολο να ειδοποιήσει τον ιερέα να έλθει να τον κοινωνήσει την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ιερέας με θλίψη και σεβασμό έρχεται στο μικρό σπιτάκι όπου ο όσιος Θεοχάρης με ιδιαίτερη ευλάβεια κοινωνεί για τελευταία φορά τα Άχραντα Μυστήρια. Μετά δίνει τις τελευταίες οδηγίες και επιθυμίες στον «ἁπλοῦν καὶ ἀκέραιον τῇ ψυχῇ Ἀπόστολον».
Τον παρακαλεί πρώτα πρώτα να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο την ίδια φιλόθεη και φιλάνθρωπη ασκητική ζωή. Επιθυμία του είναι στην κηδεία του να παραστεί ο Μητροπολίτης Άρτης, να ενταφιασθεί στον ναό των Αγίων Αναργύρων και ουδέποτε να γίνει ανακομιδή των λειψάνων του. Την οικεία του τέλος δωρίζει στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας όπου εφημέρευε ο πατέρας του και όπου εκεί ο ίδιος είχε τις πρώτες και σημαντικές πνευματικές εμπειρίες.
Η αγγελία του θανάτου του την Μεγάλη Παρασκευή του 1828 μ.Χ. προκάλεσε οδύνη και θλίψη στον αρτηνό λαό που με σεβασμό και ευλάβεια έτρεξαν άπαντες στην εξόδιο ακολουθία του στην οποία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Άρτης Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος με λόγια απλά και συγκινητικά εκφώνησε επικήδειο λόγο, ανέφερε τις αρετές, την πίστη και την ασκητική ζωή του Θεοχάρους και προέτρεψε τους πιστούς να μιμηθούν την αγία του ζωή. Ο ίδιος ευχήθηκε για τον εαυτό του να τύχει τέτοιας μεγάλης ευλογίας και να πεθάνει τέτοια μεγάλη μέρα. Πραγματικά την άλλη χρονιά, το 1829 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή εξεδήμησε προς Κύριον και ο σεμνός αυτός Ιεράρχης.
Στην κηδεία του Οσίου συνέβησαν «εξαίσια και μεγάλα θαύματα». Οι τέσσερις λαμπάδες του νεκροκρέβατου κατά την νεκρική πομπή ενώ ήταν σβησμένες, άναψαν, και άρρητη ευωδία σκόρπισε το άγιο σκήνωμά του. Η ευωδία αυτή πλημμύρισε και το ναό των αγίων Αναργύρων αλλά και το μικρό σπιτάκι που ζούσε ο Άγιος. Άλλη μαρτυρία επίσης αναφέρει, ότι κατά την ώρα της εξοδίου ακολουθίας, άναψαν από μόνα τους τα κεριά του πολυελαίου των Αγίων Αναργύρων, θαύμα και πιστοποίηση από το Θεό της αγίας και φωτεινής ζωής του.
Ο Άγιος ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, στο χώρο μπροστά από την είσοδο της νότιας πλευράς του ναού.
Κατά το 1866 μ.Χ. όταν ηγούμενος του μονυδρίου ιερομόναχος Κορνήλιος, ανακαίνισε το μονύδριο, βρήκε στο χώρο αυτό κάτω από μια πλάκα σκεπασμένη την «χαριτόβρυτον αὐτοῦ κάραν πνέουσαν ἄρρητον εὐωδίαν». Αφού την προσκύνησε ευλαβικά την κάλυψε όπως αρχικά ήταν, σεβόμενος την επιθυμία του Αγίου. Έτσι ο χώρος της ταφής του αγίου παραμένει μέχρι σήμερα απείρακτος.
Ο Απόστολος συνέχισε να ζει σύμφωνα με τις τελευταίες υποθήκες του μεγαλυτέρου αδελφού του. Μοναχικά, ασκητικά, φιλάνθρωπα και εκκλησιαστικά. Καθημερινά φρόντιζε να συμπαρίσταται στους πάσχοντας συναθρώπους και η ελεημοσύνη προς όλους ήταν υποδειγματική. Κοντά του οι κατατρεγμένοι, τα ορφανά και οι φτωχοί έβρισκαν παρηγοριά και ελπίδα.
Δεκαεπτά χρόνια ζει μετά την κοίμηση του αγίου αυταδέλφου του Θεοχάρη, κοντά στον άλλο τους αδελφό Κωνσταντίνο την ίδια θεοφιλή ζωή.
Όταν και ο ίδιος προείδε το τέλος του παρακάλεσε τον αδελφό του να ταφεί χωρίς τιμές στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας. Πραγματικά όταν παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο κατά το έτος 1845 μ.Χ., το λέιψανό του ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας στο χώρο πίσω από το ιερό Βήμα του ναού. Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Οσίου Αποστόλου ευσεβείς γυναίκες πήγαν στον τάφο – όπως είναι συνήθεια μέχρι σήμερα – να ρίξουν νερό και να τον καλλωπίσουν. Έκπληκτες βρέθηκαν μπροστά σ΄ένα απρόσμενο θέαμα. Βρήκαν «ἐκφυὲν εἰς τὸ μέσον τοῦ τάφου πρωτοφανὲς θαυμάσιον ἄνθος ἐκπέμπον ἄρρητον εὐωδίαν», πράγμα που φανέρωνε εκ Θεού την αγιότητα του οσίου Αποστόλου.
Η μνήμη των οσίων αυταδέλφων παρέμεινε ανεξάληπτη στους κατοίκους της πόλεως της Άρτας οι οποίοι από την ημέρα του θανάτου τους, τους τιμούσαν ως Αγίους μνημονεύοντάς τους κατά την Τετάρτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος (Πάσχα).
Με τις ενέργειες του αειμνήστου ιερέως Σταύρου Παπαχρήστου, Εφημερίου του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας, καθιερώθηκε επίσημα η γιορτή τους.
Η μνήμη τους σήμερα τελείται πάνδημα και μεγαλόπρεπα την Κυριακή των Μυροφόρων στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν κλεινῶν αὐταδέλφων τὴν δυάδα τιμήσωμεν, τὸν θεοειδῆ Θεοχάρην καὶ τὸν σύμπνουν ̓Απόστολον· ὁσίαν γὰρ ἀνύσαντες ζωήν, ̔Αγίων ἠριθμήθησαν χοροῖς, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δοξασθέντι δι ̓ ὑμῶν, ἐσχάτοις ἔτεσιν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεἶα θρέμματα ὢφθητε Ἄρτης, καί κειμήλια ἠθῶν ὁσίων, ὧ Θεόχαρες σοφὲ καὶ Ἀπόστολε· ἐν ἀρεταῖς γὰρ ἐνθέοις ἐμπρέψαντες, τῆς τῶν Ἁγίων τιμῆς ἠξιώθητε. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Αὐτάδελφοι παμμακάριστοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἕλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν αὐταδέλφων τὴν ὁσίαν δυάδα, ἀνευφημήσωμεν ἐν ὕμνοις ἐνθέοις, σὺν Θεοχάρει τὸν κλεινὸν ̓Απόστολον· οὗτοι γὰρ βιώσαντες, τῶν ̔Αγίων τὸν βίον, ῞Αγιοι ἐδείχθησαν, καὶ Χριστοῦ κληρονόμοι· οἷς καὶ βοῶντες εἴπωμεν πιστοί· χαίρετε ῎Αρτης, βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.
Μεγαλυνάριον
Σύμψυχοι ὁμότροποι ἀδελφοί, Θεόχαρες μάκαρ Καὶ Ἀπόστολε ἀληθῶς, ῶφθητε ἐν Ἄρτῃ, βιώσαντες ὁσίως· διὸ τῆς τῶν Ἁγίων δόξης ἐτύχετε.
Ὁ Οἶκος
Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. τοὺς νόμους ἐκπληροῦντες, ᾶγίαν ἔζησαν ζωὴν, ἐν μέσῳ τύρβης κοσμικῆς, αὐτάδελφοι οἰ θεῖοι· τὸ ἓν γὰρ Φρονήσαντες μιᾷ προθέσει ἀληθεῖ, ὅσα εὔφημα καί σεμνὰ, ὅσα δίκαια καί ἁγνὰ, ἐνεκολπώθησαν προθύμως. ἅπαν πρόσολον καί γεῶδες νόημα ἀποβάλλοντες· ἐντεῦθεν ἐν νηστείᾳ διηνεκεῖ, καὶ ἀγρυπνίᾳ συντόνῳ καὶ εὐχῇ ἀκαταπαύστῳ, ἡσύχως διαβιοῦντες, τὸν ἐν Αγίοις ἀναπαυόμενον, ἁγιοπρεπῶς ἐδόξασαν Λόγον ᾧ καί πρεσβεύουσιν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν βοώντων αὐτοῖς συμφώνως· χαίρετε Ἄρτης βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσαντες, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν, ζωήν ἀνεπίληπτον, ὁμοφωνίᾳ ψυχῆς, πιστῶς ἐβιώσατε· ὅθεν τῷ ούρανίῳ μεταστάντες νυμφῶνι, Θεόχαρες Θεοφόρε·, καῖ Ἀπόστολε μάκαρ, πρεσβεύσατε ἡμῖν δοῦναι, χάριν καὶ ἒλεος.
- Σύναξη πάντων των Σιναϊτών Αγίων
Το Σιναϊτικό Αγιολόγιο περιλαμβάνει σπουδαίες επώνυμες και ανώνυμες μορφές που έδρασαν τόσο κατά την περίοδο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης. Στο Αγιολόγιο αυτό περιλαμβάνονται εκείνοι για τους οποίους διατηρήθηκαν μαρτυρίες και βάσει αυτών αναγνωρίσθηκαν Άγιοι. Πρόκειται για εκατόν ογδόντα μία άγιες μορφές, των οποίων η μνήμη εορτάζεται συνολικά κατ΄ έτος την Τετάρτη της Διακαινησίμου, ημέρα αφιερωμένη στην «Σύναξη πάντων των Σιναϊτών Αγίων». Το Ησυχαστήριο μάλιστα της Τάρφας τιμάται στην εορτή της Συνάξεως των Σιναϊτών Αγίων.
Από τις μορφές αυτές έξι συνδέονται με την Παλαιά Διαθήκη και είναι κυρίως γνωστές από το βιβλίο της Εξόδου όπου περιγράφεται η φυγή των Εβραίων από την Αίγυπτο προς τη γη της Επαγγελίας. Οι υπόλοιπες μορφές συνδέονται με την περίοδο της Καινής Διαθήκης και έζησαν από τον 3ο αιώνα έως τις ημέρες μας.
Οι Άγιοι που εορτάζουν είναι:
Α) Ααρών Προφήτης, αδελφός Προφήτου Μωϋσέως.
Β) Αβραάμιος όσιος δενδρίτης.
Γ) Αικατερίνα μεγαλομάρτυς, πολιούχος Ι. Μ. Σινά.
Δ) Αμμούν όσιος αββάς Ραϊθούς.
Ε) Αναστάσιος ηγούμενος Ι. Μ. Σινά, και Πατριάρχης Αντιοχείας ομολογητής.
Στ) Αναστάσιος Ιερομάρτυς διάδοχος στην ηγουμενία και στην πατριαρχεία του άνωθεν μνημονευθέντος και σφοδρού πολεμίου των Μονοφυσιτών.
Ζ) Αναστάσιος όσιος Ραϊθούς.
Η) Αναστάσιος όσιος ασκητής, συγγραφεύς των: Διηγήσεων περί των Σιναϊτών Πατέρων.
Θ) Ανατόλιος Όσιος εκ Ραϊθώ, Ιεροσολυμίτης.
Ι) Ανωνύμων οσιομαρτύρων των εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων.
Ια) Ανωνύμων δυο οσίων αυταδέλφων διδύμων, εκ Κωνσταντινουπόλεως.
Ιβ) Ανωνύμων τριών, των οποίων Φαρανίτες ψαράδες, βρήκαν σε σπήλαια τα άγια λείψανά τους, τα οποία κατέπαυσαν τον κλύδωνα της θάλασσας.
Ιγ) Ανωνύμων οσίων αοράτων ασκητών της ερήμου Σίδδης.
Ιδ) Ανωνύμων οσίων δύο ευγενών αυταδέλφων ασκητών.
Ιε) Ανωνύμου οσίου δενδρίτου ασκητού.
Ιστ) Ανωνύμου οσίου ασκητού της ερήμου Σίδδης.
Ιζ) Ανωνύμου οσίου γυμνητεύοντος ασκητού.
Ιη) Ανωνύμου μάρτυρος, γόνου της Φαράν, εκ των αναιρεθέντων.
Ιθ) Βενιαμίν αββά Αιλίμ, οσιομάρτυρος εκ των αναιρεθέντων.
Κ) Γαλακτίωνος Μάρτυρος.
Κα) Γεωργίου Οσίου, μαθητή Οσίου Ιωσήφ Ραϊθηνού.
Κβ) Γεωργίου Οσίου Αρσελαΐτου, ηγουμένου Σινά, και θαυμαστώς τους πίθους της Μονής ελαίου γεμίσαντος.
Κγ) Γεωργίου ηγουμένου Σινά, αδελφού Ιωάννου Κλίμακος.
Κδ) Γεώργιος Όσιος Βυζάντιος, του ασκήσαντος εν τινί νήσω της Ερυθράς.
Κε) Γεώργιος Όσιος Φαραωνίτης, μαθητής του άνωθεν Γεωργίου.
Κστ) Γεώργιος Όσιος Γαδημήτης.
Κζ) Γρηγόριος Όσιος Σιναΐτης.
Κη) Δανιήλ Όσιος Φαραωνίτης.
Κθ) Δόμνος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Λ) Δουλάς Όσιος ηγούμενος Σινά.
Λα) Δουλάς Όσιος πρεσβύτερος, ηγούμενος Σινά.
Λα) Ελένη Ισαπόστολος, της κτισάσης ναό επί της Βάτου
Λβ) Ελισσαίος Όσιος Αρμένιος.
Λγ) Επιστήμη Μάρτυς.
Λδ) Επιφάνιος Όσιος έγκλειστος.
Λε) Ευθύμιος πατριάρχης Ιεροσολύμων.
Λστ) Ευσέβιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Λζ) Ζαχαρίας Όσιος, ο ασκήσας εν Σινά και εν Γεράροις.
Λη) Ζήνων Όσιος σημειοφόρος.
Λθ) Ηλίας Προφήτης.
Μ) Ηλίας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μα) Ησαΐας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μβ) Ησύχιος Όσιος Χωρηβίτης.
Μγ) Ησύχιος Όσιος, ηγούμενος μονής του Βάτου.
Μδ) Θεόδουλος Όσιος, γιός Οσίου Νείλου Σιναΐτου.
Με) Θεόδουλος πρεσβύτερος, Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μστ) Ιγνάτιος Όσιος, ιερομόναχος και πνευματικός, εκ Ρεθύμνου.
Μζ) Ιερεμίας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μη) Ιησούς του Ναυή.
Μθ) Ιουλιανός Όσιος ο απλός, ο εν τη Αγία Κορυφή ασκήσας.
Ν) Ιουστινιανός Όσιος ο βασιλόπαις, ο τη σιωπή ασκήσας.
Να) Ισαάκ Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Νβ) Ιωάννης Όσιος της Κλίμακος.
Νγ) Ιωάννης Όσιος ό Κίλικας, ηγούμενος Ραϊθούς.
Νδ) Ιωάννης Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Νε) Ιωάννης αρχιεπίσκοπος Σινά, Ιερομάρτυς, εξ Αθηνών.
Νστ) Ιωάννης Όσιος Σαββαΐτης.
Νζ) Ιωσήφ Όσιος Ραϊθούς.
Νη) Λογγίνος ή Ίσαυρος, Όσιος ο πνευματοφόρος, ηγούμενος Σινά.
Νθ) Μακάριος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Ξ) Μαριάμ, αδελφή Προφήτου Μωϋσέως.
Ξα) Μαρίνα Οσία Ραϊθούς.
Ξβ) Μάρκος Όσιος, μαθητής Αββά Σιλουανού.
Ξγ) Μάρκος Οσιομάρτυς, εκ των αναιρεθέντων.
Ξδ) Μαρτύριος Όσιος, γέροντας Ιωάννου της Κλίμακος.
Ξε) Ματθαίος Όσιος ο ακτήμων, εκ Πελοποννήσου.
Ξστ) Ματθίας Όσιος του εν Αρανδουλά.
Ξζ) Ματόης Όσιος πρεσβύτερος Ραϊθούς.
Ξη) Μεγέθιος Όσιος ο ασκητής της κοιλάδας των Αγ. Τεσσαράκοντα.
Ξθ) Μιχαήλ Όσιος Ιβηρίτης, της ερήμου του Αρσελάου.
Ο) Μωϋσής Προφήτης.
Οα) Μωϋσής Όσιος νηστευτής Φαραωνίτης.
Οβ) Νείλος Όσιος Σιναΐτης.
Ογ) Νετράς Όσιος, επίσκοπος Φαράν.
Οδ) Νίκανδρος Όσιος.
Οε) Νίκων Όσιος.
Οστ) Νιστέρωος Όσιος Ραϊθούς.
Οζ) Ξόϊος Όσιος Θηβαίος.
Οη) Ορέντιος Όσιος.
Οθ) Παύλος Πατρεύς, ηγούμενος Ραϊθούς, οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Π) Παύλος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πα) Πέτρος Όσιος Πιονίτης.
Πβ) Πρόκλος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πγ) Σάββας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πδ) Σεραπίων Όσιος Ιερομόναχος και πνευματικός.
Πε) Σέργιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πστ) Σέργιος Όσιος αναχωρητής.
Πζ) Σιλουανός Οσιομάρτυς.
Πη) Στέφανος Όσιος ερημίτης, Χωρηβίτης.
Πθ) Στέφανος Όσιος Βυζάντιος.
Ρ) Στέφανος Όσιος Κύπριος.
Ρα) Στέφανος Όσιος του Μαλωχά.
Ρβ) Στρατήγιος Όσιος ο έγκλειστος.
Ργ) Συμεών Όσιος ο πεντάγλωσσος.
Ρδ) Υπάτιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Ρε) Φιλόθεος Όσιος ο Σιναΐτης.
Ρστ) Χριστόφορος Όσιος ο Ρωμαίος.
Ρζ) Ψώης Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων, μαθητής Οσίου Μωϋσέως Φαρανίτου.
Ρη) Ωρ Προφήτης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐν Σινᾷ τῷ ἁγίῳ διαφόροις ἐν ἔτεσι, καὶ ἐν Ῥαϊθῷ ὑπὲρ φύσιν ἐν σαρκὶ ἠγωνίσασθε, Πατέρων τῶν Ὁσίων ἡ πληθύς, καὶ δῆμος θεοφόρων Ἀσκητῶν, διὰ τοῦτο εὐφημοῦμεν πάντας ὑμᾶς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.
- Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη
Η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη (βλέπε 7 Αυγούστου) έγινε στις 7 Μαΐου του έτους 1982 μ.Χ., 108 χρόνια από την κοίμησή του, ύστερα από ολονύκτια αγρυπνία και η μνήμη της γιορτάζεται την Τρίτη προς Τετάρτη της Διακαινησίμου. Τα ιερά λείψανα τοποθετήθηκαν μέσα σε αργυρή λάρνακα μαζί με την τίμια κάρα του σε περίβλεπτη θέση του ναού και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν σεπτῶν σου λειψάνων ἱερῶς ἑορτάζοντες, Ἰωσὴφ θεοφόρε, τὴν ἐκ τάφου ἐκκόμισιν, πληρούμεθα ὀσμῆς πνευματικῆς, καὶ χάριτος πλουσίας ἐξ αὐτῶν· θείας δόσεις γὰρ παρέχεις ὡς ἀληθῶς, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἰμάτων σου.
Ἀγγελικῶς ἐν Καψᾷ βιωσάμενος, τῆς τῶν Ἀγγέλων εὐκλείας ἠξίωσαι· ἡμεῖς δὲ τῶν θείων λειψάνων σου, περικυκλοῦντες τὴν θήκην βοῶμέν σοι· σὺ εἶ Ἰωσὴφ ἡμῶν καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Ἡ τῶν σῶν λειψάνων θεία σορός, πίστει ἁγιάζει, τοὺς προσπίπτοντας εὐλαβῶς, Ἰωσὴφ τρισμάκαρ· διὸ πάσης ἀνάγκης, καὶ νόσων καὶ κινδύνων, ἡμᾶς ἀπάλλαττε.
- Σύναξη της Παναγίας της Υψενής στη Ρόδο
Η αγία και πανυπέρτιμος Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Υψενής» υπήρχε κρυμμένη κάτω από ένα δένδρο ελιάς, στην ομώνυμη περιοχή του χωριού Λάρδος, όπου παλαιά υπήρχε Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στον τόπο αυτόν αποσυρόταν συχνά για άσκηση και προσευχή ο Όσιος Πατήρ Μελέτιος (βλέπε 12 Φεβρουαρίου), ο οποίος μία νύκτα έγινε αυτόπτης ενός θαυμαστού θεάματος. Φωτεινή στήλη κατέβαινε από τον ουρανό φωτίζοντας το δένδρο και τον γύρω χώρο.
Έκπληκτος πλησίασε και ερευνώντας βρήκε μία παλαιά Εικόνα της Θεομήτορος. Η Θεοτόκος την επομένη νύκτα του παρουσιάστηκε σε όνειρο λέγοντάς του, να οικοδομήσει επ ὀνόματί της στον τόπο της ευρέσεως Ναό, για να τοποθετήσει την Εικόνα, και, ιδρύοντας εκεί Μονή, να συνεχίσει σε αυτήν την ασκητική πολιτεία του.
Παράλληλα του υπέδειξε ένα μέρος κοντά στο σημείο εκείνο λέγοντάς του να σκάψει για να βρει τα αναγκαία χρήματα για ένα τόσο μεγάλο έργο. Ο Όσιος υπάκουσε στην εντολή της Υπεραγίας Θεοτόκου, έσκαψε στο μέρος που του υπεδείχθη και βρήκε θαμμένο στη γη θησαυρό με τον οποίο κατόρθωσε να ανταποκριθεί στις δαπάνες της οικοδομής. Έκτισε τον Ναό, μέσα στον οποίο θησαύρισε την τιμία Εικόνα, και επανίδρυσε την ερειπωμένη Μονή, όπου και έζησε ασκητικά μέχρι το τέλος της επιγείου ζωής του.
Η θαυματουργός Εικόνα φυλάσσεται μέχρι σήμερα στην ομώνυμη Μονή τιμωμένη από τους πιστούς και πηγάζουσα θαύματα στους προσερχομένους με πίστη και ευλάβεια
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σεπτήν σου Εἰκόνα, θαυμαστῶς φανερώσασα, πάλαι τῷ Πατρὶ Μελετίῳ, τῷ Ὁσίῳ δομήτορι, ἐκβλύζεις νῦν ἐκ ταύτης Ὑψενή, τῶν θείων δωρεῶν σου τὴν πηγήν, καταρδεύουσα τὴν ποίμνην σου μυστικῶς, ἐκ πόθου σοι ἐκβοῶσαν· Δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ προμηθείᾳ σου, δόξα τῇ θαυμαστῇ σου πρὸς ἡμᾶς, Μῆτερ χρηστότητι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῇ Ὑψενῇ οἱ εὐσεβεῖς τὸν ὕμνον ᾄσωμεν. καὶ ἀσπασώμεθα αὐτῆς ὅλης ἐκ πίστεως, τῆς Μορφῆς τὸν πανυπέρτιμον χαρακτῆρα· Ἀναβλύζει γὰρ τὰ ῥεῖθρα τῶν ἰάσεων, καὶ παρέχει τὴν ἐνέργειαν τῆς χάριτος, τοῖς κραυγάζουσι· Χαῖρε, Μῆτερ Ἀπείρανδρε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Θεονύμφευτε Ὑψενή, τῶν ἀπεγνωσμένων, γλυκυτάτη καταφυγή· χαίροις τῆς Μονῆς σου, χαρὰ καὶ σωτηρία, καὶ τῶν ἐν ἀσθενείαις, θεία ἀντίληψις.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Θεονύμφευτε Ὑψενή, ἔφορος καὶ σκέπη, τῆς ἁγίας ταύτης Μονῆς· χαίροις ἡ ἰάσεις, ἀφθόνως χορηγοῦσα, καὶ πάντας ἐκ κινδύνων, δεινῶν ἐξαίρουσα.
Ὁ Οἶκος
῎Αγγελοι μετὰ δέους, ἀτενίζουσι Μῆτερ, τὴν θείαν σου Εἰκόνα· ἡμεῖς δέ, οἱ ἐν Ῥόδῳ πιστοὶ ἐξ αὐτῆς, τῶν πολλαπλῶν Ὑψενὴ χαρισμάτων σου, τὰς δωρεὰς λαμβάνοντες, βοῶμέν σοι ἐν εὐλαβεία·
Χαῖρε, τοῦ κόσμου ἡ σωτηρία·
χαῖρε, ἀνθρώπων ἡ προστασία.
Χαῖρε, θαυμαστὴ εὐσεβούντων ἀντίληψις·
χαῖρε, μυστικὴ μοναζόντων παράκλησις.
Χαῖρε, ἡ ἀποκυήσασα τὸν φιλάνθρωπον Χριστόν·
χαῖρε, ἡ καταποντίσασα τὸν παγκάκιστον ἐχθρόν.
Χαῖρε, ὅτι ἐκβλύζεις ἰαμάτων τὰ ῥεῖθρα·
χαῖρε, ὅτι παρέχεις σωτηρίας τὴν χάριν.
Χαῖρε, νυμφὼν χαρίτων ὁλόφωτος·
χαῖρε, πηγὴ θαυμάτων ἀκένωτος.
Χαῖρε, Μονῆς φερωνύμου ἡ σκέπη·
χαῖρε, ἡμῶν ἐν κινδύνοις ἡ ῥύστις.
Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.
- Όσιος Νίκανδρος ο Σιναΐτης ο εκ Καστελορίζου
Στο Σιναϊτικό Κώδικα του 1716 περιέχεται ο βίος και η πολιτεία του Όσίου Νικάνδρου του νέου ασκητού που έλαμψε με την αρετή και την αγιότητα του στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του αγίου και θεοβαδίστου όρους Σινά. Σύμφωνα με τον κώδικα αυτό ο όσιος Νίκανδρος γεννήθηκε το 1581 μ.Χ. στο Ριζόκαστρο δηλαδή στο Καστελορίζο όπου υπήρχε μετόχι της Ιεράς Μονής του Σινά οι Άγιοι Απόστολοι. Έγινε μοναχός στο Σινά το 1611 μ.Χ. και κοιμήθηκε το 1631 μ.Χ. επί Αρχιεπισκόπου Ιωάσαφ.
Στην Ιερά Μονή του Σινά ήταν κάποιος πολύ ενάρετος ιερομόναχος από το Ρέθυμνο της Κρήτης ονομαζόμενος Ιγνάτιος. Ο Ιγνάτιος πήρε κοντά του ως υποτακτικό του τον Καστελορίζιο μοναχό Νίκανδρο. Επιθυμώντας και οι δύο να γνωρίσουν τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια του Αγίου Όρους πήγαν εκεί και έμειναν 5 χρόνια. Όμως ξαναγύρισαν και πάλι στη μετάνοια τους στο Σινά γιατί διεπίστωσαν οτι εκεί υπήρχε μεγαλύτερη ησυχία και εκεί πέρασαν και τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής τους.
Ο ιερομόναχος Ιγνάτιος ήταν πολύ καλός και ενάρετος πνευματικός. Είχε τέλεια ακτημοσύνη και εγκράτεια και ακατάπαυστο έργο του ήταν η προσευχή. Ο μαθητής του όμως Μοναχός Νίκανδρος ξερπέρασε το δάσκαλο του. Είχε περισσότερο εγκράτεια από εκείνον και τέλεια και ακούραστη υποταγή στο Γέροντα του και έτσι έφτασε σε πλήρη απάθεια. Ποτέ δε φάνηκε να χαίρεται ή να λυπάται αλλά πάντα στεκόταν στο ίδιο και απαράλλακτο ήθος. Έβαζε σε όλους μετάνοια και σε ότι του έλεγαν έβαζε μπροστά το «ευλόγησον πάτερ». Ο Νίκανδρος κοιμήθηκε ένα χρόνο και κάτι πριν από το Γέροντα του Ιγνάτιο. Όταν συμπληρώθηκε χρόνος από τη ταφή του άνοιξαν οι πατέρες το κοιμητήριο για να βάλλουν άλλον αδελφό. Μπήκε μέσα ο Γέροντας και πνευματικός του για να δεί το λείψανο του και το βρήκε σώο και ακέραιο έχοντας το χρώμα του κρόκου και αναβλύζοντας μύρο. Ο Γέροντας του Ιγνάτιος, βγαίνοντας απο το κοιμητήριο με δάκρυα στα μάτια είπε: «Σε ευχαριστώ Κύριε που και ζωντανό ακόμα μου έδωσες αυτή τη πληροφορία για τον υποτακτικό μου».
Σημείωση: Σε αρκετές διαδικτυακές πηγές αναφέρεται ως ημέρα εορτής του Οσίου Νικάνδρου η 29η Ιανουαρίου. Όμως σύμφωνα με την Ιερά Μητρόπολη Σύμης, ο Όσιος Νίκανδρος εορτάζει την Τετάρτη της Διακαινησίμου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α΄ Της ερήμου πολίτης.
Του Σιναίου οικήτωρ και Μεγίστης αγλάϊσμα της Αγίας Μονής σου ιερόν, περιτείχισμα, εδείχθης ω Νίκανδρε σοφέ, βιώσας ώσπερ άγγελος εν γή, και παρέχεις την σην χάριν τοις ευλαβώς προστρέχουσι τη σκέπη σου. Δόξα το δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε αγιάσαντι, δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν πρέσβυν ακοίμητον.
- Όσιος Λεόντιος ο εν Βλαχέρνα Αρκαδίας
Για τον βίο του Οσίου Λεοντίου δεν γνωρίζουμε πολλά. Οι κυριότερες πηγές για τα λιγοστά για τα βιογραφικά του στοιχεία είναι ο Κώδικας της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας και ο υπ’ αριθμόν 163 Κώδικας της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής της Δημητσάνας. Πολλά άλλα στοιχεία διέσωσε η προφορική παράδοση της περιοχής.
Ο Όσιος Λεόντιος έζησε πριν το 1770 μ.Χ. (ίσως το διάστημα μεταξύ 1650 – 1750 μ.Χ.). Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Στεμνίτσα Γορτυνίας και το επώνυμό του ήταν Πασωμένος. Για τους γονείς του, την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, την παιδική και την νεανική του ηλικία, δεν γνωρίζουμε κάτι. Η μοναχική του κουρά έγινε πιθανότατα σε μία από τις πολλές Μονές που ήκμαζαν την εποχή εκείνη στην περιοχή της Στεμνίτσας.
Τα στοιχεία περί του βίου του γίνονται πιο συγκεκριμένα, όταν ο Άγιος αρχίζει την ασκητική του πορεία στην κορυφή του όρους Καστανιά, που ίσως πρόκειται για το αρχαίο όρος «Κνάκαλος» όπως το αναφέρει ο Παυσανίας, με υψόμετρο 1.200 μέτρων, ακριβώς απέναντι από το χωριό της Βλαχέρνας. Η ευρύτερη περιοχή της Βλαχέρνας και τα σπήλαια που κοσμούν τα γύρω όρη ήταν τόπος ασκήσεως αναχωρητών.
Σε ένα τέτοιο, φυσικό σπήλαιο, κατοίκησε ο Όσιος Λεόντιος. Στην πορεία του χρόνου προχώρησε στην διάνοιξη του σπηλαίου και στην κατασκευή μονυδρίου προς τιμήν της Καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου. Αφορμή ήταν η παρουσία, της ιεράς εικόνος της Κυρίας Θεοτόκου, στην οποία αναγράφεται «ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΟΥ η Βλαχέρνα». Από την εικόνα αυτή πήρε το σημερινό του όνομα το χωριό και από Μπεζενίκος μετονομάστηκε σε Βλαχέρνα. Η εικόνα αυτή της Θεοτόκου είχε κρυφτεί κάτω από το κελί του Οσίου Λεοντίου μέσα σε μικρή κρύπτη του βράχου, ώστε να παραμείνει προστατευμένη και να μην πέσει στα βέβηλα χέρια των τούρκων. Η εικόνα ευρέθη θαυματουργικώς μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους.
Στο σπήλαιο λοιπόν αυτό, και υπό την σκέπη της Θεοτόκου, ο Όσιος Λεόντιος έζησε χρόνους απομόνωσης και αφιέρωσης στην προσευχή και την άσκηση. Παράλληλα δεν παρέβλεψε να προσφέρει πνευματική ωφέλεια στους κατοίκους της περιοχής και σε όλους όσους περνούσαν από εκεί. Χαρακτηριστικό της αγάπης και της φιλανθρωπίας του είναι το ακόλουθο.
Το χωριό ήταν πέρασμα όσων εδιάβαιναν από την Τρίπολη προς τα Καλάβρυτα και τον Πύργο. Ο δρόμος ήταν χαραγμένος περίπου όπως η σημερινή οδική αρτηρία που ενώνει την Τρίπολη με την Βλαχέρνα και συνεχίζει για τα Καλάβρυτα και τον Πύργο. Στο τμήμα αυτό του δρόμου κοντά στην Βλαχέρνα δεν υπήρχε νερό προς ξεκούραση των οδοιπόρων.
Ο Όσιος επισημαίνοντας την ανάγκη των ανθρώπων για λίγη ξεκούραση και δροσερό νερό, μετέφερε νερό μέσα σε ασκί και το τοποθετούσε σε πιθάρι στον ίσκιο ενός δέντρου δίπλα στο δρόμο, εκεί όπου και σήμερα υπάρχει το τοπωνύμιο «δέντρος». Έτσι, οι οδοιπόροι εύρισκαν λίγη ανάπαυση στην μακρά οδοιπορία τους, κυρίως κατά τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού.
Το διακόνημα αυτό δεν ήταν μικρό. Ο Άγιος είχε μακρύ δρόμο να διανύσει κάθε φορά από την κορυφή του βουνού έως τον δρόμο για να μεταφέρει το νερό και να επιστρέψει και πάλι στο ασκητήριό του. Όμως, εκείνος συνδύαζε μέσα από το διακόνημα αυτό αγάπη για τον άνθρωπο και αγάπη για τον Θεό. Κάθε φορά που επέστρεφε, αφού είχε ήδη μεταφέρει το νερό για τους οδοιπόρους, έπαιρνε το ανηφορικό μονοπάτι προς το ασκητήριό του κουβαλώντας μία μεγάλη πέτρα κάθε φορά, ώστε να βρίσκεται συνεχώς σε σωματική άσκηση, να συγκεντρώνει υλικά για την ανοικοδόμηση του ναού προς τιμήν της Θεοτόκου της Βλαχέρνας, αλλά και την κατασκευή του τάφου του.
Δίπλα στο ασκητήριό του και τον ναό που έκτισε προς τιμήν της Παναγίας μας, κατασκεύασε μία μικρή δεξαμενή νερού και καλλιεργούσε κήπο για τις ανάγκες του.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός για να τον ανταμείψει για τον αγώνα του και την προθυμία του, που τον ακολούθησε και τον διακόνησε σε όλη του την ζωή, του έδωσε το χάρισμα να προγνωρίσει την κοίμησή του.
Ήταν Μεγάλο Σάββατο όταν ο Άγιος Λεόντιος ασθένησε, ένας φίλος του τσοπάνης της περιοχής θέλησε να τον επισκεφθεί και να του προσφέρει γάλα για να τον ανακουφίσει.
Ο Άγιος όμως δεν είχε δοχείο άδειο για να αδειάσει το γάλα, είπε έτσι στον ποιμένα να έρθει αύριο να πάρει το δοχείο του και συγχρόνως του έδωσε οδηγίες για την ταφή του εντός του σπηλαίου και στον τάφο τον οποίο ο ίδιος είχε κατασκευάσει.
Την άλλη μέρα την Κυριακή του Πάσχα πηγαίνοντας ο τσοπάνης να πάρει το δοχείο, βρήκε τον Άγιο κοιμηθέντα και αμέσως έκανε ό,τι ο Άγιος του είχε ανακοινώσει.
Ο τάφος του Αγίου σώζεται μέχρι σήμερα έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, η στέγη του είναι θολωτή, με μικρή τρύπα στη μέση. Εκεί βρισκόταν και το ραβδάκι του Αγίου το οποίο έχει απομείνει το μισό και φυλάσσεται μέχρι σήμερα μαζί με μικρά τεμάχια του Ιερού Λειψάνου που, εδώ εις τον Ιερόν Ναό του Αγίου Αθανασίου της Βλαχέρνας, έχουν τεθεί προς προσκύνηση.
Σύμφωνα με τον κώδικα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, που αποτελεί πλέον την πιο έγκυρη πηγή της ζωής του Αγίου Λεοντίου, μαθαίνουμε «ότι μετά από παρέλευση ενός έτους οι χωρικοί μετά του ποιμένος εκχώσαντες το λείψανον του Οσίου, εύρον αυτό λελυμένον και ευωδίας ανάπλεων». Ένα μεγάλο δείγμα Αγιότητος, τιμής και ανταμοιβής από το Θεό προς τον Όσιο για τον αγώνα του και την οσιακή βιωτή του.
Η παράδοσις μας διασώζει ότι κάποιος τσοπάνης από το χωριό του Οσίου Λεοντίου μετά από προτροπή του Αγίου εργαζόταν στο αιγοποίμνιο του Ιωάννου Κατσούλη, κοντά στους πρόποδες του όρους του Οσίου, από εκεί μετέφερε το ιερό λείψανο του Οσίου στη Στεμνίτσα και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου.
Το 1779 μ.Χ. απόσπασμα Αλβανών πήγε στη Στεμνίτσα και έκαψε αρκετά σπίτια, πυρπόλησαν και την Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου, όπου βρήκαν την κάρα του Οσίου Λεοντίου και την πούλησαν σε χριστιανούς της Πρέβεζας.
Ένα από τα θαύματα του Οσίου, που διασώζει η παράδοση, έγινε στο ποιμνιοστάσιο που προαναφέραμε. Ο ποιμένας διαπίστωσε ότι το γάλα από μία συγκεκριμένη γίδα μοσχοβολούσε. Παρακολούθησε σε ποιο σημείο έβοσκε το συγκεκριμένο ζώο και είδε ότι έμπαινε στην σπηλιά του Οσίου και έτρωγε χόρτο που φύτρωνε στον τάφο του Αγίου. Την επόμενη ημέρα το χορτάρι είχε φυτρώσει και πάλι πάνω στον τάφο.
Ο Κώδικας της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας διασώζει ένα ακόμη θαύμα. Κοντά στην Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου είχε ξεσπάσει ραγδαία βροχή και χαλάζι, με διάρκεια πολλών ημερών, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα και μεταβάλλοντας την περιοχή σε χειμάρρους. Οι μοναχοί της Μονής είχαν απελπιστεί από την φυσική καταστροφή, ύψωσαν την κάρα του Οσίου Λεοντίου προς τον ουρανό και έκαναν δέηση. Αμέσως η βροχή σταμάτησε και η περιοχή σώθηκε από μεγαλύτερα δεινά.
Ο Όσιος Λεόντιος εορτάζει την Τετάρτη του Πάσχα στην Ιερά Μονή Παναγίας των Βλαχερνών (στο όρος Καστανιά).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ΄.
Στεμνίτσης το βλάστημα και της Βλαχέρνης φρουρόν, τιμώμεν σε, όσιε, των εν δακρύων ροαϊς και πόνοις ασκήσεως, λάμψαντα εν ερήμοις και εν όρεσι όντως ένθα και ωκειώθης τω Χριστώ θείω πόθω. Αυτόν ουν ικέτευε Λεόντιε σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Τῆς Στεμνίτσης τόν γόνον καί Βλαχέρνης τόν ἒφορον, τόν τῆς Ἀρκαδίας σπηλαίων πνευματέμφορον λέοντα, τόν ὃσιον Λεόντιον πιστοί, λαμπάσι Ἀναστάσεως φαιδραῖς, ὑπαντήσωμεν τιμῶντες σεμνοπρεπῶς, καί πίστει αναβοῶντες˙ Δόξα τῷ Ἀναστάντι ἐκ νεκρῶν, δόξα τῷ σε ἀναστήσαντι, δόξα τῷ ἀνιστῶντι καί ἡμᾶς, ἐκ τάφου θλίψεων.
ΠΗΓΗ: www.saint.gr